Ο Ρουμί όπως απεικονίζεται σε φύλλο από χειρόγραφο. 17ος αιώνας, Μουσείο Τοπ Καπί.

Όσοι με διαβάζουν με κομμένη την ανάσα (ξέρετε ποιοι είστε – και είστε αμέτρητοι) θα θυμούνται ότι οι Extraordinary Gentlemen ετοιμάζονται να ρίξουν αυλαία μαζί με τον Μάιο. Οι μέρες, ας πούμε, της αφθονίας τους είναι μετρημένες. Επίσης: όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Ωστόσο, και πάνω απ’ όλα: τα καλύτερα έρχονται. Καταλαβαίνετε.

«Τας ημέρας εκείνας», που λέτε, «είχε διορισθή νέος αστυνόμος», ενδεχομένως εγώ εν ετέρα μορφή: There’s a new sheriff in town! «Διά να δείξη τον ζήλον του, διέταξε να κλείση το καφενείον, την νύκτα εκείνην. Αύριον ή μεθαύριον θα επέτρεπε πάλιν να μένει ανοικτόν. Αλλ’ η νυξ εκείνη είχε πέσει εις τον λαχνόν, ήτο πεπρωμένη νυξ».

Αυτά γράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ωραιότερο αθηναϊκό κείμενο όλων των εποχών – και όλοι ξέρουμε, βέβαια, ότι το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.

«Ο καλός κλήτωρ ενθυμείτο τας συμβουλάς του συναδέλφου του. Ανάγκη να βιάσει τον καφετζήν να κλείση. Δεν επετράπη εις τον βοηθόν να μείνη εντός, διά να μη σηκωθή και ανοίξη εις όσους ήτο πιθανόν να έλθουν να κρούσωσι την θύραν.

»Δεν επετράπη εις τον Δερβίσην, τον ανέστιον, τον πλάνητα, να μείνη, επί τη προφάσει ότι έπαιζε το νάι, κ’ εμάζωνε κόσμον, και δεν άφηνε τους γείτονας να κοιμηθούν. Ο Δερβίσης με το σαρίκι του, με τον τσουμπέν του, με τον δουλαμάν του, επήρε το τσιμπούκι του, το νάι του, κ’ έφυγε.

»Πού να υπάγη; Έκαμεν ολίγα βήματα ασκόπως, πέριξ του καφενείου. Παρέκει ήτο η σήραγξ. Εσκάπτετο, ήτο σκαμμένη. Έκαμνε ψύχραν, νυκτερινόν απόγειον. Μία μετά τα μεσάνυκτα. Ο κλήτωρ ο σκοπός περιεφέρετο υποκάτω εις το κιόσκι, το τσιγκοσκεπές, των εκεί μαγαζείων. Ο Δερβίσης ο πλάνης κατήλθεν εις το βάθος της σήραγγος. Ίσως ήλπιζε να εύρη περισσότερον απάγκειο εκεί. Εκάθισεν, ακούμβησεν.

Το όνομα Μεβλανά είναι ιδιότητα, και σημαίνει τον δάσκαλο. Και το όνομα Ρουμί δηλώνει καταγωγή, το ρωμέικο – τον καημό, ας πούμε, της Ρωμιοσύνης.

»Εσκέπτετο το άστατον των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ. Χαρά σ’ εκείνον που ξέρει να τον γυρίζη, τον κόσμον αυτόν».

Για τις ανάγκες της παρούσας αφήγησης, αυτός ο Δερβίσης, ο περιπλανώμενος, που ανώνυμος μένει στον Παπαδιαμάντη, θα λάβει τρία ονόματα, στην ενοείδεια του μεσαίου και μακρύτερου, που ακούγεται σαν μουσικός σκοπός, ή σαν σφυριγματιά για τον κίνδυνο: Τζελαλαντίν / Τζελαλεντίν – όπως το λα λα λα, όταν ξεχνάμε τους στίχους.

Το όνομα Μεβλανά μαθαίνω ότι είναι ιδιότητα, και σημαίνει τον δάσκαλο. Και το όνομα Ρουμί δηλώνει καταγωγή, το ρωμέικο – τον καημό, ας πούμε, της Ρωμιοσύνης.

Ο Τζελαλαντίν, πάντως, και για να είμαστε ακριβείς, γεννήθηκε στο Χορασάν (το έτος 1207), κοντά στη γενέτειρα άλλου ερωτικού κρούσματος, του Ομάρ Καγιάμ. Αλλά τη ζωή του την πέρασε (ο Τζελαλαντίν) ως επί το πλείστον στο Ικόνιο, που οι Οθωμανοί το αποκαλούσαν Χώρα των Ρουμ, των Ρωμιών. Εγώ το λέω και La La Land. Γιατί έτσι.

Εκεί ταξίδεψε (εκεί περιπλανήθηκε) ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος κατά το 1954, κι έγραψε το πιο συγκινημένο βιβλίο του, μια βιογραφία σαν μυθιστόρημα, με τον εξαίσιο τίτλο Μεβλανά ο Εξαίσιος. Είναι ένας υπομνηματισμός στο διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Το βιβλίο εκδόθηκε από τον Αστέρα, τον ολόφωτο οίκο των γενναίων Αδελφών Παπαδημητρίου, που υπογράφουν και το εισαγωγικό σημείωμα, αναφέροντας ότι «με το Μεβλανά ο συγγραφέας θέλει να υπενθυμίσει τη μορφή του στους ανθρώπους του καιρού μας, γιατί πνευματικοί ήρωες σαν κι αυτόν ανήκουν σ’ όλους τους καιρούς και σ’ όλους τους ανθρώπους». Πράγματι – μάλλον: και λίγα λένε!

Ο Τζελαλαντίν, που είχε παθιαστεί παιδιόθεν με θάμβος και θαύματα, ίδρυσε το Σουφικό Τάγμα Μεβλεβί, τους Περιστρεφόμενους Δερβίσηδες, μόλις μυήθηκε κι ο ίδιος στον μουσουλμανικό μυστικισμό, μάλιστα από τον Σαμς-ι-Ταμπρίζ, έναν σαΐχ ιμάμη, ο οποίος δίδασκε το λεγόμενο μπαντίν, το εσωτερικό νόημα.

Προηγουμένως, αυτός ο Ταμπρίζ ανήκε σε άλλο τάγμα, ολίγον διαφορετικό από τους Δερβίσηδες, υπό την έννοια ότι το δικό του ασχολούνταν με πολιτικές δολοφονίες, με το αζημίωτο – ναι: ο Ταμπρίζ ανήκε στους θρυλικούς μαχαιροβγάλτες που ξέρουμε ως Ασασίνους, που τους πλήρωσαν με το ίδιο νόμισμα οι Μογγόλοι, όταν τους έσφαξαν όλους στο τρομερό Αλαμούτ. Ο Ταμπρίζ κάπως γλίτωσε, και το έριξε στον διαλογισμό.

Περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες σε χαρακτικό που υπάρχει στο βιβλίο Historia de Turquia του Joseph Marie Jouannin (1783-1844) και Jules Van Gaver, 1840.

Ασφαλές είναι να πούμε, λοιπόν, ότι τον δάσκαλό του ο Τζελαλαντίν κατά πολύ τον ξεπέρασε. Ύστερα ξεπέρασε και τον χαμοθεό του Ισλάμ, κι άρχισε να κηρύττει κάτι εντελώς εξωφρενικό, την απόλυτη αγάπη προς τον Θεό, που ζητούσε να τον πιστέψουν όλοι, ασχέτως θρησκευτικών και ιδεολογικών, και άλλων μεταφυσικών προκαταλήψεων.

Ο Μεβλανά ήταν μια φωνή που βοούσε ή βογκούσε στην έρημο – ήταν ένας λυγμός στο Θησείο.

Ο Μεβλανά, δηλαδή, ήταν μια φωνή που βοούσε ή βογκούσε στην έρημο – ήταν ένας λυγμός στο Θησείο. «Ο κλήτωρ, όστις επεριπάτει εκεί τριγύρω, εσκέπτετο τι να είχε γίνει ο Δερβίσης, τον οποίον είχεν ιδεί να καταβαίνη εις την σήραγγα. Πού να είναι;

»Εις την ερώτησιν αυτήν την άφωνον απήντησε φωνή, ήχος, μέλος γλυκύ. Ο ξένος μουσουλμάνος είχε παγώσει εκεί όπου εκάθητο κ’ ενύσταζε. Διά να ζεσταθή, έβγαλε το νάι του και ήρχισε να παίζει τον τυχόντα ήχον, όστις του ήλθε κατ’ επιφοράν εις την μνήμην.

»Νάι, νάι, γλυκύ. Νάζι – κατά έν ζήτα ελαττούται. Αύρα, ουρανός, άσμα γλυκερόν, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν. Νάι, νάι. Κατά δύο κοκκίδας, διαφέρει διά να είναι το Ναι, οπού είπεν ο Χριστός. Το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι το φιλάνθρωπον».

Ο Μεβλανά ήταν αυτή η κατάφαση – η ωραιότερη παράγραφος της ελληνικής γραμματείας εν συνόλω: «Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα, ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος, ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος».

Το έαρ ήρθε (επανήλθε) στην καρδιά του χειμώνα, 17 Δεκεμβρίου 1237, όταν ο Μεβλανά Τζελαλαντίν Ρουμί μετακόμισε στη μνήμη Κυρίου. Η κηδεία του έγινε βέβαια στο Ικόνιο, στη La La Land, στην άκρη της νύχτας – της πεπρωμένης και αναπόφευκτης νύχτας, που ονομάστηκε Σεμπούλ Αρούζ, η Νύχτα της Ένωσης. Δεν ξέρω άλλη μοίρα.

Η κηδεία λοιπόν ήταν γάμος. Στο ξόδι του παρευρέθηκαν εκπρόσωποι από πέντε διαφορετικές θρησκείες. Αν θυμάμαι καλά, τον έθαψαν όρθιο. Γιατί ο χορός must go on.

Το 2004, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέφθηκε το Ικόνιο και ασπάστηκε το λείψανο του Ρουμί, το σκήνωμα ενός ανθρώπου που ήξερε να χορεύει, να τραγουδά και να χαίρεται. Έτσι, νομίζω, τελειώνει ο κόσμος. Μ’ ένα φιλί.

Ο Μεβλανά διέφυγε στο Ικόνιο, πρόσφυγας ουσιαστικά, για να γλιτώσει από τους Μογγόλους. Ο ξεριζωμός έγινε νόστος, και η προσφυγιά, καταφύγιο.

Κάποια από τα ερωτευμένα ποιήματα του Μεβλανά τα μετέφρασε στα ελληνικά η Καδιώ Κολύμβα, και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αρμός, στους τόμους Ο αγαπημένος και Στον κήπο του αγαπημένου. Εκεί πήγε (εκεί μπήκε) ο Μεβλανά, όταν διέφυγε στο Ικόνιο, πρόσφυγας ουσιαστικά, για να γλιτώσει από τους Μογγόλους. Ο ξεριζωμός έγινε νόστος, και η προσφυγιά, καταφύγιο. Κι ο ξεπεσμός, βέβαια, έγινε διέγερση έρωτος.  

«Την πρωίαν εκείνην έπιεν ο Δερβίσης σαλέπι, έφαγε και κουλούρι. Όλην την ημέραν τον έπαιρνε ο ύπνος όπου ετύχαινε να καθίση. Τας άλλας ημέρας, εξενυχτούσεν ακόμη εις το ολονύκτιον καφενείον, διά το οποίον είχε περάσει η πεπρωμένη νυξ. Έπινε μαστίχαν κι εκάπνιζε το τσιμπούκι του. Πότε-πότε έπαιζεν ακόμη το νάι.

»Ύστερον, μετ’ ολίγας ημέρας, έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον κανείς. Ζη, απέθανε, περιπλανάται εις άλλα μέρη, ανεκλήθη από της εξορίας, επανέκαμψεν εις τον τόπον του; Κανείς δεν ηξεύρει».

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης από τον θάνατο στην ανάσταση.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top