O Νίκος Πουλαντζάς, στρατευμένος κομουνιστής ενόσω το κόμμα ήταν παράνομο, ανακαλύπτει τον Λούκατς και τους κλασικούς του μαρξισμού, διαβάζοντας Σαρτρ.

    Μπορεί να ακουστεί περίεργο, αλλά το να διαβάσεις Πουλαντζά σήμερα σχεδόν επιβάλλεται. Ως νεομαρξιστής θεωρητικός του Κράτους, η προσφορά του είναι ανεκτίμητη και το κενό που άφησε στην πολιτική θεωρία που προσπαθούσε να συγκροτήσει παραμένει δυσαναπλήρωτο. Γιατί αντιπροσωπεύει την πλέον ολοκληρωμένη απόπειρα στοχασμού της πολιτικής εξουσίας έξω από μηχανιστικές θεωρήσεις. Το Κράτος δεν είναι ένα απλό εργαλείο των κυρίαρχων τάξεων. Είναι ένα συγκρουσιακό πεδίο όπου οργανώνονται ανασυνθέτονται, καταστρώνονται οι στρατηγικές του συνασπισμού εξουσίας.

    Αυτό το μπλοκ δεν είναι μονολιθικό. Πρέπει να το δούμε μέσα από την ποικιλία και τη συμπλοκή των διοικητικών, νομικών, πολιτιστικών, παιδευτικών, κατασταλτικών, ιδεολογικών μηχανισμών του. Ενσωματώνοντας τις διαισθητικές προσεγγίσεις των Foucault και Deleuze, ο Πουλαντζάς μας καλεί να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο εγγράφονται οι λαϊκοί αγώνες στην καρδιά του Κράτους.

    Όσοι τον γνώριζαν μιλούν για έναν άνθρωπο σχεδόν δισυπόστατο.

    Γεννημένος στην Αθήνα στις 21 Σεπτεμβρίου του 1936, με μπαμπά διακεκριμένο δικηγόρο και γραφολόγο, μεγαλωμένος στην οδό Βερανζέρου, ο Νίκος Πουλαντζάς, στρατευμένος κομουνιστής ενόσω το κόμμα ήταν παράνομο, ανακαλύπτει τον Λούκατς και τους κλασικούς του μαρξισμού, διαβάζοντας Σαρτρ. Σπουδάζει Φιλοσοφία του Δικαίου στα πανεπιστήμια του Μονάχου και της Χαϊλδεβέργης. Το 1960, εγκαθίσταται στη Γαλλία, παίρνει το διδακτορικό του πέντε χρόνια αργότερα και παντρεύεται τη φιλόσοφο και δυναμική εκπρόσωπο του γυναικείου κινήματος Αννί Λεκλέρ, με την οποία απέκτησαν μια κόρη το 1971.

    Και διδάσκει κοινωνιολογία στην περίφημη Vincennes σε γεμάτα αμφιθέατρα και κλίμα χαλαρό. Για τους εκατοντάδες φοιτητές του που τον λατρεύουν είναι σταρ. Σ’ αυτήν «την αυλή των θαυμάτων» τον πλαισιώνει ολόκληρη ομάδα Ελλήνων καθηγητών: Τσουκαλάς, Δημάδης, Ράμφος, Ζουράρις, Βεργόπουλος, Θεοδωρίδης, Θεοφιλόπουλος –η διάδοχη γενιά του Ματαρόα. Την περίοδο 1965-1972 έγινε υπεύθυνος ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS). Από το 1977 έως το θάνατό του υπήρξε υπεύθυνος του εκδοτικού οίκου Hachette για βιβλία πολιτικού περιεχομένου. Αποδεχόμενος την πρόσκληση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, συμμετείχε στις εργασίες για τη σύνταξη του νόμου για τα ΑΕΙ.

    Ήταν πεπεισμένος πως «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός».

    Όσοι τον γνώριζαν μιλούν για έναν άνθρωπο σχεδόν δισυπόστατο. Ήταν εργασιομανής και μπορούσε να κλείνεται επί ώρες στο γραφείο του μέσα σε στοίβες βιβλίων και σύννεφα καπνού, αφού κάπνιζε αρειμανίως. Ωστόσο, όταν σταματούσε τη δουλειά, έβλεπε φίλους, έβγαινε βόλτες, άκουγε μουσική. Το βροντερό του χαμόγελο, το χιούμορ και η ζεστασιά του είναι μια ανάμνηση που διατηρούν όλοι οι φίλοι του.

    Το 1969 κάνει αισθητή την παρουσία του με το Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Σταδιακά, εγκαταλείπει τον υπαρξισμό για τον δομικό μαρξισμό του Αλτουσέρ. Μόνο για λίγο. Είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει τη δική του πορεία, σαφώς μαρξιστική αλλά πέρα από τις πλάνες του σταλινισμού. Έκτοτε και ώς την αυτοχειρία του, ο Πουλαντζάς θα αφοσιωθεί στη μελέτη της ιδιοτυπίας του πολιτικού, πεπεισμένος ότι «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός» και πως ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτόν περνάει μέσα από την κατανόηση του τι εστί «Κράτος». Η σκέψη του τρέφεται από την ανάγνωση του Γκράμσι, τη σοβαρή γνώση του στρουκτουραλισμού και της ψυχανάλυσης, την προσεκτική παρατήρηση των συγκυριών και έναν αδιάκοπο διάλογο με τις πολιτικές οργανώσεις και τα συνδικάτα.

    Ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει τη δική του πορεία, σαφώς μαρξιστική αλλά πέρα από τις πλάνες του σταλινισμού.

    Συμμετέχει στα ελληνικά πολιτικά δρώμενα ως μέλος της νεολαίας της ΕΔΑ και του ΚΚΕ Εσωτερικού αλλά, κυρίως, ως αδέσμευτος στην ουσία διανοητής, με πλούσια αρθρογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά (Τα Νέα, Η Aυγή, ΑΝΤΙ, Ο Πολίτης). Έγραφε: «Η ελληνική εργατική τάξη δεν έχει υψηλό επίπεδο συνείδησης. Στην Ελλάδα, δύσκολα θα βρείτε μια οικογένεια που να είναι εργάτες και ο πατέρας και ο γιος. Η κοινωνική κινητικότητα προς τη μικροαστική τάξη είναι πολύ μεγάλη. Ορισμένοι από την εργατική τάξη γίνονται μικροαστοί, μεταναστεύουν και γίνονται πράκτορες της μεγαλοαστικής τάξης. Έρχονται στο Λονδίνο και εργάζονται για τις ναυτιλιακές εταιρείες ή πάνε στην Αμερική. Αυτή η αδυναμία της εργατικής τάξης δεν είναι άσχετη με τις επιτυχίες που σημειώνει σήμερα στην Ελλάδα ο δογματισμός».

    Ακριβώς επειδή ο Πουλαντζάς είχε ενεργό πολιτική παρουσία και δραστηριότητα, τοποθετώντας τον εαυτό του σε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «αριστερό ευρωκομουνιστικό ρεύμα», ρεύμα που σαρώθηκε μαζί με τ’ άλλα με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, διεκδικείται με τίτλους ιδιοκτησίας από σημερινές πολιτικές ομάδες και τάσεις, όπως επιχείρησε να τον ιδιοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015.

    Το θεωρητικό του έργο είχε επιφέρει βαθύτατες και αγεφύρωτες ρωγμές στο επίσημο και θεσμοποιημένο θεωρητικό οικοδόμημα του «μαρξισμού-λενινισμού». Διατάραξε βεβαιότητες, ανέτρεψε εφησυχασμούς, διέβρωσε εμπεδωμένους δογματισμούς και συνέβαλε όσο κανείς άλλος ώστε να διαμορφωθούν νέες αντιλήψεις για το κράτος και το ρόλο του. Το τελευταίο του βιβλίο, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πολιτική του διαθήκη. Διότι σ’ αυτό αποδέχεται ρητώς ότι η ιστορία δεν έχει, επί του παρόντος, δώσει εμπειρικά παραδείγματα δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό.

    Στις 3 Οκτωβρίου του 1979, ο Νίκος Πουλαντζάς πήδηξε από τον 13ο όροφο της πολυκατοικίας που έμενε στο Παρίσι. Ο στενός του φίλος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς βρισκόταν μαζί του. Διηγείται πως «ο Νίκος άρχισε να πετάει τα βιβλία του από το παράθυρο, λέγοντας πως ό,τι είχε γράψει δεν άξιζε τίποτα, ότι είχε αποτύχει στην θεωρητική του αναζήτηση, και μετά απ’ αυτό πήδηξε. Υπάρχει επομένως σίγουρα μια αίσθηση προσωπικής αποτυχίας. Αλλά κανείς ποτέ δεν θα μάθει, είναι μία ανεξήγητη τραγωδία…»

    Τα θεμελιώδη προβλήματα που έθεσε γύρω από την εξουσία και το κράτος παραμένουν επίκαιρα μολονότι απαιτούν νέες θεωρήσεις και προσεγγίσεις.

    Στις 3 Οκτωβρίου του 1979, ο Νίκος Πουλαντζάς πήδηξε από τον 13ο όροφο της πολυκατοικίας που έμενε στο Παρίσι. Ο στενός του φίλος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς βρισκόταν μαζί του.

    Όπως παρατήρησε ο καθηγητής στο Λονδίνο Βασίλης Καπετανγιάννης, η προσπάθεια του Πουλαντζά να λύσει τον «γόρδιο δεσμό» της μαρξιστικής θεωρίας, την άποψη δηλαδή περί πρωταρχικότητας της οικονομικής βάσης έναντι των άλλων «επιπέδων» του εποικοδομήματος του κλασικού μαρξισμού, απέτυχε, παρά την εκλεπτυσμένη και συνεπή χρήση του εννοιολογικού του οπλοστασίου. Ο ίδιος παραδεχόταν πως, αν αφαιρέσει κανείς την άποψη ότι η οικονομία είναι «σε τελευταία ανάλυση» η προσδιοριστική των άλλων σφαιρών, τότε ο μαρξισμός μένει μετέωρος.

    Ασφαλώς, οι ραγδαίες εξελίξεις που επακολούθησαν και οι μεταβολές στην οικονομική και πολιτική οργάνωση των δυτικών κοινωνιών, οι αλλαγές στο ρόλο του κράτους και μια σειρά από άλλα φαινόμενα, με αποφασιστικής σημασίας τις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης που έχουν αναδιατάξει τις σχέσεις ισχύος και συνεργασίας μεταξύ των κρατών ήταν αδύνατο φυσικά να προβλεφθούν από τον Πουλαντζά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θεωρητική του προσφορά έχει αχρηστευτεί. Κάθε άλλο. Τα θεμελιώδη προβλήματα που έθεσε γύρω από την εξουσία και το κράτος παραμένουν επίκαιρα μολονότι απαιτούν νέες θεωρήσεις και προσεγγίσεις. Και το κυριότερο: πάντα θα χρειαζόμαστε μεθυσμένους από ιδέες ανθρώπους για μια καλύτερη κοινωνία.

     

    Υστερόγραφο: Το 1980, ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Άλκης Αλκαίος αφιέρωσαν στη μνήμη του το τραγούδι τους Κακόηθες Μελάνωμα. Περιέχεται στον δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου Εμπάργκο, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1982.

     

    Διαβάστε ακόμα: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Ιδανικός κι ανάξιος εραστής.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top