«Καθώς πλησιάζαμε στο Ground Zero με μαγνήτισε ένα ιριδίζον μπλε, αναμεμειγμένο με τη σκόνη και το φως των προβολέων: φωτοβολούσε μέσα στη νύχτα, δημιουργώντας μια γαλάζια δέσμη, απομεινάρι μιας βιβλικής καταστροφής».

Τον Σεπτέμβριο του 2001 βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη. Μόλις είχα εξασφαλίσει μια υποτροφία από το ίδρυμα «Rutgers Center Innovative Print & Paper» ‒ένα κέντρο καλλιτεχνικής τυπογραφίας που προωθεί διάφορες καινοτόμες δημιουργίες. Η δική μου υποτροφία αφορούσε στη δημιουργία ενός artist book/ημερολογίου που είχε τον τίτλο «The Black Dress» και ως θέμα μια Νεοϋορκέζα, η οποία αντανακλούσε φωτογραφικά μέσα από διάφορα πορτραίτα άλλων γυναικών της πόλης. «Τρέχαμε» το πρότζεκτ μαζί με μια καλή φίλη και φωτογράφο, την Φράνσις, η οποία με φιλοξενούσε εκείνη την εποχή στο σπίτι της, στο Νιου Τζέρσεϊ. Έμενε στην περιοχή Highland Park, μια ήσυχη εβραϊκή γειτονιά που «πουλούσε» σε τιμή ευκαιρίας το αμερικανικό όνειρο. Κουκλίστικα σπιτάκια, καταπράσινοι κήποι, άνετοι δρόμοι, πάρκα, ένα εβραϊκό «Pleasantville»…

Το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου με βρήκε στο σπίτι της Φράνσις να ετοιμάζω βαλίτσες για την επιστροφή. Κάποιες ανεκπλήρωτες εκκρεμότητες με καλούσαν πίσω στην Αθήνα κι εκείνη την ημέρα θα πετούσα από το αεροδρόμιο του Νιούαρκ. Πριν από κάθε ταξίδι είχαμε καθιερώσει ένα «τελετουργικό» με την Φράνσις. Ένα έθιμο, το οποίο μας είχαν «κληροδοτήσει» τα κοινά μας χρόνια στη Μόσχα ‒όταν «τρέχαμε» μια άλλη καλλιτεχνική δουλειά. Οι Ρώσοι, κάθε φορά που ετοιμάζονται για ένα ταξίδι, κάθονται, λίγο προτού αποχωρήσουν από το σπίτι, για δύο λεπτά στον καναπέ δίχως να μιλούν καθόλου. Είναι ένα είδος αποχαιρετισμού στην οικία, με σκοπό να αποκτήσουν τη συναίσθηση ότι, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους, βρίσκονται πλέον κάπου αλλού. Μας άρεσε ως φιλοσοφία, κι έτσι συχνά πυκνά το υιοθετούσαμε όποτε ταξίδευε ένας από τους δύο.

Στα μπαρ κάρτες σε συμβούλευαν: «Don’t stay hungry, angry, lonely, tired». Αυτό είναι το τετράπτυχο που μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στην παράλογη βία.

Ενώ καθόμασταν αμίλητοι στον καναπέ την απόλυτη σιωπή διέκοψε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή. Ήταν μια παλιά συσκευή, από εκείνες που είχαν ακόμα κασέτα, όπου μπορούσες να ακούσεις live το μήνυμα αυτού που σε καλούσε την ώρα που το άφηνε. Ακούσαμε τη φωνή του πατέρα της Φράνσις. Ήταν επιζών του Ολοκαυτώματος, ένας σκληρός άντρας που δεν έπαιρνε τηλέφωνα για ψύλλου πήδημα. «Είστε εκεί; Φράνσις, έφυγε ο Κρις; Ανοίξτε την τηλεόραση. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έχει συμβεί!». Η φωνή του έδειχνε άγχος και φόβο. Κοιταχτήκαμε ακίνητοι.

Εκείνες τις εβδομάδες

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος εκείνες τις ημέρες στη Νέα Υόρκη.

Ανοίξαμε την τηλεόραση, κανένα κανάλι δεν εξέπεμπε ‒μόνο το PBS. Από κάτω έτρεχε ένα κρόουλ που έλεγε «Πιθανολογούμενο τρομοκρατικό χτύπημα». Για μερικά δευτερόλεπτα μείναμε «παγωμένοι». Λίγα λεπτά αργότερα είδαμε live το δεύτερο αεροπλάνο να προσγειώνεται πάνω στους Δίδυμους Πύργους. Έτρεξα να πάρω το κινητό. Νεκρό. Το ίδιο και το σταθερό. Μπήκαμε στο internet. Το δίκτυο είχε πέσει. Η Φράνσις κατάφερε τελικά να επικοινωνήσει μέσω του «TelNet», του δικτύου του πανεπιστημίου, όπου μπορούσες ακόμα να στείλεις email. Μέχρι που, λίγο αργότερα, χάθηκε κι εκεί το σήμα. Την πρώτη μέρα μείναμε κολλημένοι στον καναπέ δίχως τηλεόραση, internet, τίποτα. Ήταν μια αίσθηση πλήρους χάους –ειδικά για όσους δεν είχαν καλωδιακή όπως εμείς.

Την επομένη σιγά σιγά άρχισαν να λειτουργούν οι επικοινωνίες και τότε κατάλαβα ότι το ταξίδι της επιστροφής μου ήταν ανέφικτο. Είχαν κλείσει τούνελ, γέφυρες, παντού στρατός… Αργότερα, μάθαμε ότι τα δύο αεροπλάνα, αυτά που έπεσαν σε Πεντάγωνο και Πενσιλβάνια, είχαν απογειωθεί από το Νιούαρκ, το αεροδρόμιο απ’ το οποίο θα πετούσα κι εγώ!

Τη δεύτερη μέρα μείναμε κλεισμένοι στο σπίτι παρακολουθώντας από το παράθυρο τα μαχητικά των Αμερικανών, που εκτελούσαν πτήσεις επιτήρησης σε πολύ χαμηλά ύψη, σχεδόν πάνω από τις σκεπές των σπιτιών. Ο τρόπος που αντιλαμβανόσουν την όλη κατάσταση ήταν διαμεσολαβημένος αποκλειστικά από τα μέσα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις βάσιζαν τις πληροφορίες τους σε ένα νεφέλωμα από φήμες και αβάσιμες ιστορίες. Προσωπική εικόνα δεν είχαμε τις πρώτες μέρες. Ήμασταν επί της ουσίας αποκλεισμένοι στα σπίτια μας, μπρος στο φόβο των αρχών για εκρήξεις παράλογης βίας.

Η μαζική ψυχολογία απασχόλησε πολύ τους Αμερικανούς εκείνες τις πρώτες ώρες. Στην περιοχή της Νέας Υόρκης μαθαίναμε ότι οι προσπάθειες όλων είχαν βασιστεί στη διάσωση. Η καθημερινότητα είχε «παγώσει» ολοκληρωτικά. Θυμάμαι ένας φίλος ψυχίατρος πάλευε καθημερινά να δει τους ασθενείς του, ανθρώπους που χρειάζονταν την υποστήριξή του, μιας και ήταν πιθανό να κάνουν κακό είτε σε κάποιον είτε στον εαυτό τους, και δεν μπορούσε να διαπεράσει τα «αμυντικά» φίλτρα που είχαν αναπτυχθεί στην πόλη.

Παντού υπήρχαν οχήματα του στρατού, η πρόσβαση ήταν αδύνατη σε πολλά σημεία. Ταυτόχρονα, στο internet άκουγες ό,τι μπορείς να φανταστείς. Κυκλοφορούσε μάλιστα ευρέως ένα email που έλεγε: «Καλησπέρα, είμαι ο τάδε, δεν με ξέρετε, αλλά πρέπει να ακούσετε αυτό που έχω να πω. Σήμερα η μητέρα μου πήγε στο σουπερμάρκετ και μπροστά της ήταν ένας μουσουλμάνος, ο οποίος, φτάνοντας στο ταμείο, του έλειπαν 25 σεντς. Η μητέρα μου προσφέρθηκε να του τα δώσει κι εκείνος έφυγε δίχως να την ευχαριστήσει. Την περίμενε, όμως, έξω και της είπε: Για να σε ευχαριστήσω για αυτό που έκανες θα σου αποκαλύψω κάτι. Για την επόμενη εβδομάδα μην πίνεις αναψυκτικά ούτε εσύ ούτε η οικογένειά σου…» Απίστευτα πράγματα.

Στις αγρυπνίες του Highland Park, έβλεπες από τη μια ανθρώπους να κλαίνε κρατώντας λαμπάδες και παραδίπλα άλλους να κραδαίνουν καραμπίνες ζητώντας εκδίκηση.

Τις επόμενες μέρες το κυβερνητικό «εμπάργκο» χαλάρωσε, τα τούνελ και οι γέφυρες άνοιξαν, ο κόσμος δειλά-δειλά βγήκε από τα σπίτια του. Αποφασίσαμε με την Φράνσις να επισκεφτούμε το Ground Zero, εκεί όπου κάποτε έστεκαν περήφανα οι Δίδυμοι Πύργοι. Στη διαδρομή έβλεπα στους τοίχους κολλημένες λευκές σελίδες που έγραφαν «Συρία», «Αφγανιστάν», «Λιβύη», «Iράν», «Υεμένη» και δίπλα είχαν ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ποιος το είχε κάνει; Στα μπαρ κάρτες σε συμβούλευαν να μην μένεις ποτέ μόνος, να τρως καλά, να επικοινωνείς με ειδικές συμβουλευτικές γραμμές αν νιώθεις οργή ή είσαι κουρασμένος. «Don’t stay hungry, angry, lonely, tired». Αυτό είναι το τετράπτυχο που μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στην παράλογη βία…

Όταν φτάσαμε έως το σημείο που επιτρεπόταν, δυο τρία τετράγωνα από την περιοχή του Ground Zero, αυτό που αντίκρισα ήταν κάτι το εκπληκτικό. Καθώς πλησιάζαμε με μαγνήτισε ένα ιριδίζον μπλε, αναμεμειγμένο με τη σκόνη και το φως των προβολέων: φωτοβολούσε μέσα στη νύχτα, δημιουργώντας μια γαλάζια δέσμη, απομεινάρι μιας βιβλικής καταστροφής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα. Ούτε τα συναισθήματα όταν, μέρες αργότερα, πηγαίνοντας στις αγρυπνίες του Highland Park, έβλεπες από τη μια ανθρώπους να κλαίνε κρατώντας λαμπάδες και παραδίπλα άλλους να κραδαίνουν καραμπίνες ζητώντας εκδίκηση. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ξένος στη Νέα Υόρκη, μια πόλη που, παρότι έχει τον τρόπο της να σε αγκαλιάζει, τότε έμοιαζε να είχε χάσει ένα κομμάτι της ψυχής της. Έπειτα από 25 μέρες ήμουν πίσω στην Αθήνα.

Φωτογραφίες: Χρήστος Χρυσόπουλος

«Στο Ground Zero, εκεί όπου κάποτε έστεκαν περήφανα οι Δίδυμοι Πύργοι…»

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top