Ο Ρότζερ Μουρ σε ένα από τα περίφημα πάρτι του. Οι φωτογραφίες είναι μια ευγενική παραχώρηση του Μηνά Γκούμα που εικονίζεται πρώτος από αριστερά, πάνω από την Λίντα Έβανς και τον εξάδελφό του, Μανώλη Μαυρολέοντα.

Για πολλά χρόνια, και εξ απαλών ονύχων, ανέβαινα κάθε Χριστούγεννα και Φεβρουάριο στο Γκστάαντ με την Μητέρα μου και την οικογένειά μου (θείοι, θείες και ξαδέλφια) για διακοπές.

Τότε, το όμορφο αυτό ελβετικό χωριό ήταν σχεδόν άγνωστο στους πολλούς Έλληνες (μετά έγινε το «έλα να δεις» κι ανέβηκε όλη η τσοκαρία, που λέει κι ο Χασαπογιάννης) κι ήταν τόπος συνάντησης μεγιστάνων και μεγάλων αστέρων του κινηματογράφου. Ιδιαιτέρως την δεκαετία του ’60, το Γκστάαντ ήταν εξαιρετικά ελιτίστικο κι οι «χρυσοί» Έλληνες διασκέδαζαν στο υπέροχο ξενοδοχείο Παλλάς, το οποίο είχαν μετατρέψει σε στέκι Ελλήνων, όπου τα βράδια τραγουδούσαν Πουλόπουλο και Μαρινέλλα κι έσπαγαν πιάτα στο εστιατόριο Όλντεν στα περίφημα πάρτι των Κώστα Γουλανδρή, Δημήτρη Καρέλλα, Παπαστράτου, Σπύρου Ρωσόλυμου, Τάκη Θεοδωρακόπουλου και πολλών άλλων ωραίων γλεντζέδων της εποχής. Ο Ωνάσης, ο Νιάρχος κι οι γαλαζοαίματοι της Ευρώπης πήγαιναν στο Σεντ Μόριτζ.

Τα έκαναν, λοιπόν, όλα λίμπα, σπάζοντας πιάτα, ποτήρια κι ό,τι άλλο υπήρχε μπροστά τους, μερακλωμένοι απ’ τον ήχο του μπουζουκιού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έμεναν άφωνοι διάφοροι αστέρες του κινηματογράφου, όπως η Τέιλορ και ο Μπάρτον, οι οποίοι παρακολουθούσαν το μακελειό που προκαλούσαν τα ελληνικά γλέντια.

Οι κινήσεις του, οι εκφράσεις του προσώπου του, το υπέροχο και γοητευτικό του χαμόγελο, το ντύσιμό του και η άψογη συμπεριφορά του σ’ ανάγκαζαν απ’ την πρώτη στιγμή να θαυμάσεις έναν γνήσιο Εγγλέζο τζέντλεμαν.

Εκείνα τα χρόνια, το σπάσιμο των πιάτων και γενικώς το «τύπου ελληνικό γλέντι», όπου τα σπάμε όλα, προκαλούσε δέος στους ξένους, οι οποίοι παρακολουθούσαν συνήθως αμέτοχοι, φοβούμενοι μη τους έρθει κανένα πιάτο στο κεφάλι, αλλά που απολάμβαναν απ’ την άλλη. Αργότερα, επί Χούντας, σταμάτησε το σπάσιμο και ξεκίνησαν τα λουλούδια, πράγμα που εξελίχθηκε σε μια πολύ μπανάλ πλαστικοποιημένη διασκέδαση.

Τα χρόνια πέρασαν κι οι γηραιοί συγγενείς μου κουράστηκαν και απέφευγαν πλέον τα χιόνια και τα ξαδέλφια μου άρχισαν να πηγαίνουν στο Σεντ Μόριτζ, όπου αγόρασαν σαλέ, ή άλλοι άρχισαν να κάνουν διακοπές στο Λεχ της Αυστρίας, θεωρώντας πως το χιόνι κι οι πίστες ήταν καλύτερες.

Η μητέρα του Μηνά Γκούμα με τον γιο του του Ρότζερ Μουρ, Τζέφρυ, στο πάρτι του Van Cleef.

Η Μητέρα μου συνέχισε να πηγαίνει στο Γκστάαντ διότι φοιτούσε στο Ροζέ ο ξάδελφός μου, Μανώλης, τον οποίον είχε, σχεδόν, υιοθετήσει η Μητέρα μου. Το Ροζέ είναι το ακριβότερο σχολείο-οικοτροφείο του κόσμου. Στα θρανία του έχουν καθίσει (και κάθονται) αμέτρητες προσωπικότητες ή παιδιά των εξαιρετικά ευπόρων γονιών και διασημοτήτων της υφηλίου.

Ανάμεσά τους και τα παιδιά του Ρότζερ Μουρ, οι Ντέμπορα, Τζέφρυ και Κρίστιαν, τρία γλυκύτατα παιδιά, γεμάτα ζωή και πολύ χιούμορ. Αυτός ήταν κι ένας απ’ τους λόγους που ο διάσημος ηθοποιός αγόρασε ένα σαλέ στο χωριό αυτό, ώστε να είναι κοντά στα παιδιά του, όταν έβγαιναν το Σαββατοκύριακο με άδεια. Ο Μανώλης ήταν πολύ κοινωνικός κι αγαπητός και δημιούργησε στενές φιλίες με τα παιδιά του. Μπαινόβγαινε συχνά στο σπίτι τους ή διασκέδαζε μαζί τους στο περίφημο Γκρίνγκο, το κλαμπ του Παλλάς.

Όταν ήρθαν στην Ελλάδα για να παίξουν στο Απόδραση στην Αθήνα ο Ρότζερ Μουρ κι ο Ντέιβιντ Νίβεν, πριν πάνε στην Ρόδο, πέρασαν απ’ το σπίτι μας και τους κάναμε το τραπέζι.

Κάθε φορά που ανέβαινα στο βουνό, ήμουν κι εγώ καλεσμένος, είτε στο σπίτι τους είτε για φαγητό, διότι μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα. Στην προκειμένη περίπτωση η γλάστρα ήμουν εγώ. Χάριν του Μανώλη ήμουν όχι μόνον μαζί τους αλλά και με πολλούς άλλους, που ευτύχησα να γνωρίσω από κοντά, να συνφάγω και να πούμε δυο κουβέντες παραπάνω από ένα τυπικό «χαίρω πολύ».

Όταν ήρθαν στην Ελλάδα για να παίξουν στο Απόδραση στην Αθήνα ο Ρότζερ Μουρ κι ο Ντέιβιντ Νίβεν, πριν πάνε στην Ρόδο, πέρασαν απ’ το σπίτι μας με τις οικογένειές τους, τους κάναμε το τραπέζι και μετά, εμείς τα παιδιά, πήγαμε στο 9+9, ένα κλαμπ της μόδας τότε. Στο σπίτι των Μουρ ήταν πάντα καλεσμένοι διάφοροι άλλοι ηθοποιοί με τους οποίους είχα την τύχη να καθίσω πλάι-πλάι και ν’ ακούσω πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες, με απολαυστικότερο όλων τον Μάικλ Κέιν.

Τα Χριστούγεννα του ‘83, στο ρεβεγιόν της διευθύντριας του Van Cleef στην Ελβετία. Ο Μηνάς Γκούμας χαμογελά πίσω από τη σύζυγο του βαθύπλουτου Ιρανού Οκράμ Οζέ και τον μυθικό Τζορτζ Χάμιλτον.

Όταν τελείωσαν τα γυρίσματα του Τζέιμς Μποντ A view to a kill, έτυχε να ήμαστε στο Λονδίνο και κτύπησε ένα μεσημέρι το τηλέφωνο.
– Πήρε ο θείος Ρότζερ τηλέφωνο και μας κάλεσε αύριο για φαγητό το μεσημέρι, είπε ο ξάδελφος μου.
– Κι εγώ;
– Ναι, του είπα πως είσαι εδώ και μου είπε να έρθεις.

Λόγω οικειότητας ο Μανώλης τον έλεγε «θείο». Στο σπίτι του είχε καλέσει όλους τους παράγοντες της ταινίας Μπροκολι κλπ, και φυσικά τους πρωταγωνιστές, με πρώτη και καλύτερη την Γκρέις Τζόουνς, τον Κρίστοφερ Γουόκεν και τους Duran Duran. Πέρασα μαζί τους μια υπεροχή μέρα. Η εξαιρετική οικοδέσποινα, η οποία ήταν η τρίτη σύζυγός του, μια όμορφη Ιταλίδα, που τελικά χώρισαν μετά από λίγα χρόνια. Καλύτερα διότι τον είχε πρήξει τον άντρα της απ’ τις ζήλιες που του έκανε.

Ο Roger Moore ήταν ένας εξαιρετικά ευχάριστος άνθρωπος με πάρα πολύ ωραίο χιούμορ. Οι αφηγήσεις του μοναδικές, οι γνώσεις του σ’ όλα τα θέματα εντυπωσιακές κι ο προβληματισμός του για τον συνάνθρωπό του πολύ συγκινητικός.

Αν και την βρήκα συμπαθητική, ο ξάδελφός μου είχε άλλη γνώμη: «Μην την βλέπεις που κάνει την γλυκιά και συμπαθητική. Είναι μεγάλη καριόλα. Άκου που σου λέω».

Τα Χριστούγεννα του ‘83, μας είχε καλέσει η διευθύντρια του Van Cleef της Ελβετίας στο ρεβεγιόν της κι ήταν όλοι εκεί και φυσικά ο Ρότζερ Μουρ. Απίστευτο κέφι κι απίστευτο γλέντι. Εξ ου κι η φωτογραφία.

Στο εξώφυλλο των Εικόνων ο Μανώλης Μαυρολέων με τη Τζόαν Κόλινς φωτογραφημένοι από τον Μηνά Γκούμα.

Τελευταία φορά που ειδωθήκαμε ήταν στο Ολντεν, ένα βράδυ που μας έκαναν το τραπέζι. Παρέα μας η Τζόαν Κόλινς (απίστευτη γυναίκα με απίστευτο χιούμορ), με την οποίαν βγήκε φωτογραφία κι εξώφυλλο ο Μανώλης σ’ ελληνικό περιοδικό. Αξίζει να πω πως ο εκλιπών ηθοποιός ήταν ένας εξαιρετικά ευχάριστος άνθρωπος με πάρα πολύ ωραίο χιούμορ. Οι αφηγήσεις του μοναδικές, πάντα δοσμένες με γλαφυρό τρόπο, οι γνώσεις του σ’ όλα τα θέματα εντυπωσιακές κι η ανθρωπιά κι ο προβληματισμός του για τον συνάνθρωπό του πολύ συγκινητικά.

Οι κινήσεις του, οι εκφράσεις του προσώπου του, το υπέροχο και γοητευτικό του χαμόγελο, το ντύσιμό του και γενικώς η εξωτερική εμφάνιση κι η άψογη συμπεριφορά του σ’ ανάγκαζαν απ’ την πρώτη στιγμή να τον αγαπήσεις και να θαυμάσεις έναν γνήσιο Εγγλέζο τζέντλεμαν. Ήταν από τους λίγους πού έχω γνωρίσει που έτρωγαν σχεδόν μόνον με πιρούνι, δηλαδή όπως είναι το σωστό. Είμαι πραγματικά ευτυχής που τον γνώρισα λίγο παραπάνω και χάρηκα για τις συζητήσεις που είχαμε. Πάντα άκουγε με προσοχή αυτά που του εξιστορούσα για την Πατρίδα μου και την ζωή του ναυτικού. Οι θαλασσινές ιστορίες τον συνάρπαζαν κι έκανε πάντοτε ερωτήσεις, κάθε φορά που τύχαινε να συναντηθούμε.

«How long were you at sea, this time? How was it? Where did you go?» ρωτούσε με την υπέροχη μπάσα φωνή του και με τέλεια εγγλέζικη προφορά, καπνίζοντας το πούρο του. Tι ωραία μάτια που είχε! Και κάθε φορά που λέγαμε αντίο, μου έλεγε: «So nice to see you, really. Come back with more stories».

Πολλοί αμφισβητούν το ταλέντο του και θα συμφωνήσω. Θα πω, όμως, πως αναμφισβήτητα ήταν ένα αστέρι που έλαμψε παγκοσμίως διότι «το ‘χε». Ήταν απ’ τους ανθρώπους που χάρηκα που πέρασαν απ’ την ζωή μου, έστω και για λίγο.

Ευχαριστώ όμως πάνω απ’ όλα τον ξάδελφό μου που μου τον γνώρισε…

 

Διαβάστε ακόμα: Roger Moore, ο άνθρωπος που σνόμπαρε τον Bond

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top