Αγαπητοί φίλοι και friends,
Γυρίζοντας από το Μιλάνο, όπου πέρασα ένα πλούσιο σε εντυπώσεις Π/Σ/Κ -πέρα από τις σαχλαμαρίτσες που θα είδατε όσοι σκοτώνουμε μαζί την ανία μας στο FB- έχω να σας πω (περιέργως) και κάτι σοβαρό!
Οι περίπατοι στους πολυσύχναστους δρόμους αυτής της πόλης και η επιλογή κάποιων καλών (όχι τουριστικών) εστιατορίων -όπου συχνάζουν, ως επί το πλείστον, Ιταλοί- μου έδωσαν την ευκαιρία να συγκρίνω την αισθητική αθλιότητα που κανείς βλέπει πλέον στις βιτρίνες των καταστημάτων ακόμη και στο Μιλάνο, σε συσχέτιση με την ιταλική κουλτούρα που αποτελεί ένα, εν ισχύει ακόμη, ανασταλτικό στοιχείο αναφοράς για όλο σχεδόν τον ιταλικό λαό.
Πώς και γίνεται αυτό;
Μπορεί η μεγάλη πλειοψηφία των Ιταλών να ψηφίζει ακραία, πότε άθλιους πολιτικούς (όπως ο Τραμπ των ΗΠΑ) Σίλβιο Μπερλουσκόνι, και πότε επαναστάτες της δεκάρας, όπως ο Μπέπε Γκρίλλο, αλλά τα σημεία αναφοράς τους τα προασπίζει και τα συντηρεί σε κάθε περιοχή η ισχνή (ποσοτικώς) μειοψηφία των οικογενειών των τοπικών Ιταλών Αρχόντων.
Κάθε μεγάλη πόλη έχει τους δικούς της. Γαλουχημένοι με ιστορία και παράδοση, συνεχίζουν να δίνουν ένα παράδειγμα σε ΟΛΟΥΣ με τη συμπεριφορά, τον αποτραβηγμένο από τα κοινωνικά δρώμενα τρόπο ζωής τους και κυρίως με τη γνήσια αισθητική τους που εκφράζει συνολικά αυτό που λέμε κουλτούρα. Ως και οι σύγχρονοι γκάνγκστερ στη Νότια Ιταλία διατηρούν βασικές αρχές που στηρίζονται στο θεσμό της οικογένειας, τηρώντας τις ιταλικές παραδόσεις και τις συνήθειες των αρχόντων.
Η κουλτούρα δεν είναι μια μόδα που έρχεται και επιβάλλεται ξαφνικά κατακτώντας και επηρεάζοντας, εμμέσως πλην σαφώς, τους πάντες για ένα διάστημα. Η κουλτούρα είναι κάτι βαθιά ριζωμένο στα βάθη των αιώνων σε εκείνους που τη βίωσαν, από παππού σε εγγονό, από τα γεννοφάσκια τους.
Κουλτούρα είναι με άλλα λόγια ο πολιτισμός, που σε μας έχει σταδιακώς (και με την παγκοσμιοποίηση) καταρρακωθεί ολότελα. Σε μας δε μένει πλέον παρά η τέφρα των αρχαίων ημών προγόνων και όση από αυτήν την πολύτιμη τέφρα άντεξε στο χριστιανισμό που, ναι μεν αποπειράθηκε, αλλά δεν κατάφερε να την αφανίσει ολότελα!
Εμείς λοιπόν οι νεοέλληνες, με τα ξενόφερτα πρότυπα των δικών μας σημαντικών αρχόντων της μεγαλοαστικής τάξης μας, δεν καταφέραμε ποτέ να αποκτήσουμε μια ελληνική κουλτούρα. Οι Άρχοντες μας, σημαντικότατοι Έλληνες, ορισμένοι όμως γερμανόφιλοι, άλλοι αγγλόφιλοι, γαλλόφιλοι ή ρωσόφιλοι κ.α. παρ’ όλο το σφραγισμένο από τον τεκτονισμό και τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό παράδειγμά τους, μοιραίως και άθελά τους έκαναν το λαό μας να προσβλέπει μόνο «προς τη Δύση», ενώ κατά βάθος παραμείναμε όλοι Ανατολίτες.
Έναν άξιο Κυβερνήτη αποκτήσαμε μετά την Τουρκοκρατία και τον δολοφόνησαν τα λαμόγια των λαθρεμπόρων της Πελοποννήσου διότι επιχείρησε να βάλει σε κάποια τάξη την παντελή έλλειψη νομιμοφροσύνης, παιδείας και πειθαρχίας που χρειάζεται ένας λαός για να προοδεύσει.
Ο Κερκυραίος κόμης Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) έχοντας γνωριστεί στα νιάτα του με τον εθνομάρτυρα και πρόδρομο της Ελληνικής Επανάστασης, τον Ρήγα Φεραίο από το Βελεστίνο (1757-1798 δολοφονήθηκε και αυτός), δεν πρόλαβαν να μας ενώσουν ως λαό και έτσι ξεμείναμε διχασμένοι και έρμαια ξενόφερτων βασιλέων και πλούσιων αποικιοκρατών, καταλήγοντας σήμερα σε μια «επαρχία της Ευρώπης» υπό επιτήρηση και απόλυτο έλεγχο από τους «προστάτες» δανειστές μας.
Το παραπάνω λοιπόν ως μια σύγκριση και μια εξήγηση ως προς το γιατί ελληνική κουλτούρα δεν αποκτήσαμε ποτέ. Εξ’ου και το παρακάτω υποτιμητικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν (off the record) πριν από μερικά χρόνια κάποιοι ανθέλληνες στη Γερμανία σε ένα συνέδριο κοινωνιολόγων: «Οι Έλληνες είναι Τούρκοι που το παίζουν Ιταλοί»!
Ως προς τους Ιταλούς λοιπόν είχα την ευκαιρία (μέσα σε δυο μέρες) να κάνω (ως ένας ημιμαθής Βλάχος ρεπόρτερ) ορισμένες απλές διαπιστώσεις:
Το Σάββατο το βράδυ είχα κλείσει από καιρό ένα τραπέζι στο εστιατόριο Il Baretto, όπου συχνάζει η ελίτ των Μιλανέζων αρχόντων. Τραπέζια λίγα (κυρίως των έξι), ένα μεγάλο των 12 κάποιου που γιόρταζε τα γενέθλια της πανέμορφης ώριμης συζύγου του, και δυο τρία (των δύο έως τριών ατόμων) με παρείσακτους εισβολείς, όπως μια Ινδή Μαχαρανή κυρία (περίπου 200 ετών) που ήταν σαν κούκλα βιτρίνας κοσμηματοπωλείου, καθώς φορούσε ένα ασημί φουστάνι και η ίδια ήταν πηγμένη στα χρυσά κοσμήματα, ενώ συνοδευόταν από μια δίμετρη, πολύ όμορφη νταμ ντε κομπανί. Σε άλλο τραπέζι των δύο, μία εκ των πλουσιότερων Ελληνίδων με το σύντροφό της. Εκείνη πάντα πολύ όμορφη, κομψή και σέξι, αλλά δε θα ‘λεγα τα ίδια για τον ασήμαντο συνοδό της. Σε ένα τρίτο (για τρεις) τραπέζι, ο υποφαινόμενος εισβολέας ρεπόρτερ, μετά της ωραίας και γλυκιάς φίλης του.
Πρώτη (ειδικής φύσεως) παρατήρησή μου: Κανείς (πλην της Ελληνίδας πάμπλουτης κυρίας και ημών των νεόπτωχων) δεν φάνηκε όλο το βράδυ να έχει κινητό τηλέφωνο. Κάτι δε σημαίνει αυτό; Αν δυσκολεύεστε, αναλύστε το εις βάθος με τον (ή την) ψυχολόγο σας.
Δεύτερη (γενικής φύσεως) παρατήρηση: Όλοι οι μεσόκοποι Ιταλοί ήταν κομψότατοι, ευγενείς και αθόρυβοι. Ο καθένας (και η καθεμιά) με την προσωπική γοητεία τους. Όλοι οι κύριοι σηκώνονταν από την καρέκλα τους, κάθε φορά που περνούσε μια γνωστή τους κυρία από το τραπέζι τους και όταν η συνοδός τους σηκωνόταν για την τουαλέτα, τη συνόδευαν. (Και σε μας γίνεται μερικές φορές αυτό, αλλά από ανασφάλεια των ανδρών μήπως και κλείσει ραντεβού ή γ@@@@@@ η δικιά του στα όρθια στην τουαλέτα)
Όλοι οι Ιταλοί συνομιλούσαν αθορύβως και δίχως περιττές χειρονομίες. Σε μένα, σπάνια δεν αναποδογυρίζει κάποιο ποτήρι με κόκκινο κρασί στο τραπέζι μας, όταν οι γείτονες στήνουν αυτί-λαγάνα προκειμένου να ακούσουν τα ενδιαφέροντα που εξιστορώ στην παρέα με την μπάσα φωνή μου.
Τρίτη απλή παρατήρηση για το διακεκριμένο εστιατόριο: Οι δύο συνιδιοκτήτες-μετρ έπαιρναν οι ίδιοι τις παραγγελίες από όλους τους θαμώνες αδιακρίτως και την ώρα του γεύματος πάλι οι ίδιοι σερβίριζαν το φαγητό στους πελάτες και μάζευαν πιάτα συγχρόνως με τα πολύ έμπειρα γκαρσόνια. Ο παππούς μου έλεγε πάντα: το καλό εστιατόριο είναι εκείνο που δεν ακούς ποτέ θόρυβο στο σερβίρισμα και στο μάζεμα των μαχαιροπίρουνων και των πιάτων. Στην Ελλαδίτσα νομίζεις, ως προς τους θορύβους, ότι βρίσκεσαι σε γήπεδο ξιφασκίας ή άρσης βαρών!
Ο τρόπος με τον οποίο καλησπέριζαν και αποχαιρετούσαν διά χειραψίας οι πελάτες, τους δύο συνιδιοκτήτες και τα grazie που αντήλλασσαν (δίχως να ξέρω ιταλικά) ήταν σαν να ήσαν εκείνοι προσκεκλημένοι!
Δεν αρκέστηκα όμως στα όσα μυρίστηκα και ένιωσα σε αυτό το πολυτελές εστιατόριο, όπου ξόδεψα 220 ευρώ για δύο άτομα για μια υπέροχη σαλάτα με σπαράγγια και scampi που μοιραστήκαμε στην αρχή και δυο απίθανες γλώσσες, η μια στη σχάρα και η άλλη μενιέρ, αλλά και για ένα τιραμισού (με δυο κουτάλια) από τα πιο απίθανα, ενώ συνοδεύσαμε το γεύμα μας με ένα μπουκάλι ξηρό άσπρο κρασί της Λομβαρδίας.
Τα τρία μεσημέρια της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής πήγαμε σε 3 μικρά (άγνωστα στους τουρίστες) ristorante. Ως επί το πλείστον, και σε αυτά σύχναζαν Ιταλοί μέσης και νεαράς ηλικίας – πλην του πολυσύχναστου Paper Moon που είναι κεντρικότατο και αποτελεί πέρασμα για Ιταλούς εργαζόμενους με ενδιαφέροντα, οι οποίοι το κατακλύζουν από τις 12:30 έως τις 14:00 (σε αυτό δε με χάλασε που απέναντί μας κάθονταν 6 δίμετρες Ρωσίδες κούκλες που γιόρταζαν τα γενέθλια της ομορφότερης, ενώ προφανώς οι εργοδότες άνδρες τους έκλειναν κάποια καλά deals με Ιταλούς επιχειρηματίες).
Τα άλλα δύο μικρότερα ristorante δύσκολα τα βρίσκει κανείς, αν δεν τα ξέρει. Χωμένα (το ένα κρυμμένο σε μια στοά στη via Monte Napoleone 13) που το λένε Bacaro del Sambuco και το άλλο, εξίσου υπέροχο, με δυο (μάνα και κόρη) ιδιοκτήτριες (από εκείνες που ντρέπεσαι να τις προσβάλεις φωτογραφίζοντάς τες) που το λένε Βice και βρίσκεται σε ένα έρημο στενάκι (via Borgospesso) που αποκλείεται να το δεις τυχαίως ως περαστικός, διότι αυτός ο στενός δρόμος έχει μόνο καλαίσθητες, τριώροφες κατοικίες.
Σε αυτά, με ένα ποσό που δεν ξεπερνάει πολύ τα 100 ευρώ (για δυο άτομα), μπορείς να πιεις δυο εξαιρετικές ιταλικές μπύρες, και να φας ένα ελαφρύ γεύμα, είτε με μια απίθανη μοσχαρίσια μπριζόλα γάλακτος αλά Μιλανέζ ή ένα εξαιρετικό steak tartare κομμένο με μαχαίρι και με τη συνοδεία απίθανων μυρωδικών ή ένα carpaccio φρέσκου σολωμού και άλλα που δυσκολεύεσαι πολύ τι να διαλέξεις.
Σημασία όμως δεν έχουν μόνο οι γεύσεις της ιταλικής κουζίνας (που είνα πιο νόστιμη και υγιεινή από τη γαλλική).
Χαίρεσαι να βλέπεις ενεργούς, νέους ανθρώπους μιας ποιότητας που διακρίνεται από τον τρόπο που είναι ντυμένοι και κυρίως από τον τρόπο που συμπεριφέρονται και συνομιλούν (δίχως να είναι απαραίτητο να γνωρίζεις τη γλώσσα τους). Στις δύο η ώρα, βέβαια, τις καθημερινές αδειάζουν αυτά τα ristorante διότι οι νέοι και οι νέες εργάζονται και πάνε στις δουλειές τους.
Αυτά όλα τα απλά αλλά ενδεικτικά περί ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΗΘΟΥΣ και ΑΓΩΓΗΣ δεν είναι βέβαια τα χαρακτηριστικά της μεγάλης πλειοψηφίας των Ιταλών. Αλλά αποτελούν ένα παράδειγμα και ένα σημείο αναφοράς που κάνουν όλους τους Ιταλούς περήφανους δίχως να ντρέπονται για την ταυτότητά τους και να διαμαρτύρονται για την οικονομική κρίση, όπως εμείς που καμαρώνουμε για μια εξυπνάδα δίχως αντίκρυσμα, κλαψουρίζοντας συνέχεια για το χάλι μας, παρηγορούμενοι με τη δικαιολογία ότι φταίνε οι διπλανοί μας και οι ξένοι.
Σας στενοχώρησα πάλι, αλλά για σκεφτείτε όλα αυτά. Πιθανόν να πάψετε αρκετοί να εύχεστε να ‘χουμε γρήγορα εκλογές (διότι και να ‘χαμε, μπορεί το πισωγύρισμα να μας οδηγούσε σε ακόμη χειρότερα).
Διαβάστε ακόμα: Το Άμστερνταμ δεν είναι μόνο coffee shops, αλκοόλ και πάρτι