Πέλαγος η φωνή του Καζαντζίδη…

Την ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για τον Στέλιο Καζαντζίδη δεν έχω προλάβει να τη δω, αλλά θα σπεύσω με την πρώτη ευκαιρία, κι ελπίζω να μην ξεχαστώ και να πάρω μαζί μου λουλούδια, ου μην και το θυμιατό, σαν σε προσκύνημα – στην Κύπρο, όπως και σε άλλους τόπους του Ελληνισμού, εννοείται ότι ο Καζαντζίδης είναι άγιος.

Για την ταινία του Τσεμπερόπουλου υπάρχει (pun intended) μια κατατοπιστική παρουσίαση εδώ στο Andro, από τον Ελισσαίο Βγενόπουλο, που βρίσκω ν’ ανοίγει την όρεξη για σινεμά και προτείνω να τη διαβάσετε. Και για τον ίδιο τον Καζαντζίδη, αν τυχόν έχουμε δεύτερες σκέψεις, φιλοτέχνησε θαυμάσιο πορτρέτο ο Διονύσης Μαρίνος, πάντα εδώ, προ τριετίας, για τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του ανδρός.

Την ημέρα θανάτου του μεγάλου τραγουδιστή, 14 Σεπτεμβρίου, τιμούμε την Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.

Αν κάτι παρέλειψε ο Διονύσης (καθότι πέλαγος η φωνή του Καζαντζίδη, και από πού ν’ αρχίσεις, και τι να προλάβεις), είναι το γεγονός ότι την ημέρα θανάτου του μεγάλου τραγουδιστή, 14 Σεπτεμβρίου, τιμούμε την Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Θα έχει, πιστεύω, τη σημασία του – όπως και η γέννηση, βέβαια, στην Αποτομή της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου. Οι σημασίες ίσως είναι η Τιμιότητα.

Ο κινμηματογραφικός Καζαντζίδης με πρωταγωνιστή τον Χρήστο Μάστορα.

Σε γενικές γραμμές, αυτά ήθελα να προσθέσω, και τα υπόλοιπα, οι λεπτομέρειες, είναι μάλλον μια έκφραση της συγκίνησης που με κυρίευσε τις προάλλες, όταν είδα την αφίσα της ταινίας σε αθηναϊκό δρόμο, λίγο πριν το τέλος του χρόνου, και διάβασα τον τίτλο σαν απελπισμένο τεκμήριο ζωής, και σαν εκδήλωση της (υπαρξιακής) αγωνίας των Ελλήνων να πιστέψουν και οι ίδιοι ότι υπάρχουν ακόμη – ότι είναι ζωντανοί. Επ’ αυτού, όμως, διατηρώ τις αμφιβολίες μου: Υπάρχω, λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις!

Περί τα τέλη του έτους 1982, όταν ήμουν λίγων μηνών, κι επειδή δεν κοιμόμουν με τίποτα, οι καημένοι γονείς καθιέρωσαν να με φορτώνουν στο αμάξι και να βολτάρουν σαν τις άδικες κατάρες σε μιαν ερημιά στο χωριό μας, παίζοντας σε λούπα ένα τραγούδι του Χατζιδάκι, το μόνο που με νανούριζε, εκείνο που λέει: Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί, / γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί.

Αυτό το τραγούδι έγινε αργότερα το πρώτο που έμαθα στην κιθάρα, φοβάμαι και το τελευταίο, και παραμένει ένα από τα αγαπημένα μου ακούσματα, αν και δεν νιώθω ότι πρόκειται για άκουσμα, εφόσον υπήρξε (μια φορά και για πάντα) το πρώτο μου βίωμα.

Μοιραία, λοιπόν, το 1995, όταν λίγο μεγάλωσα, ασμένως ένωσα τη φωνή μου με τους αδελφούς Κατσιμίχα, εννοώντας κυριολεκτικά κάθε στίχο: Γλυκό νερό στην κόλαση / θα πιούμε εδώ μαζί σου, / εμείς που μεγαλώσαμε / με την αναπνοή σου.

Πρόκειται ασφαλώς για το τραγούδι του μακαρίτη Αντώνη Βαρδή, με τίτλο «Στην Ελλάς του 2000», που αρχίζει δυσοίωνα, ως εξής: Νεοέλληνες, με γεια σας / τα καινούργια σας τα στέκια, / χάρισμά σας.

Ο Καζαντζίδης εγκατέλειψε τα στέκια (οριστικά) από το 1966.

Ο Καζαντζίδης εγκατέλειψε τα στέκια (οριστικά) από το 1966, μια απόφαση που μαθαίνω από τη Wikipedia ότι ο μελετητής Λάμπρος Λιάβας την περιγράφει ως «την πιο δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας». Κι ο λαός, εγώ δηλαδή, πού ήταν όλον αυτόν τον καιρό;

Ο άγιος Στυλιανός γνωστό ότι είναι φύλακας των παιδιών, και εύλογα, καθότι το όνομά του είναι συναφές με τον στύλο, την κολόνα, το στήριγμα. Ο Καζαντζίδης έσβησε τρεις μέρες μετά που γκρεμίστηκαν οι Δίδυμοι Πύργοι στη Νέα Υόρκη. Έτσι μου κόπηκε η αναπνοή, και οι Έλληνες βρέθηκαν στο Point Zero, στο σημείο μηδέν της υπάρξεως.

Εκεί τους είδε ο Διονύσης Σαββόπουλος, κι είπε να στείλει μιαν εγκαρδίωση, κι έγραψε, ολίγον ηθικολογικά, αλλά τόσο όμορφα: Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια Δύση πάντα / που παραμόρφωσε γενιές, παλιά, κι απ’ το Τριάντα, / την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι / στου Καζαντζίδη τον λυγμό και στου Παπαδιαμάντη.

«Και για να εξηγηθούμε, εξηγεί ο Χατζιδάκις, «όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον λαό. Κατά σύμπτωση, ο λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του».

Μακάρι να ήταν η Δύση το πρόβλημα, και μακάρι να έβγαιναν άλλες δυο τρεις γενιές σαν του ’30, αλλά δεν θα κολλήσουμε εδώ, γιατί βγαίνει απ’ το Τριάντα ο Ελύτης, και με πιάνουν στη μέση του δρόμου τα κλάματα: Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας – να τον μνημονεύετε. Να τον επικαλείστε.

«Ας προσθέσουμε και τούτο», γράφει ο Βίκτορ Ουγκό, σε ένα εγκώμιό του για τον Αισχύλο – και το προσθέτει: «όταν είσαι ιερατικός δεν σε εμποδίζει τίποτα να είσαι και λαϊκός. Ο Αισχύλος αγαπούσε τον λαό και ο λαός τον λάτρευε. Υπάρχουν δυο όψεις στο μεγαλείο: η μία είναι η μεγαλοπρέπεια, η άλλη είναι η οικειότητα. […] Ο Αισχύλος ενέταξε τον λαό στα υψηλότερα έργα του. […] Γι’ αυτό και ο λαός τον διάλεξε για να κρατά την ιερή φλόγα αναμμένη».

Ωστόσο: τον Αισχύλο εντέλει ο λαός τον εξόρισε, γιατί ο Αισχύλος τού ζητούσε να σηκωθεί και να τον μιμηθεί, να συμμετάσχει στο ίδιο τελούμενο, στο τίμιο και μέγα μυστήριο της αφής του φωτός. Ο λαός δεν θα είχε τέτοια όρεξη, εκτός κι αν δεν υπήρχε λαός to begin with. Ο Θουκυδίδης, μια φορά, τον λαό τον έλεγε: ευμετάβλητο όχλο.

«Και για να εξηγηθούμε», εξηγεί ο Χατζιδάκις, «όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον λαό. Κατά σύμπτωση, ο λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει, την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του χρόνου, χωρίς την αγωνία του χώρου, χωρίς τη φθορά της τάξης του».

Στην πατρίδα του Αισχύλου αναπαύεται ο Καζαντζίδης, δίπλα στη μανούλα του τη Γεσθημανή.

Στην πατρίδα του Αισχύλου αναπαύεται ο Καζαντζίδης, δίπλα στη μανούλα του τη Γεσθημανή, όνομα που θα πει: Ελαιώνας. Μιλάμε για την τελευταία προσευχή, υπέρ του σύμπαντος κόσμου – μιλάμε, επίσης, για το κατώφλι του Γολγοθά. Εκείνη την ώρα δεν ήταν κοντά του κανένας. Οπότε;

Και πού θέλετε να ξέρω; Στο Point Zero, πάντως, υψώθηκε ένα εκκλησιδάκι τ’ Αϊ-Νικόλα. Η λέξη λειτουργία (κατά σύμπτωση) σημαίνει: έργο λαού.

Ύστερα έπιασε βροχή στην Αθήνα, κι η αφίσα άρχισε να θολώνει, όπως ο νους, ή όπως η ζωή όταν αφήνει τον άνθρωπο. Μπήκα, που λέτε, στο παρακείμενο στέκι, κι ένας φίλος με ρώτησε, όπως τον Καρούζο παλιά, δεν σε βλέπω απόψε καλά, τι έχεις;

Έχω ύπαρξη, πήγα να πω, αλλά κατάπια τη γλώσσα μου, γιατί ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις μ’ αυτά τα πράγματα. Η χώρα στο μεταξύ έγινε μια απέραντη ερημιά, κι άντε τώρα να κλείσεις μάτι. Ευτυχώς που πήρα απ’ τη μανούλα μου για χριστουγεννιάτικο δώρο την ίδια εκείνη κασέτα, το πρώτο και τελευταίο τεκμήριο ζωής: Μα ο κυρ Αντώνης δε θα βγει ποτέ του στην αυλή / αφού για πάντα μες στ’ όνειρό του θέλησε πια να ζει.

Δεν βρίσκετε ότι ο Χατζιδάκις έγραψε την αυτοβιογραφία του Καζαντζίδη; Και στα δικά μας, σκέφτομαι, και καλή χρονιά σε όλο τον κόσμο.

 

Διαβάστε ακόμα: Γεώργιος Αντωνίου Γιαλλούρης. Ο ωραίος των ορέων.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top