Ο Paolo Sorrentino ήταν ένας από τους καλεσμένους του TaoBuk Festival που διοργανώθηκε στην Ταορμίνα.

Prima di tutto που λένε και στην Ιταλία: προσπαθώντας να καταπολεμήσω την αμηχανία και το άγχος της παρουσίας μου σε ομιλία του Paolo Sorrentino, ενώ δεν είμαι ομοεθνής του, ούτε κριτικός κινηματογράφου, ούτε δημοσιογράφος, απλά ένας κινηματογραφόφιλος και tifo (ήτοι πιστός του ακόλουθος) του καθώς και παντελώς άγνωστος (μεταξύ αγνώστων), σκεφτόμουν τον Mario Ruopolo (δηλαδή τον Massimo Troisi) στο «Il Postino» πριν την συνάντησή του με τον Pablo Neruda. Ο στόχος ήταν κοινός. Μια υπογραφή. Από το προηγούμενο βράδυ είχα αρχίσει να προβάρω τα λόγια (είχα διάφορες σκέψεις και παραλλαγές βασιζόμενος κυρίως στον ήρωα μου): Può firmare? Posso avere la sua firma? Può darmi una firma?.

Το σκηνικό ήταν περίπου ίδιο. Δεν ήμουν στην Procida (νησί που βρίσκεται στον κόλπο της Νάπολης) ή την Salina (νησί της Σικελίας), αλλά σε άλλο σημείο της σικελικής γης. Στην Taormina. Πάρα ταύτα η διαδρομή και η απόσταση, που έπρεπε να διανύσει κανείς με τα πόδια από την περιοχή της Villagonia (η οποία παρεμπιπτόντως έχει δισήμαντο περιεχόμενο, όπως μου εξήγησε η σπιτονοικοκυρά μου η κα. Lya, και συνδέεται με τις ελληνικές λέξεις «αγών» και «αγωνία») μέχρι το κέντρο της Taormina, προσιδίαζε στην διαδρομή που έκανε ο Mario Ruopolo για να παραδώσει τα γράμματα στον Pablo Neruda. Και επειδή η ομορφιά βρίσκεται παντού στον ιταλικό νησιωτικό Νότο, το τέλος της ανάβασης σε αποζημίωνε με μια κρυμμένη και ατελείωτη ομορφιά. Ιδανικό περιβάλλον, με την θάλασσα και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της περιοχής να δημιουργούν ένα φόντο κινηματογραφικό, όπου δεν θα μπορούσε άλλος -πλην ενός πραγματικού ideatore όπως ο Sorrentino- να μιλήσει για την ομορφιά ως στοιχείου της ιταλικής ταυτότητας.

Για τους Ιταλούς η ομορφιά, ακόμη και αν δύσκολα μπορεί κανείς να το κατανοήσει (ακριβώς για αυτό είναι ιδιαιτερότητα άλλωστε), είναι συνταγματικό αγαθό. Και μάλιστα προηγείται της θέσπισης του Συντάγματος. Έχει αυταξία. Είναι μέρος του φυσικού δικαίου. Η ιδέα της αισθητικής, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, η ελευθερία της τέχνης, η ομορφιά του να είσαι άνθρωπος (έχει γραφτεί ένα εξαιρετικό βιβλίο σχετικά με τα προαναφερθέντα τιτλοφορούμενο ως La Costituzione e la bellezza).

Πολλές φορές η ομορφιά βρίσκεται σε όσα χάσαμε, σε όσες και όσους μας εγκατάλειψαν, στις πτώσεις και στις ήττες.

Αριστερά: Η αποσπασθείσα, τελικώς, υπογραφή στο βιβλίο του για τα γυρίσματα της μεγάλης ομορφιάς. Δεξιά: Με eleganza ατελείωτη απολαμβάνει την αποδοχή του κοινού, όντας από τους λόγους που έστρεψαν ξανά τα φώτα προς τον σκηνοθέτη. Το χαμόγελο της δεσποινίδος προδίδει χαρά, ερωτισμό, ικανοποίηση.

Και ο Sorrentino, εκείνο το ζεστό απόγευμα, κατάφερε να θέσει το θέμα της έλλειψης της ομορφιάς από την εποχή μας κατά τρόπο μαεστρικό. Για την woke culture και την πολιτική ορθότητα που ωθούν, ακόμη και έναν σκηνοθέτη, έναν κινηματογραφιστή στην αυτολογοκρισία, ο Sorrentino απαντά ότι μια ταινία, ένα προϊόν τέχνης, εφόσον εκφράζει τον ίδιο, αλληλοεπιδρά με το κοινό, δεν μπορεί να περιοριστεί από κοινωνικές κατασκευές και διανοητικά σχήματα μιας (στρεβλής) ιδέας, που θέλει να τα ισοπεδώσει όλα και να τα καταστήσει ομοιόμορφα. Για τον ίδιο η ομορφιά -για την οποία κάποτε πήραμε τα όπλα (όπως γράφει ο Καμύ στο «Καλοκαίρι» αναφερόμενος στην ωραία Ελένη)- βρίσκεται παντού. Ακόμα και στο παραμορφωμένο, στο μη κοινωνικά αποδεκτό, έστω και κατ’ αρχήν.

Στο «L’uomo in più» για παράδειγμα, που ήταν η αρχή του «σορεντινικού σύμπαντος», συναντάμε δύο χαρακτήρες τους Antonio και Tony Pisapia, που κατασπατάλησαν το ταλέντο τους παρασυρόμενοι αμφότεροι από τα πάθη τους (ο πρώτος εθισμένος στον παράνομο στοιχηματισμό και ο δεύτερος στις ναρκωτικές ουσίες). Αν και δεν εξιδανικεύει την ομορφιά της πτώσης τους, καθώς αμφότεροι λόγω του αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα τους χάνουν τον κόσμο που είχαν στα πόδια τους, μας τους καθιστά οικείους, συμπαθείς, θυμίζοντάς μας ότι η ομορφιά της ζωής προϋποθέτει την αποδοχή της ήττας είτε ως ενδεχομένου είτε ως κατάστασης (καθόσον στην ζωή δεν υπάρχει ισοπαλία/ αυτή είναι η εναρκτήρια σκηνή Nella vita non esiste il pareggio). Στο «L’amico di famiglia» του 2006 ο Sorrentino μας προτρέπει να μην συγχέουμε το ασυνήθιστο με το αδύνατο (Non confondere mai l’insolito con l’impossibile). Και έχει δίκιο. Εκεί ο κεντρικός ήρωας Geremia de’ Geremei είναι μάλλον η ενσάρκωση της αντι-ομορφιάς (ατημέλητος, ρεμπεσκές, και τοκογλύφος). Μολαταύτα η αφήγηση της ιστορίας του θυμίζει το πως μας έκανε ο Scorsese να συμπαθούμε στο τέλος όλα τα πρόσωπα της μαφίας τα όποια μας σύστησε. Μια ομορφιά, οπωσδήποτε αντισυμβατική και απροσδόκητη, όχι όμως αδύνατη.

Πολλές φορές η ομορφιά βρίσκεται σε όσα χάσαμε, σε όσες και όσους μας εγκατάλειψαν, στις πτώσεις και στις ήττες. Αυτή η μελαγχολική διάσταση της ομορφιάς είναι ίδιον των ναπολιτάνων. Η ιταλικότητα (l’italianità) δεν ταυτίζεται με την (επιτρέψτε μου τον νεολογισμό) την ναπολικότητα (la napoletanità). Η πρώτη πολλές φορές αναζητά έναν τρόπο ανανοηματοδότησης, επαναεπιβεβαίωσης, ανανέωσης, επαναεπικύρωσης. Όπως συμβαίνει άλλωστε με την εθνική ταυτότητα πολλών λαών. Η δεύτερη λόγω της ιδιομορφίας του ιταλικού Νότου και δη της Νάπολης πολλές φορές εκφράζει όχι την ηττοπάθεια, αλλά την εξοικείωση με την απώλεια ή την εγκατάλειψη της θέλησης για το παραπάνω.

Για αυτό ο ίδιος ο Sorrentino εκείνη την ημέρα εξομολογείται ότι του είναι πιο οικείο να είναι στο πλευρό εκείνων που ηττώνται, ότι δεν τον ενδιαφέρει να ανταγωνίζεται τους υπόλοιπους αρκεί η δουλεία του να είναι η αντανάκλαση του εαυτού, ότι στο τέλος δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο ή άδικο, καθώς αυτός είναι αυτεγκλωβισμός ή ψευτοδίλημμα κάθε εποχής (όπως γράφει στο βιβλίο του Hanno tutti ragione). Αυτή η συστολή, η μετριοφροσύνη, το μελαγχολικό βλέμμα είναι σορεντινικά στοιχεία ακόμη και όταν συνυπάρχουν με τις εκδηλώσεις (αυθεντικής) αυτοπεποίθησής του, όπως η είσοδός του στο Φεστιβάλ των Καννών ή όταν απαντά ότι δεν βλέπει συχνά άλλες ταινίες καθώς «αν δω μια άλλη ταινία συμβαίνουν δύο πράγματα: είτε αισθάνομαι καλύτερος από τους άλλους είτε οι άλλοι είναι χειρότεροι από μένα».

Το κοινό βίωμα των Ναπολιτάνων σε σχέση με την πόλη τους είναι αυτό: φεύγουν και επιστρέφουν. Επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν και γυρίζουν στις ρίζες.

Αριστερά: Συντροφιά με τον Jep στην Fontana της Piazza Duomo. Δεξιά: «Το να γίνεται κάποιος ρητορικός είναι ένα πράγμα που με φοβίζει απόλυτα». Ένα από τα πολλά που έθεσε ο Sorrentino κατά τη διάρκεια της συζήτησης και αποδίδεται σε ελεύθερη μετάφραση από τον γράφοντα. Η φωτογραφία αντλήθηκε από τον επίσημο λογαριασμό του TaoBuk.

Το κοινό βίωμα των Ναπολιτάνων σε σχέση με την πόλη τους είναι αυτό. Φεύγουν και επιστρέφουν. Επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν και γυρίζουν στις ρίζες. Ακόμη και αν ως νέοι την ταυτίζουν με μελλοντικό αδιέξοδο. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, που ο Μαραντόνα είναι για τον Sorrentino (βλέπε και την αυτοβιογραφική ταινία του με αναφορές κυρίως στον Μαραντόνα «È stata la mano di Dio») ένας ανθρώπινος θεός, ικανός, επιδέξιος, μα ατελής, σφαλερός ταυτόχρονα, σαν την πόλη του.

Έχει ενδιαφέρον εδώ να δει κανείς ότι ο εικοσάχρονος Sorrentino αποτολμά να δουλέψει στην Ρώμη (όπως φαίνεται από την επιστολή που στέλνει στον Massimo Troisi), σε μια πόλη που είτε σε κατακτά καθ’ ολοκληρίαν είτε σε απωθεί, βίωμα που ενθέτει στις ταινίες του, όπως στην σχετική σκήνη στο «La Grande Bellezza» όπου ο Jep επιστρέφει στις ρίζες του για βρει την ομορφιά που αναζητούσε, αφού πρώτα παραδέχεται ότι απέτυχε ακόμη και να αποτύχει στην Ρώμη. Επίσης, το ίδιο βράδυ στο Teatro Greco Antico της Taormina, όπου βραβεύεται, ο Sorrentino αναφέρει ότι συνειδητοποιεί ήδη από νεαρή ηλικία ότι θέλει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, βλέποντας το «Nuovo Cinema Paradiso» του Tornatore. Ταινία που θέτει μεταξύ άλλων το ζήτημα της εγκατάλειψης της πατρικής γης (όπως θυμόμαστε από την σχετική σκηνή).

Αυτό το στοιχείο της ομορφιάς, της λύτρωσης σύμφωνα με τον Sorrentino, υπάρχει στις ταινίες που γράφεται η αυτοβιογραφία όχι ως βίωμα αλλά ως φαντασιακό (L’ autobiografia immaginata/immaginaria λέει κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συζήτησης). Η ζωή που θα θέλαμε να ζήσουμε και δεν ζήσαμε. Η τελευταία του ταινία «Parthenope», που την αναμένουμε εναγωνίως το φθινόπωρο, είναι για εκείνον η ιδανική αυτοβιογραφία. Η επιστροφή στα χρόνια της νεότητας, στον ενθουσιασμό τους, στην ελευθερία τους, στην αίσθηση του άτρωτου, του μη πεπερασμένου. Και την μυθολογία αυτή την ενσαρκώνει ένα συνώνυμο της ομορφιάς, όπως η Celeste Dalla Porta. Και δεν είναι η πρώτη φορά, που ο Sorrentino μετατοπίζει την προσοχή από έναν άνδρα – κεντρικό πρωταγωνιστή σε μια γυναικεία παρουσία που ασκεί ακαταγώνιστη έλξη (από την L. Ranieri ως θεία Patricia στο «È stata la mano di Dio» ή την Madalina Diana Ghenea στο «Youth», ή φυσικά την ομορφιά της Rachel Weisz που αντιστέκεται στον χρόνο). Ωστόσο, σε αντίθεση με το «Youth», που έχει στοιχεία νοσταλγίας, κατά τον Sorrentino η «Parthenope» εκφράζει την ζώσα νεότητα. Μια υπενθύμιση τελικά ότι η αυτή η περίοδος, ακριβώς επειδή έχει έναν χαρακτήρα ανεπίστρεπτο και μοναδικό, διαρκεί λιγότερο, από όσο πιστεύουμε ζώντας την (ή μη).

Αριστερά: H ιταλική πλευρά του Ιονίου. Δεξιά: Παρέα με τον Jep Gambardella της Grande Bellezza στην Villa Comunale, τον πανέμορφο δημόσιο κήπο της Taormina, με πλήθος δέντρων, φυτών και άλλων ιστορικών στοιχείων.

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια maniera sorrentina. Η αλήθεια είναι πως η αδυναμία κατανόησης των πραγμάτων μας οδηγεί πολλές φορές στην δημιουργία κατηγοριών και στην ανάγκη κατάταξης των ανθρώπων και του έργου τους. Βέβαια σε σχέση με το παρελθόν αυτό έχει ατονήσει, αφού η θέαση μιας ταινίας έχει καταστεί ατομική πράξη. Παλαιότερα το συλλογικό βίωμα και ο χώρος ενός συνοικιακού κινηματογράφου ως χώρου έκφρασης επέτρεπαν την ανάπτυξη αυτών των συζητήσεων. Ας αναζητήσουμε ξανά την χαμένη ομορφιά τους.

ΥΓ.: Η ευτολμία της νεότητας με οδήγησε στην εξής αλαζονική πράξη: συνεπαρμένος από την ατμόσφαιρα, από το τρίπτυχο Νάπολη – Sorrentino – Μαραντόνα που ανοιγόταν μπροστά μου λόγω της παρουσίας του, αποφάσισα αντί του βιβλίου να δώσω προς υπογραφή μια φανέλα του Μαράντονα που είχα μαζί μου. Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν ο εξής (και η απάντηση πληρωμένη):
– Può firmare?
– Dove?
– Sulla maglia di Maradona.
– No, è un peccato. È di Dio.
– Allora nel tuo libro.

ΥΓ1.: Οι παρούσες σελίδες του Σικελικού Ημερολογίου καταγράφουν την εμπειρία από το TaoBuk Festival που διοργανώθηκε στην Ταορμίνα και φέτος ήταν αφιερωμένο στην θεματική της ταυτότητας. Μπορείτε να δείτε τη συζήτηση του Sorrentino με τον δημοσιογράφο Federico Pontiggia εδώ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top