
Ο Νιόνιος και το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» από τις εκδόσεις Πατάκη.
Τους τελευταίους μήνες έγραφα ένα βιβλίο για τον κορυφαίο Κύπριο καραγκιοζοπαίχτη Χριστόδουλο Αντωνιάδη Πάφιο, ένα δοκίμιο που ουσιαστικά αποτελεί υπομνηματισμό στο ηρωικό (και ονειρικό) και πένθιμο άσμα του Διονύση Σαββόπουλου με τίτλο «Σαν τον Καραγκιόζη», που κυκλοφόρησε το 1974 σε δισκάκι συλλεκτικό, μαζί με άλλο ένα τραγούδι, που είχε τίτλο: «Για την Κύπρο».
Την περασμένη βδομάδα, μόλις ολοκληρώθηκε το βιβλίο μου, αποφάσισα να το γιορτάσω με μια βόλτα στην Πολιτεία (στο βιβλιοπωλείο), και ασφαλώς προμηθεύτηκα την αυτοβιογραφία του Σαββόπουλου, την τετραπέρατη αφήγηση με τίτλο Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα, που τη διάβασα μέσα σε μερικές ώρες σήμερα το πρωί, Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου 2025, και τώρα ανοίγω το λάπτοπ, και γράφω εν θερμώ το τρέχον σημείωμα.
Για να μη με παρασύρει η υψηλή θερμοκρασία, για να μην καώ στην προσπάθεια να εκφράσω την ερωτική σχέση με τη ζωή και το έργο αυτού του ανθρώπου, καταφεύγω σε ένα από τα σημαντικότερα, μπορεί και το σημαντικότερο κείμενο που έχω υπόψιν για τον Σαββόπουλο, που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία την 1η Φεβρουαρίου 2004, με τίτλο «Επίσκεψη στον Σαββόπουλο», διά χειρός Ευγένιου Αρανίτση.
«Ο Σαββόπουλος», γράφει ο Αρανίτσης, με μιαν ομολογία πίστεως που θα ήθελα να είναι δική μου, «υπήρξε ο μεγάλος μου έρωτας πολύ πριν αντιληφθώ τον χαρακτήρα της ελληνικής “ιδιαιτερότητας”. Σήμερα, προσπαθώντας να υπολογίσω τι απέμεινε απ’ αυτόν τον έρωτα, διαπιστώνω, σχεδόν με έκπληξη, ότι βρίσκονται όλα εκεί, άθικτα. Αισθάνομαι ότι η αντοχή τους παρακολουθεί την ανάπτυξη ενός μέρους του εαυτού μου, στο οποίο φιλοξενείται η εσωτερική ηχώ αυτής της μουσικής σαν προάγγελος μιας εξαιρετικής και θαυματουργού σημασίας. Έχει μέσα μου τη φωλιά της, κάπου στο ηλιακό πλέγμα ή, πιθανόν, επάνω απ’ το συκώτι. Αν μιλάμε για συγκίνηση, παραμένει αμείωτη».

Ο Νιόνιος της συγκίνησης.
Η δική μου συγκίνηση φοβάμαι ότι αυξάνεται κιόλας, μεγαλώνει αδίστακτα, σαν την καμπούρα ή τη (φαλλική) χερούκλα του Καραγκιόζη, αρχής γενομένης από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ακούγαμε τον Σαββόπουλο σε κάτι πειρατικές κασέτες από τη φοιτητική ζωή του πατέρα μου στην Αθήνα, που ύστερα έγιναν σι ντι, τελευταία λέξη της τεχνολογίας, το πρώτο εκ των οποίων, το πρώτο που αγοράσαμε με τον αδελφό μου, το έχω και τώρα εδώ, είναι το αριστούργημα με τίτλο Δέκα χρόνια κομμάτια.
Αν ο τίτλος αυτός δεν ήταν τόσο ιδιοφυής, αν δεν περιέγραφε τόσο αριστοτεχνικά τη συναρμολόγηση της δεκαετίας 1965-1975, που την επιτελεί ο Σαββόπουλος με έντεκα ενωτικές εντολές (εννοώ: ευχές), θα πρότεινα την αντικατάστασή του με έναν άλλον, και ενδεχομένως πλατύτερο, ως εξής: Η αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής. Αλλά αυτός εδώ ο τίτλος, ασφαλώς του Ν.Γ. Πεντζίκη, ίσως περιγράφει ολόκληρο το έργο (και τη ζωή) του Σαββόπουλου, την αποκατάσταση της ενότητας των Ελλήνων, το εσωτερικό και ψυχικό τοπίο της πιο κοινής μας συγκίνησης.
«Αυτή η πρωτοφανής και ανεπανάληπτη σύνθεση των αντιθέτων», γράφει πάλι ο Αρανίτσης, «υπήρξε εξαρχής το ψυχικό προφίλ του Σαββόπουλου και, μεταδοτικώς, των ακροατών του. Κατ’ ουσίαν, αυτός είναι ο καλλιτέχνης με τον οποίο τελειώνει ο Εμφύλιος, όχι ο Θεοδωράκης. Ανατολή και Δύση, λαϊκή μουσική και ροκ, συναντήθηκαν δίχως ρωγμές. Όλες ανεξαιρέτως οι όψεις του γεγονότος (φωνή, χροιά, στίχος, μελωδία, ρυθμός, σκηνική παρουσία, θεραπευτική επιρροή στο κοινό) οργανώθηκαν γύρω από κάτι αξεδιάλυτο και μοναδικό. Χάρη σ’ αυτή την αδιευκρίνιστη δύναμη, στην καρδιά της οποίας ο Σαββόπουλος έχει το στρατηγείο του, τα τραγούδια εκτίθενται στο φως μιας υπαρξιακής λειτουργίας απέναντι στην οποία η ηλικία και η επανάληψη μένουν καθαρά εξωτερικές».

Ο Νιονιος της γιορτής.
Το γεγονός ότι οι Έλληνες κατάφεραν να ανανεώσουν τον διχασμό, και μάλιστα, κατά την τελευταία δεκαετία, με συχνή αφορμή τον ίδιο τον Σαββόπουλο, λέει πολλά για τους Έλληνες, αλλά τίποτα για εκείνον. Το θέτει ωραία ο Διονύσης Μαρίνος, στο τέλος γενέθλιου χαιρετισμού προς τον τραγουδοποιό, στις 2 Δεκεμβρίου 2024, εδώ στο Andro.
Το επ’ εμοί, αυτή την ίδια δεκαετία, 2015-2025, δέκα χρόνια σκόνη και θρύψαλα, έχω συνηθίσει ν’ ακούω τα τραγούδια του με την αίσθηση μιας απέραντης μοναξιάς, σαν παυσίλυπα και ξόρκια παραμυθίας, και ταυτόχρονα σαν επιθανάτιους σπασμούς ενός εγκάρδιου κι ερωτευμένου πληθυντικού, που το πλήθος κατάφερε να τον ξηλώσει στους θαλάμους αερίων των σόσιαλ μίντια και στις πλατείες της εφηβικής μας μνησικακίας.
Προηγουμένως, τον καιρό μιας ετοιμόρροπης αλλά ακμαίας αθωότητας, είδα για πρώτη φορά τον Σαββόπουλο live, κατά τον Σεπτέμβριο του 2002, σε συναυλία που έδωσε στη Λευκωσία, στην Πλατεία Ελευθερίας, με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, σε μια διπλή ημέρα (και νύχτα) γιορτής, καθότι τότε είχα μόλις απολυθεί από τον στρατό και είχα ήδη βγάλει και τα εισιτήρια για τις σπουδές και την υπόλοιπή μου ζωή στην Αθήνα.
Η ειρωνεία είναι ότι η ζωή μου λίγο έλειψε να τελειώσει εκείνο το βράδυ, όταν με πήρε ο ύπνος στο τιμόνι, καθοδόν από την πρωτεύουσα για την Πάφο, και το αμάξι έγινε χίλια κομμάτια, αλλά ο φίλος συνοδηγός Γιάννης Σακέλλης κι εγώ βγήκαμε αλώβητοι, το ίδιο και ο πληθυντικός, που ψευδαισθητικά ίσως τον νομίζαμε ακέραιο και ανίκητο.
Τη ρωγμή, πιθανώς αθεράπευτη, τη διέκρινα το έτος 2008, σε μουσική σκηνή της Αθήνας, όταν ο Σαββόπουλος έπαιζε με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, και η αίθουσα έμοιαζε χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα. Για εμένα, αυτή ήταν η τελευταία παράσταση. Την ίδια χρονιά η Αθήνα πήρε φωτιά, οπότε αποσύρθηκα στο γραφείο, με το λευκό μου σεντονάκι, λάμπα μου τρελή κτλ. Κατά βάθος, πιστεύω ότι όλα έχουν οριστικά λήξει.
Ξαφνικά, όμως, ο Σαββόπουλος γράφει (προφορικά) τη βιογραφία του, και μας σηκώνει πάλι στην πλάτη, φίλους κι εχθρούς, και μας ενώνει ξανά, επειδή μας σκεπάζει με τον ανάλαφρο και γενναιόδωρο ίσκιο της χαράς και της χάριτος. «Το πρόγραμμα», λέει ο μέγας Νιόνιος εδώ, και θεραπεύει τη μελαγχολία μου, «τελειώνει υποχρεωτικά με τραγούδια κοινής συγκινήσεως». Αυτή η υποχρεωτική συνθήκη με λυτρώνει απόψε.
Πρόκειται για μια προφητεία και υπόσχεση, για την έσχατη ενωτική εντολή: «Δεν χανόμαστε εμείς. Άσε που και να χαθούμε, θα ανταμώσουμε εκεί πάνω, να κοιμόμαστε και να κοιμόμαστε, και ένα εγερτήριο να έχουμε μονάχα: το σάλπισμα της γιορτής».
Το αγαπημένο μου τραγούδι του Σαββόπουλου (αν είναι ποτέ δυνατόν να διαλέξει κανείς), περισσότερο κι από τον Καραγκιόζη, κι από τους χορούς, κι από τη Συννεφούλα, ακόμα κι από το Ζεϊμπέκικο (κτλ. κτλ.), είναι εκείνο το θριαμβευτικό «Ολαρία ολαρά», συγκεκριμένα οι στίχοι που λένε: Θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, / θα ’ναι όλη η παλιά μας συντροφιά / και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι / και την πιο πικρή γουλιά.
Έτσι αστράφτει από χαρά το κορίτσι μου, και η αρμένικη επίσκεψη του Αρανίτση τελεσφορεί μετ’ έρωτος και στοργής, και με πάσαν ακρίβεια: «Συνηθίζουν να λένε ότι ο Σαββόπουλος υπήρξε “τραγουδοποιός”, όχι συνθέτης. Περίεργο! – να αρνούνται τον τίτλο του συνθέτη σε κάποιον που πέτυχε να συνθέσει τα διεστώτα όσο άλλος κανείς…»
Πάντως, δεν θα πειράξει τον Αρανίτση (ούτε τον Σαββόπουλο), αν προσθέσω και στους δύο αυτούς τίτλους τιμής έναν τρίτο, μπορεί τον μακρύτερο, ώστε να χαιρετίσω τον μεγάλο καλλιτέχνη, ενώπιος ενωπίω, ως ενοποιό. Τον ευχαριστώ με αγάπη, μάλιστα στον πληθυντικό, εκ μέρους όλων μας. Ο Θεός να τον έχει καλά.

O Nιόνιος με τα Μπουρμπούλια.
Υστερόγραφο: Αν δεν κάνω λάθος, αυτή είναι η πρώτη φορά που γράφω στη στήλη των Extraordinary Gentlemen για έναν άνθρωπο που βρίσκεται εν ζωή – και μακάρι να βρίσκεται εν ζωή για πολλά χρόνια ακόμη.
Υστερόγραφο ΙΙ: Απόψε, 20 Ιανουαρίου 2025, μαθαίνω ότι στον Άγιο Θεράποντα, εδώ στου Ζωγράφου, έχουμε αγρυπνία επί τη ιερά πανήγυρη της εικόνας της Παναγιάς της Παραμυθίας. Για φαντάσου.
Διαβάστε ακόμα: Ο Στέλιος Καζαντζίδης και το μυστήριο της λαϊκής αριστοκρατίας.