Στις 30 Απριλίου, ο Μίνο Ραϊόλα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 54 ετών. Ο ιταλός μεγαλοατζέντης βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση στην εντατική του νοσοκομείου Σαν Ραφαέλε, μετά από ίωση που είχε επιδεινώσει την υγεία του τους τελευταίους μήνες.
Μάλιστα, την περασμένη Πέμπτη (28/4) κυκλοφόρησαν δημοσιεύματα για τον θάνατό του, τα οποία είχε διαψεύσει ο ίδιος μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο Τwitter. Ωστόσο, δύο 24ωρα αργότερα, τα δυσάρεστα νέα επιβεβαιώθηκαν από το οικογενειακό περιβάλλον του κορυφαίου ατζέντη.
Η ζωή του, πάντως, έχει να μας διδάξει πολλά για τον χαρακτήρα, τις εμμονές και τις επιτυχίες του. Ακολουθούν οι μεγάλες στιγμές αυτού του τόσο ιδιαίτερου μάνατζερ.
Το 2004, λίγο πριν στην Αθήνα ξεκινήσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα. Ένας περίεργος τύπος που του υπόσχεται τον ουρανό με τ’ άστρα, του έχει τηλεφωνήσει περισσότερες φορές κι απ’ όσες τηλεφωνεί σε ταλαίπωρο δανειολήπτη εισπρακτική εταιρεία, επειδή έχει “διπλώσει” δύο δόσεις του στεγαστικού του.
Ο Σουηδός δεν είναι και ο πιο ήρεμος άνθρωπος του κόσμου. Και, εκείνη την εποχή είναι και μέσα στα πιο hot ονόματα που κυκλοφορούν στην αγορά ως σέντερ φορ. Δεν έχει κλείσει ακόμη τα 23, αλλά σε 110 ματς με τον Άγιαξ σε όλες τις διοργανώσεις έχει βάλει 48 γκολ κι έχει δώσει ασίστ “πάρε-βάλε” σε συμπαίκτες του άλλες 18 φορές.
Ο Ζλάταν ξέρει, φυσικά ότι ο τύπος αυτός είναι μάνατζερ ποδοσφαιριστών. Αλλά δε βρίσκει λόγο να αλλάξει αυτόν που ήδη έχει. Για να πάψει να τον ζαλίζει, όμως, λέει ΟΚ να βρεθούν κάπου για φαγητό. Κι εκεί, στο εστιατόριο, ο παχουλούλης Μίνο Ραϊόλα εμφανίζεται με φόρμα και μπλουζάκι, τα στρογγυλά γυαλιά-σήμα κατατεθέν του και μια… ακόρεστη πείνα. Παραγγέλνει το μισό κατάλογο! Ο Ιμπραΐμοβιτς είναι μανιακός με τη φυσική του κατάσταση -γι’ αυτό άλλωστε παίζει ακόμη, κοντά στα στα 41 του (και παίζει στη Μίλαν, όχι σε κάνα τοπικό πρωτάθλημα). Του λέει: “εγώ θα φάω μια σαλάτα και στήθος κοτόπουλου”. Ο Ραϊόλα του απαντά: “Το ξέρω. Για μένα είναι τα υπόλοιπα”.
Όσο αγαπούσε το φαγητό ο Μίνο, τόσο αγαπούσε και τις λέξεις! Αυτές ήταν το φόρτε του. Τις μεταχειριζόταν όπως ο καλός σεφ τα υλικά του. Μέχρι να καθαρίσει όλα τα πιάτα, ο Ζλάταν έχει πειστεί να γίνει παίκτης του. Και από εκείνη την ημέρα, τον πηγαίνει σε Γιουβέντους, Ίντερ, Μπαρτσελόνα, Μίλαν και Παρί Σεν Ζερμέν! Μόνο από μεταγραφές του Σουηδού έχει κυκλοφορήσει 131.000.000 ευρώ!
Σχεδόν 20 χρόνια μετά από κείνη την ημέρα, ο Ραϊόλα υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, ο πιο εικονικός (iconic, ντε) μάνατζερ του κόσμου. Δεν ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα -σε τζίρους. (Σε τέτοιους, κανείς δε μπορεί να φτάσει τον “βασιλιά” των μεταγραφών του μπέιζμπολ, Σκοτ Μπόρας). Δεν ήταν ούτε ο υπ’ αριθμόν ένα στο ποδόσφαιρο -σε πελατολόγιο. Και ήταν πιο πάνω στη λίστα, αλλά είχε βγάλει λιγότερα λεφτά απ’ ότι ο μεγάλος του ανταγωνιστής, ο Πορτογάλος Ζόρζε Μέντες. Αλλά αν συμβαίνουν όλα αυτά, συμβαίνουν επειδή ο Μίνο δεν ήταν ένας απλός μάνατζερ, που δούλευε για μια προμήθεια.
Ηταν ο προστάτης-άγιος των παικτών του και “δεν δουλεύει για τα λεφτά, αλλά μόνο για το συμφέρον τους, για το καλό τους”. Για το καλό τους και το συμφέρον τους τα είχε βάλει με την UEFA και τη FIFA. Για το καλό και το συμφέρον τους, είχε πει για τον Μισέλ Πλατινί ότι “είναι άσχετος” -επειδή ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας θέλησε να ρυθμίσει την αγορά. Για το καλό τους είχε πει “μπάσταρδο” τον Γιόχαν Κρόιφ και “ξερόλα” τον σερ Άλεξ Φέργκιουσον -επειδή θεωρούσαν (και το έλεγαν ανοιχτά), ότι οι μάνατζερ φουσκώνουν τα μυαλά των ποδοσφαιριστών και τους περιφέρουν σαν προϊόν προς μεταπώληση.
“Δεν κυνηγάω κανέναν. Οι παίκτες έρχονται σε μένα και δεν τους εκπροσωπώ, απαραιτήτως, όλους”, λέει ο Ραϊόλα. “Πρέπει να υπάρξει μεταξύ μας χημεία και απόλυτη εμπιστοσύνη”. Και είναι αλήθεια ότι εκείνοι πήγαιναν σ’ αυτόν. Δεν ξεκίνησαν όμως έτσι τα πράγματα. Στην αρχή, ήταν πολύ διαφορετικά.
Ο Μίνο ήλθε στη ζωή με ένα μόνο αβαντάζ: γεννήθηκε, Νοέμβριο του 1967, στο Σαλέρνο της Νοτιοδυτικής Ιταλίας, αλλά από ενός έτους βρέθηκε στην Ολλανδία, όπου ο πατέρας του αναζήτησε μια καλύτερη τύχη. Ο μικρός Καρμίνο ευτύχησε έτσι να μεγαλώσει, πρακτικά, ως τρίγλωσσος: ιταλικά στο σπίτι (και στην πιτσαρία του μπαμπά, όπου βοηθούσε από μικρός και μέχρι την προχωρημένη εφηβεία…), ολλανδικά και αγγλικά στο σχολείο. Δοκίμασε λίγο και να παίξει μπάλα. Αλλά το ταλέντο του ήταν πιο ψηλά. Στο κεφάλι του. Εντός του κρανίου και στο σπουδαίο “μπλα-μπλά” του.
Το καλλιέργησε. Μιλούσε άλλες τέσσερις γλώσσες: Ισπανικά, Πορτογαλικά, Γαλλικά και Γερμανικά. Αλλά τις πρώτες του δουλειές τις έκανε εξαιτίας των δύο μητρικών του. Σπουδάζει Νομικά, αλλά το σαράκι του μάνατζερ το έχει μέσα του. Γύρω στα 21 του, παρατάει τη Νομική Σχολή και πιάνει δουλειά σ’ ένα γραφείο που ειδικεύεται στις μεταγραφές Ολλανδών παικτών στην Ιταλία. Η Sports Promotions είναι πίσω από τη μεταγραφή του Φρανκ Ράικαρντ στη Μίλαν και του Ντένις Μπέργκαμπ στην Ίντερ. Και ο Μίνο είναι ο πιο κατάλληλος να κάνει τις επαφές αφού μιλάει άπταιστα και τις δύο γλώσσες. Μέσα σε μια πενταετία, από τον Ράικαρντ (1988) ως τον Μπέργκαμπ (1993), ο Ραϊόλα έχει μάθει πολλά.
Αποφάσισε να ανοίξει δικό του γραφείο. Αλλά όχι ιδιαίτερα επιτυχημένο. Όμως, το 1996 η τύχη του αλλάζει. Ένας όχι και τόσο γνωστός Τσέχος πελάτης του, αφήνει έκπληκτη την Ευρώπη, στο EURO εκείνης της χρονιάς. Το όνομά του είναι Πάβελ Νέτβεντ και, εξαιτίας του, η Τσεχία φτάνει στον τελικό. (Σ.σ.: εν πολλοίς, εξαιτίας του τραυματισμού του στο 40΄ του μεταξύ μας ματς, έφτασε και η Ελλάδα στον τελικό του EURO 2004, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τον Μίνο, αλλά με την ποιότητα του σπουδαίου Τσέχου). Χάρη στον Ραϊόλα, ο Νέτβεντ πηγαίνει στη Λάτσιο, από τη Σπάρτα Πράγας. Είναι η ευκαιρία που περιμένει ο Ιταλός για να κάνει ευρέως γνωστό το όνομά του. Με τον Νέτβεντ να κάνει απίθανα πράγματα και με τη Γιουβέντους, ύστερα από τη Λάτσιο, αλλά, κυρίως, μετά και από τη μεταγραφή του Ιμπραΐμοβιτς που λέγαμε πιο πάνω, το καταφέρνει για τα καλά.
Ο Σουηδός είναι το “κρυφό χαρτί” και για μια ακόμη κίνηση-ματ του δαιμόνιου Μίνο. Το 2012 είναι εκείνος που έχει ξεσηκώσει τον Πολ Πογκμπά να μην υπογράψει νέο συμβόλαιο στη Μάντσεστερ, αλλά να πάει ως ελεύθερος στη Γιουβέντους, όπου θα έπαιζε βασικός -αυτή είναι και η πηγή της κόντρας του με τον σερ Άλεξ Φέργκιουσον, αφού ο παίκτης έχει βγει από την Ακαδημία Νέων της ομάδας. Το 2016 όμως, θέλει να τον επιστρέψει στη Γιουνάιτεντ. Ο no-no Φέργκιουσον δεν υπάρχει πια εκεί, αλλά το ποσό που ζητάει για τον παίκτη του είναι ρεκόρ για την εποχή: 110.000.000 ευρώ με τα μπόνους. Τους υπόσχεται και τον Χένρικ Μχιταριάν, για άλλα 40.000.000. Αλλά η ομάδα “τσινάει”. Για να την πείσει, ο Ραϊόλα πείθει και τον Ιμπραΐμοβιτς να πάει στο Μάντσεστερ ως ελεύθερος, εν είδει “δώρου”! Και το deal κλείνει, φυσικά.
Η προμήθειά του από αυτή τη συναλλαγή είναι πελώρια. Πάνω από 15.000.000 ευρώ. Ο larger than life Μίνο, δίνει τα εννιά απ’ αυτά και… αγοράζει την έπαυλη του Αλ Καπόνε στο Μαϊάμι! Το χρήμα πρέπει να γυρίζει, όμως, είτε αφορά παίκτες, είτε ακίνητα. Και γι’ αυτό δύο χρόνια μετά πουλάει τη βίλα για μικρό κέρδος. Έτσι κι αλλιώς δεν πήγαινε και πολύ συχνά εκεί. Οι δουλειές του ήταν εδώ. Και τις έκανε καλά. Αν και όχι πάντοτε τελείως… αγγελικά.
Και το 2008 και το 2019 το όνομά του έχει μπλέξει με κάποιες όχι και τόσο διαφανείς συναλλαγές. Το 2019 τιμωρήθηκε κιόλας από τη FIFA, αλλά έκανε έφεση και δικαιώθηκε. Γενικά, αντιπαθούσε τις ομοσπονδίες και τους κανόνες τους και δήλωνε -φυσικά- ότι ιδέες όπως το “σάλαρι καπ”, ένα αναλογικό όριο στα ποσά που οι ομάδες μπορούν να δίνουν ως αμοιβές, “είναι γελοιότητες”.
“’Ένα μάτσο αηδίες”, χαρακτήρισε (και απείλησε με προσφυγές στα δικαστήρια) πρωτοβουλίες όπως τα “τροφεία” -η αμοιβή που δικαιούται μια ομάδα από έναν παίκτη που ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά στις Ακαδημίες της- αλλά και κάθε τι που πάει να προστατεύσει τους οικονομικά αδύναμους συλλόγους από τη φυλλορροή των ταλέντων τους.
Ο Ραϊόλα υπήρξε σ’ αυτό σύμμαχος με τον “αιώνιο” αντίπαλό του, τον Πορτογάλο Ζόρζε Μέντες, που, αν και 9ος στη λίστα με τους μεγαλύτερους μάνατζερ του κόσμου (ο Μίνο είναι στο Νο6), βγάζει αρκετά περισσότερα χρήματα από τον Ιταλό. “Είναι επειδή είμαστε τα άκρα αντίθετα”, έχει πει ο ίδιος. “Ο Μέντες είναι μάνατζερ. Εγώ είμαι σαν πατέρας στους παίκτες μου”. Σαν έξυπνος πατέρας, πρέπει να προσθέσει κανείς. Διότι, όντως, η διαχείριση που τους κάνει είναι υποδειγματική. Η περίπτωση του Νορβηγού Έρλινγκ Χάαλαντ είναι χαρακτηριστική.
Ο μικρός είναι πολύ μεγάλο ταλέντο. Σκόρερ ολκής. Το Γενάρη του 2020, Γιουνάιτεντ, αλλά και Γιουβέντους, τον έχουν στο μάτι και θα άνοιγαν γερά το πορτοφόλι τους γι’ αυτόν. Αλλά με τη συμβουλή του Ραϊόλα πηγαίνει για μόλις 20.000.000 από τη Σάλτσμπουργκ στη Ντόρτμουντ. Ο έμπειρος πλέον “Δον Μίνο”, όπως τον αποκαλούν πολλοί μετά τη… βίλα του Αλ Καπόνε, φροντίζει πράγματι τους πελάτες του. Δε θέλει να “καεί”, μόλις στα 19,5 του χρόνια ο Έρλινγκ. Στην Αγγλία και την Πρέμιερ Λιγκ οι ρυθμοί είναι εξοντωτικοί και ο ανταγωνισμός πολύ υψηλός. Και οι ιταλικές άμυνες δε φημίζονται για τη… γαλατική τους ευγένεια. Στο φουλ επιθετικό, αλλά “αφελές” αμυντικά γερμανικό πρωτάθλημα και σε μια ομάδα που πρωταγωνιστεί μεν, αλλά δεν πεθαίνει κιόλας για τίτλους, ο Χάαλαντ θα έλαμπε.
Κουράστηκε για να τον πείσει, σε πείσμα του… πραγματικού πατέρα του, Άλφι Χάαλαντ που, επίσης ως ποδοσφαιριστής, είχε κάνει για 12 χρόνια καριέρα στην Αγγλία, κυρίως σε Λιντς και Μάντσεστερ Σίτι. Ο… “μανατζερικός πατέρας” είχε δίκιο όμως. 25 μήνες μετά ο Χάαλαντ μετράει ήδη 80 γκολ (και 20 ασίστ) σε 79 ματς με τη Ντόρτμουντ. Και η αξία του έχει φτάσει, πια, στα 150.000.000 ευρώ!
Ο Μίνο θα ανεβάσει κι άλλο την τιμή. Είπαμε: δεν είναι πελάτες, είναι “παιδιά” του. Και για τα παιδιά του κάνει κανείς και θυσίες. Η πιο πρόσφατη, για χάρη του “χρυσού” μικρού θυσία, αφορά μια φήμη που -φυσικά- ο ίδιος διέδωσε. Διότι μετά από τόσα χρόνια, ο Ραϊόλα έπαιζε στα δάχτυλα και τα μίντια και έχει άκρες παντού, σε όλα τα δημοσιογραφικά επιτελεία. Αν ήθελε να φουντώσει μια φήμη, είχε τον τρόπο να το κάνει στο λεπτό. Και το πέτυχε και προ καιρού. Να κυκλοφορήσει, δηλαδή, η “πληροφορία” ότι η πάμπλουτη, λόγω ατέλειωτων αραβικών κεφαλαίων πίσω της, Μάντσεστερ Σίτι, ενδιαφέρεται θερμά για τον Έρλιγνκ. Και, λέει, επειδή ο φυσικός του πατέρας, ο Άλφι, έχει καλές σχέσεις μαζί της.
Πάντοτε “για το καλό και το συμφέρον του παίκτη του”, με άλλα λόγια, ο Μίνο δε δίστασε να βάλει στο παιχνίδι την ομάδα που έχει -ως το 2023- για προπονητή τον Πεπ Γκουαρδιόλα. Κοιτάξτε τώρα, τι συμβαίνει. Ο Γκουαρδιόλα είχε ένα τρελό καυγά με τον Ζλάταν, μετά τον αποκλεισμό της Μπαρτσελόνα από την Ίντερ στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, το 2010. Και μετά από λίγο έφυγε, άχαρα και βιαστικά, ίσως και λίγο προσβλητικά, δανεικός για τη Μίλαν. Και την επόμενη σεζόν, ο Πεπ άφησε τον Μάξγουελ, επίσης πελάτη του Ραϊόλα και “κολλητό” του Ιμπραΐμοβιτς, εκτός του τελικού με τη Μάντσεστερ στο θεσμό.
Εξαιτίας όλων αυτών, ο “Δον Μίνο” είχε φτάσει να πει, ειρωνικά, ότι “δεν πρέπει να τον λένε Πεπ, αλλά Ποπ (σ.σ. Pope), διότι μόνο αυτός και ο Πάπας έχουν το αλάθητο”. Και ότι “σαν προπονητής είναι καλός, αλλά σα χαρακτήρας είναι ένα δειλό σκυλί και μηδέν σαν προσωπικότητα”. Αλλά αφού η συγκυρία, τώρα, είναι τέτοια, τι να κάνει κι ο Ραϊόλα; Διέδωσε ότι η Σίτι, μ’ έναν τέτοιο… άθλιο στην τεχνική της ηγεσία, θέλει να πάρει τον αγαπημένο του “γιο”. The more, the merrier -για τον πλειστηριασμό.
Πάντοτε γερό πιρούνι και με παραπανίσια κιλά, ο sui generis Ραϊόλα αντιμετώπισε πρόσφατα ένα πρόβλημα με την καρδιά του. Τα ποδοσφαιρικά “παιδιά” του, παίκτες όπως ο Χάαλαντ, αλλά και ο ο Τζιανλουίτζι Ντοναρούμα, ο Ματέις ντε Λιχτ, ο Πολ Πογκμπά, ο Μάρκο Βεράτι, ο Στέφαν ντε Βρι, ο Ράιαν Γκράβενμπερχ, ο Ίρβινγκ Λοθάνο, ο Ρόις Κιν, ο Αλέσιο Ρομανιόλι, ο Νουσαΐρ Μαζραουί και δεκάδες άλλοι -μεταξύ τους και οι δικοί μας, Κώστας Μανωλάς και Βαγγέλης Παυλίδης- ανησύχησαν λίγο. Αλλά όλα πήγαν καλά. Τότε.
Φευ, ο μανατζερικός τους “πατέρας” δεν θα συνεχίσει να φροντίζει για εκείνους. Οσο και οι σημερινοί και τωρινοί τον είχαν φτάσει πλέον να τζιράρει πάνω από 800.000.000 ευρώ μέχρι στιγμής. Ήταν πίσω από τον Νο1 αμιγώς ποδοσφαιρικό ατζέντη του κόσμου, τον Κονσταντίν Ντουμιτράσκου, που έχει 87 πελάτες με αξία κοντά στα 900.000.000 ευρώ. (Μεταξύ τους και οι Ν’γκολό Καντέ, Νεμάνια Μάτιτς, Έντισον Καβάνι, Φελίπε Κουτίνιο, Ντιμιτρί Παγιέ, Ντόουγκλας Κόστα…).
Αλλά είχε βάλει τα δυνατά του. Και κρατούσε πολύ γερά “χαρτιά” στα χέρια του (φυσικά και άσους στο μανίκι του…) για να τον ξεπεράσει. Όλους, τους είχε ξεπεράσει ήδη σε μοναδικό στιλ και απαράμιλλη καπατσοσύνη. Πιο cool μάνατζερ στον κόσμο από τον Μίνο -αλλά όχι ποδοσφαιρικός- παίζει να είναι μόνον ο… Jay Z. Διότι, αν δεν το ξέρετε, ο διάσημος ράπερ είναι και μάνατζερ 42 αθλητριών και αθλητών στην Αμερική.
Και ο ίδιος ο Ραϊόλα, ωστόσο υπήρξε τόσο μάνατζερ, όσο και showman. Όταν το όνομά του δε συζητιόταν για τους παίκτες του, πάντα θα έβρισκε τον τρόπο να το πετύχαινε αλλιώς. Για να τον αγαπά ο Τύπος -και για να κάνει “παιχνίδι” με ομάδες- είχε φτάσει να πει ότι η Ρόμα με τη Λάτσιο, αλλά και η Ίντερ με τη Μίλαν (σα να λέμε το νερό με το λάδι, δηλαδή), πρέπει να ενωθούν για να μπορούν να ανταγωνίζονται τη Γιουβέντους!
Ο άνθρωπος ντρίπλαρε με τις λέξεις καλύτερα κι από τον πιο ταλαντούχο πελάτη του. Με τις αιώνιες φόρμες του, τα στρογγυλά γυαλιά του και την κοιλιά-καμάρι του, ο “Δον Μίνο” λάτρευε τους προβολείς και είχε πασπαλίσει τον, συνήθως άχαρο, παρασκηνιακό και “αθόρυβο” ρόλο του ατζέντη με λίγη χολιγουντιανή χρυσόσκονη. Και, είτε τον λάτρευε κανείς είτε απλώς λάτρευε να τον μισεί, οφείλει τώρα να το παραδεχθεί: το πιάτο που σέρβιρε στο ποδόσφαιρο ήταν νόστιμο, ακόμη κι όταν δεν ήταν γκουρμέ…
Διαβάστε ακόμα: Μάικ Τάισον, ο άνθρωπος που έριξε στα σχοινιά το σκοτεινό του πεπρωμένο.