
Με τον πατέρα μου, το καλοκαίρι του 1978, λίγο πριν τη βάπτισή μου.
Δεν έχω ιδέα γιατί ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο. Άλλωστε, το Σαββατοκύριακο που πέρασε δεν έγινε κάτι συγκλονιστικά ξεχωριστό: πέρασα πολύ ωραία με τον γιο μου, κάναμε βόλτες, είδαμε φίλους του, μαγειρέψαμε παρέα, είδαμε ταινίες και διαβάσαμε βιβλία, φορέσαμε τις μπλούζες μας της Λίβερπουλ για το «αντίο» στον Γιούργκεν Κλοπ (αυτοί είμαστε!), τον έβαλα για ύπνο γιατί είχαμε πρωινό ξύπνημα τη Δευτέρα για το σχολείο. Κλασικά πράγματα.
Και μετά που είχε κοιμηθεί, έπεσε πάνω μου μια φωτογραφία από τα παλιά. Ή έπεσα εγώ πάνω της, δεν έχει σημασία. Μια φωτογραφία που είχα χρόνια να δω. Μια φωτογραφία από το καλοκαίρι του 1978, λίγες ώρες πριν τη βάπτισή μου, εγώ και ο πατέρας μου στο -τότε- εξοχικο μας στην Αγία Μαρίνα. Η μοναδική φωτογραφία που έχω μαζί του. Και ένιωσα να μου λείπει πάρα πολύ, πράγμα περίεργο.
Βλέπεις, με τον Δαμιανό δεν είχαμε μια κλασική σχέση πατέρα – γιου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν ποτέ ο ορισμός του κλασικού πατέρα. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν σχετικά μικρός, άρα από νωρίς η σχέση μας ακολούθησε έναν δρόμο μεταξύ κολλητών φίλων και «μεγάλου – μικρού» αδερφού. Δεν θυμάμαι ποτέ να με διάβασε, να με έβαλε για ύπνο, να ήρθε στις σχολικές γιορτές, να είδαμε παρέα μια ταινία στον καναπέ, να μου τα χώνει για τους κακούς βαθμούς μου στον έλεγχο στο γυμνάσιο. Όλα αυτά τα έκανε η μητέρα μου και τα έκανε τέλεια.
Βέβαια την ίδια ώρα τον θυμάμαι να με πηγαίνει στο γήπεδο (σε ματς της ΑΕΚ και του Πανιωνίου), να μου μαθαίνει μαζί με τους κολλητούς του τάβλι (δεν ήταν καλός, οι κολλητοί του ήταν), να γελάει δυνατά και να λέει ανάρμοστα αστεία με τους φίλους του όταν μαζευόμασταν να δούμε αγώνα ποδοσφαίρου, να μου δίνει τον ρόλο «υπεύθυνος ταμείου» στο μαγαζί το Σάββατο που είχε πολύ δουλειά, να καυλαντάει με πελάτισσες που όταν τον ρωτούσαν «ο γιος σας;» απαντούσε «ο μικρός μου αδερφός» και μου έκλεινε το μάτι, να με χαρτζιλικώνει στο λύκειο όταν είχα να βγω με κοπέλα και να μου λέει με αυστηρό ύφος «θα πληρώσεις εσύ, μην κάνεις καμιά μαλακία», να λέει ιστορίες του σε εμένα και τον κολλητό μου τον Γρηγόρη, να μην μπορεί να καταλάβει γιατί έδωσα 5.000 δραχμές το 1993 για να πάρω ένα εισιτήριο για τη συναυλία των Metallica στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης – «5.000 δραχμές; Πας καλά;», μου είχε πει κουνώντας απογοητευμένος το κεφάλι του.
Είπαμε, όχι κλασική σχέση πατέρα και γιου. Από τη μια ήταν φανταστικό ότι ήταν τόσο φίλος για εμένα και τους κολλητούς μου, από την άλλη ήταν λίγο περίεργο για έναν 14-15χρονο όλη αυτή η κατάσταση. Κι όμως, τα τελευταία 6,5 χρόνια, τον έχω μελετήσει πιο πολύ από ποτέ. Δηλαδή από τότε που έγινα κι εγώ μπαμπάς.
Όχι για να με συμβουλεύσει στο τι θα κάνω με τον Έλιοτ, θεωρώ ότι αυτά λειτουργούν σαν ένστικτα για τον καθένα και καθεμία, βγαίνουν από μέσα σου όταν έρθει αυτή η στιγμή που γίνεσαι γονιός. Αλλά, μεταξύ μας, ήθελα πολύ να ξέρω τι είχε στο μυαλό του. Τι ένιωσε όταν έγινε πατέρας κι αυτός, πώς διαχειρίστηκε κάποια πράγματα, αν φοβήθηκε, αν είχε άγχος, τι σκατά σκεφτόταν. Θα ήθελα να τον ρωτήσω τόσα πράγματα που δεν τον ρώτησα ως έφηβος, επειδή αυτό οι έφηβοι κάνουν – μαγκιά και σταρχιδισμό (και ναι, πώς τα αντιμετώπισε αυτά τα δύο μέσα του θα ήθελα να τον ρωτήσω).
Και ένας ακόμα λόγος που τον έχω μελετήσει τόσο πολύ είναι επειδή θεωρώ, και θέλω να πιστεύω, ότι θα ήταν πολύ χαζοπαππούς – τόσο με τον γιο μου, όσο και με τον ανιψιό μου. Όσο χαζομπαμπάς δεν ήταν στη ζωή του, θεωρώ ότι με τους μικρούς θα ταίριαζε γάντι: θα έλεγε τις ιστορίες του ως σοφός γέροντας, θα τους πήγαινε στο γήπεδο, θα τους μάθαινε τάβλι, θα τους έκανε στα κρυφά όλα τα χατίρια. Και θα έβριζε για το κόλλημά τους με τα video games, τα κινητά και έναν κόσμο που δεν θα μπορούσε να καταλάβει. «Εγώ στην ηλικία σας…», θα τους έλεγε κι εγώ από μια γωνία θα γελούσα.
Ναι, όπως είπα, δεν έχω ιδέα γιατί ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο. Ίσως επειδή δεν πρόλαβα να του πω κάποια πράγματα που ήθελα. Ίσως επειδή, ως έφηβος, του είχα «πουλήσει» πολύ ύφος μαγκιά επειδή δεν ήταν στο σπίτι. Απλά ξέρω ότι μου λείπει και τα τελευταία χρόνια τον έχω μελετήσει αρκετά. Κοίτα να δεις πόσο σε επηρεάζει μια φωτογραφία…
Διαβάστε ακόμα: Για έναν πατέρα που «έφυγε»