«Αν κάνω τώρα τον απολογισμό, περίπου 80 χρόνια, η ζωή μου είναι πολύ πλούσια». Ο Περικλής Κοροβέσης φωτογραφήθηκε στο σπίτι του, αποκλειστικά για το Andro.

Να επισκέπτεστε αυτούς που αγαπάτε. Τους ποιητές, κι όχι μόνο. Να τους επισκέπτεστε και να μην ακούτε που λένε πως αν τους γνωρίσεις από κοντά μπορεί να χάσεις κάτι από τη μαγεία του μύθου. Για τη γενιά μου ο Περικλής Κοροβέσης ήταν ένας μύθος. Μια σεπτή μορφή, ένας αναρχικός που έπαιζε στα ίσια με την εξουσία, δεν την φοβόταν, δεν γινόταν αποσυνάγωγος για χάρη της.

Όταν τον γνωρίσεις από κοντά δεν χάνεις την αίσθηση της ορμής. Ο μύθος παραμένει ενεργός. Κάποιες φορές, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, μου είπε τη λέξη «απολογισμός». Δεν θέλω να πιστεύω πως ήρθε ο καιρός να τον κάνει, αλλά εκείνος ξέρει καλύτερα. Για ορισμένους ανθρώπους θέλεις να σκέφτεσαι πως είναι άτρωτοι από το χρόνο και την ασθένεια.

Χρειάστηκε να καθυστερήσουμε δυο-τρεις φορές τη συνέντευξη για λόγους υγείας. Αυτή τη φορά με υποδέχθηκε στο σπίτι του με ουίσκι και τσιγάρα – πολλά τσιγάρα. Όταν του είπα πως καπνίζει πολύ μου απάντησε με δύο ανέκδοτα με πρωταγωνιστές τον Μαρκ Τουέιν και τον Ούγκο Τονιάτσι και τη δική τους μανία με το κάπνισμα. Αψηφισιά; Ανυπακοή σε κάθε καταναγκασμό; Ο Περικλής Κοροβέσης ακολούθησε τον δικό του δρόμο σε δυσκολότερους καιρούς, δεν νομίζω πως θα σκεφτόταν να κόψει το τσιγάρο επειδή κάποιος του το πρότεινε.

Ακόμη και η γάτα που έχει στο σπίτι, ένας ακμαίος αίλουρος που δεν σταματάει να διατρέχει το διαμέρισμα, έχει κάτι από τον χαρακτήρα του. Είναι ελεύθερη και ωραία. «Αυτή η γάτα είναι γυναίκα, έχει ειδική τροφή και φροντίδα από την Μαρία, δεν δέχεται την αγάπη. Ένα μυστήριο πράγμα», μου λέει. Και κάπως έτσι ξεκινάει αυτή η συζήτηση.

«Βρήκα από μικρός κάποια πατέντα και έγινε οδηγός μου: Να ακολουθώ αυτό που μου αρέσει κι όχι αυτό που πρέπει».

– Η αγάπη είναι πάντα δύσκολη.
Είναι δύσκολη, αλλά χωρίς αγάπη δεν υπάρχει υπέρβαση. Η υπέρβαση είναι πάντα δύσκολη. Μπορείς να σπάσεις το κεφάλι σου.

– Πόσες υπερβάσεις έχετε κάνει στη ζωή σας;
Υπάρχει μια αρχή: μεγάλωσα στην επαρχία, γεννήθηκα στην Κατοχή, επομένως μεγαλώσαμε μόνο για να τρώμε ό,τι υπήρχε και να φοράμε κανένα ρούχο. Ήμασταν ανεξέλεγκτα σαν παιδιά. Επομένως, η πρώτη υπέρβαση ήταν όταν κλέβαμε πορτοκάλια και κορόμηλα από ξένους κήπους. Βέβαια, δεν μιλάμε για κάποια παράβαση. Κάποια σκατόπαιδα ήμασταν. Ωστόσο, αυτή η παράβαση νομιμοποιήθηκε και αργότερα. Πρέπει να βρήκα κάποια πατέντα και έγινε οδηγός. Να ακολουθώ αυτό που μου αρέσει κι όχι αυτό που πρέπει.

«Χρειάστηκε να κάνω διάφορες δουλειές για να ζήσω. Οι ανάγκες ήταν συγκεκριμένες: το νοίκι, το φαγητό».

– Το καταφέρνατε πάντα αυτό;
Πάντα! Με διάφορα τιμήματα. Χρειάστηκε να κάνω διάφορες δουλειές για να ζήσω. Οι ανάγκες ήταν συγκεκριμένες: το νοίκι, το φαγητό. Ακόμη και στο εξωτερικό που ήμουν περιθώριο, όταν μια δουλειά με καταπίεζε ή το αφεντικό έκανε αυθαιρεσίες, έφευγα. Είχα πάντοτε μια μικρή καβάντζα μέχρι να βρω την επόμενη δουλειά. Έχω ζήσει μέσα στη φτώχεια, μιλάμε για πείνα. Να μην μπορείς να μπεις στο σπίτι σου γιατί είναι απέξω η ιδιοκτήτης και περιμένει. Εντούτοις, αν κάνω τώρα τον απολογισμό, περίπου 80 χρόνια, η ζωή μου είναι πολύ πλούσια.

– Για πολλούς από τη γενιά μου υπήρξατε ένας μυθιστορηματικός ήρωας που έζησε πάρα πολλά.
Αυτός είναι ο μύθος. Στην ουσία έκανα τη ζωή ενός ανθρώπου που αποζητούσε το μεροκάματο. Τα βιβλία και τα γραψίματα ήταν για τη νύχτα. Θα έλεγα με ένα ακραίο παράδειγμα πως ζούσα μια διπλή ζωή σαν να ήμουν κρυπτο-ομοφυλόφιλος. Οι συνθήκες με έσπρωχναν να κάνω κάποια πράγματα συν η πολιτική ένταξη που σε όσες χώρες βρέθηκα (Αγγλία, Γαλλία, Σουηδία) ήμουν ενεργό μέλος της κοινωνίας, ήμουν πάντα σε κάποια οργάνωση και ενδιαφερόμουν για την κοινωνία σαν να ήταν δικιά μου. Κάποιες γωνιές στο Λονδίνο ή το Παρίσι είναι ισοβαρείς με το Παγκράτι ή την Κηφισιά. Αν κάνω στο μυαλό μου έναν φανταστικό χάρτη με τις πόλεις που έζησα, θα υπάρχει το Νότιγχιλ Γκέιτ, το Παγκράτι, η Νίκαια.

– Αυτό θα πει διεθνισμός στην πράξη.
Αν ενεργείς σε μια κοινωνία, τότε γίνεται δικιά σου. Δεν αισθάνεσαι ξένος.

«Στην ουσία έκανα τη ζωή ενός ανθρώπου που αποζητούσε το μεροκάματο».

– Πότε και πώς μπήκε η πολιτική στη ζωή σας;
Θα πάμε στην ψυχανάλυση. Δεκαετία του ’40: έχω μνήμη της Κατοχής και του Εμφυλίου. Πρέπει να ήμουν 7-8 χρονών όταν είδα κομμένα κεφάλια στην πλατεία του Αργοστολίου κι αυτό με σόκαρε. Θυμάμαι ότι είχαν δέσει σε ένα τζιπ έναν νεκρό αντάρτη, πολύ νέο, και τον έκαναν γύρο στην πλατεία. Το είδα σαν μια μεγάλη αδικία και ότι κάτι πρέπει να γίνει. Παράλληλα, ζούσα σε ένα φιλελεύθερο σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν ένα είδος αναρχικού δεξιάς.

«Εχω φάει τόσο ξύλο που δεν το θυμάμαι».

– Της δεξιάς; Τι παράξενο.
Ελευθεριακός, ας πούμε. Με αυτή την έννοια. Καθηγητής της γαλλικής και φαν της Γαλλικής Επανάστασης. Οπότε στα 12-13 ήξερα για τον Ροβεσπιέρο, τον Σαιν Ζυστ, τον Μπαρμπέ. Κάπου εκεί υπήρξε ένας συνδυασμός αυτού του τραύματος με την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και αρχίζει μια πρώτη πολιτικοποίηση με την έννοια της αδικίας. Ουσιαστικά, όμως, πολιτικοποιούμαι με τα Κυπριακά (’54-’55). Τότε ήμουν μαθητής στον Πειραιά και κατεβήκαμε σε ένα συλλαλητήριο και μας πλάκωσαν οι μπάτσοι. Καταφέραμε με έναν φίλο μου να μπούμε σε ένα σπίτι, ανεβήκαμε στην ταράτσα και κρυφτήκαμε σε ένα κοτέτσι που υπήρχε εκεί. Μας κυνήγησαν μέχρι το κοτέτσι. Επομένως, είχα την προϊστορία ως παιδί. Μπαίνοντας στην εφηβεία είπα ότι κάτι πρέπει να γίνει. Ήρθα σε επαφή με την Νεολαία ΕΔΑ, τότε ακόμη ήταν σε μεταβατικό στάδιο από την παράνομη ΕΠΟΝ, παρόλο που ούτε η νοοτροπία τους μου άρεσε ούτε όσα έλεγαν για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Ήμουν λίγο παρείσακτος, αλλά υπήρχε μια συγκεκριμένη κατάσταση με παιδιά που τα χτυπούσαν, με πολιτικούς κρατούμενους. Έχω μνήμη των εκτελέσεων.

– Ωστόσο, εντάσσεστε τελικά στην ΕΔΑ.
Ναι, αλλά ως ιδιόρρυθμος. Πάλι! Εξού και ποτέ δεν πήρα ποτέ ένα αξίωμα, δεν έγινα στέλεχος.

«Με τράβαγαν, με χτυπούσαν, με έδεσαν στον πάγκο, τους άκουγα πώς μιλούσαν μεταξύ τους. Ομως αισθανόμουν ότι ανήκω σε έναν κόσμο που δεν έχει σχέση μ’ αυτούς».

– Μιλάμε για μια πυκνή ιστορικά περίοδο. Από το ’50 έως τη Χούντα.
Ναι, σαφώς. Έχω μνήμη αυτού που καθόρισε στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Είναι σαν μυθιστόρημα. Τα έχω ζήσει όλα και από πρώτο χέρι. Με την έννοια πάντα να δηλώνω συμμετοχή γιατί ήταν μέρος της προσωπικότητάς μου. Δεν θα μπορούσα να είμαι αδιάφορος. Ένα μέρος του εαυτού μου είναι μέρος της κοινωνίας, είναι σαν να μην το ορίζω. Καμιά φορά, ένα νεύρο του σώματός σου σε οδηγεί να κάνεις μια κίνηση που δεν θέλεις. Κάπως έτσι και η κοινωνία. Ήμασταν για τους χριστιανούς που πηγαίνουν κάθε Κυριακή στη Λειτουργία. Εμείς κάθε Δευτέρα-Τρίτη πηγαίναμε στα συλλαλητήρια.

– Έχετε φάει πολύ ξύλο…
Τόσο που δεν το θυμάμαι. Έκανα ένα εγκεφαλογράφημα για άλλους λόγους και οι γιατροί βρήκαν στο κεφάλι μου κάποιες μικρές βούλες. Με ρώτησαν τι είναι και τους είπα ότι είναι γκλοπιές. Αν φας μια σου αφήνει μέσα ένα σημάδι. Για να είμαστε κυνικοί σε στιλ Τσαρούχη,  είχα κάνει φροντιστήριο για να περάσω καλά στην Ασφάλεια. Θα πρέπει να ξέρουμε πως δεν υπήρχε χουντική αστυνομία, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα χρόνια. Δεν άλλαξε κάτι. Ο Λάμπρου ήταν αρχηγός της αστυνομίας και πριν και μετά. Ήμουν εξοικειωμένος και ήξερα βέβαια τι γινόταν, δεν με ξάφνιασε. Είπα: να δούμε πού θα βγει με τη Χούντα.

«Δεν τους συγχωρώ τους βασανιστές μου. Αν το κάνω σημαίνει ότι τους δίνω το ελεύθερο να το ξανακάνουν».

– Εξοικειώνεται το σώμα με τον πόνο την ώρα των βασανιστηρίων;
Οχι, ο πόνος δεν αντέχεται. Παρηγοριά με την πόνο υπάρχει επειδή κάποτε θα σταματήσει. Οπότε, ως πεπερασμένο συμβάν ξέρεις πως κάποτε θα τελειώσει. Από κάποιο σημείο και μετά δεν θυμάσαι. Δεν καταλαβαίνεις. Οι άλλοι νομίζουν πως έχεις πάθει κάτι. Αυτό που σου σβήνει το φως στο τούνελ είναι ο φόβος.Έτσι και μπεις στον φόβο, τότε μπαίνεις πολύ κοντά στην παράνοια.

– Εσείς αυτόν τον φόβο τον αισθανθήκατε;
Οχι, δεν φοβήθηκα. Μοιάζουν κυνικά αυτά που λέω. Με τράβαγαν, με χτυπούσαν, με έδεσαν στον πάγκο, τους άκουγα πώς μιλούσαν μεταξύ τους. Όμως αισθανόμουν ότι ανήκω σε έναν κόσμο που δεν έχει σχέση μ’ αυτούς. Αισθανόμουν ότι υπερασπίζω κάτι πολύ υψηλό, τους φίλους μου, όχι ιδέες, όχι κάποιον «ισμό», κάτι αφηρημένο, αλλά συγκεκριμένους ανθρώπους που είμαστε φίλοι και που τόλμησαν από την πρώτη μέρα της Δικτατορίας και βγήκαν στους δρόμους. Έλεγα μέσα μου ότι αυτά τα σκουλήκια δεν θα μου φάνε αυτόν τον κόσμο.

– Εχετε συγχωρήσει τους βασανιστές σας;
Δεν τους συγχωρώ. Αν το κάνω σημαίνει ότι τους δίνω το ελεύθερο να το ξανακάνουν. Δεν θέλω να τους εκδικηθώ, θέλω να τους αναλάβει η Δικαιοσύνη. Πρέπει να πληρώσουν και δεν πλήρωσαν. Τα εγκλήματα πολέμου δεν παραγράφονται. Μπορεί να έχει καταργηθεί η θανατική ποινή, αλλά όχι για τους εγκληματίες πολέμου. Το θεωρώ σωστό όχι για να τιμωρηθούν, αλλά για να υπάρχει η αίσθηση ότι αργά ή γρήγορα θα το πληρώσουν. Να υπάρχει η έννοια της Δικαιοσύνης. Να ξέρει ο άλλος ότι όταν χτυπάει ένα μικρό αγόρι ή βάζει ξύλο στα γεννητικά όργανα μιας κοπέλας, αυτό που κάνει είναι παράνομο. Θα το πληρώσει, δεν είναι κυρίαρχος να κάνει ό,τι θέλει.

Οι «Ανθρωποφύλακες», ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά βιβλία των τελευταίων 50 ετών.

– Η αντιστασιακή δράση έφτιαξε, ωστόσο, και πολιτικές καριέρες για κάποιους. Εσείς τι λέτε γι’ αυτό;
Τα έχω ζήσει από μέσα, στο Πολυτεχνείο δεν ήμουν γιατί βρισκόμουν στο εξωτερικό. Αν κάποιος πέρασε έξω από το Πολυτεχνείο και στη συνέχεια είπε πως πήρε μέρος στην εξέγερση, αυτό καταλαβαίνουμε πως έχει διαφορά. Δεν έχει αναλυθεί όπως πρέπει ότι η αντίσταση του ελληνισμού στο εξωτερικό έπαιξε καθοριστικό ρόλο και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την έξοδο της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Υπήρξε πίεση, δεν ήταν μόνο 200 Έλληνες φοιτητές, αλλά 15.000 Γάλλοι. Σε όλη την Ευρώπη αυτό. Έβλεπες διάφορους που έλεγαν ότι πετύχαμε διάφορα και στην πραγματικότητα ήταν στο πεζοδρόμιο και μας κοιτούσαν. Εντάξει, πάλι καλά που κατέβηκαν. Η εμπειρία μου λέει πως αυτοί που πραγματικά έκαναν αντίσταση, δεν έκαναν καριέρα. Μερικοί από αυτούς, αν και πέρασαν τα πάνδεινα, ούτε καν ανέφεραν την περίπτωσή τους.

– Είμαι σίγουρος πως οι αφανείς θα είναι πολλοί και δεν θα τους μάθουμε ποτέ. Και ίσως καλύτερα έτσι…
Υπάρχουν κορίτσια που τράβηξαν πολλά. Ζήτησα, για τα 50 χρόνια από τη Χούντα, σε μερικές από αυτές να κάνω ένα ρεπορτάζ για τις γυναίκες στην αντίσταση. Καμία δεν ήθελε να μιλήσει. Ακόμη κι αυτά που μαθαίναμε για τα κορίτσια και τι τραβούσαν δεν τα μαθαίναμε από τις ίδιες, αλλά από φίλες τους ή τις αδελφές τους.

«Δεν φανταζόμουν ότι θα γινόταν ένα παγκόσμιο μπεστ-σέλερ οι ”Ανθρωποφύλακες” και θα ενταχθεί στα κλασικά βιβλία του είδους».

– Δεν μιλούσαν από αιδημοσύνη ή για να μην έχουν το στίγμα;
Να σου πω την αμαρτία μου, με μια κοπέλα που είχα κρατήσει σχέσεις, λέω πως ήταν ο συντηρητισμός. Τι θα πουν, τι θα κάνουν. Η γυναίκα ενός φίλου μου ήταν σύνδεσμος επί Χούντας. Την έπιασαν και πέρα από όσα της έκαναν, την έβαλαν στο αιδοίο μια πέστροφα. Καταλαβαίνεις την αιμορραγία. Δεν το είχε πει ποτέ στον άντρα της, αλλά μόνο στην αδελφή της και η αδελφή της, η οποία ήταν κι αυτή κρατούμενη, μου το εξομολογήθηκε και με όρκισε να την το πω. Της απάντησα πως ως γεγονός θα το πω. Έγιναν πολλά πράγματα τα οποία δεν τα μάθαμε. Το κακό χτυπιέται με την καταγγελία. Στο Ισραήλ υπάρχουν ειδικές σχολές που όσοι είχαν σωθεί από τα διάφορα στρατόπεδα μάθαιναν να μιλάνε για να μεταφέρουν την εμπειρία. Οταν μάθεις να μιλάς είναι μια απελευθέρωση. Αν καταπίνεις το δυσάρεστο δρα μέσα σου. Αυτό συμβαίνει με τους βιασμούς μέσα στην οικογένεια.

– Όταν γράφατε τους «Ανθρωποφύλακες» είχατε συνείδηση ότι στην ουσία γράφετε μια ζώσα μαρτυρία, ένα ιστορικό χρονικό που θα μείνει για πάρα πολλά χρόνια;
Όχι, δεν είχα τέτοια αίσθηση. Υπάρχει ένα προηγούμενο από τους «Ανθρωποφύλακες». Όταν τελειώνει η διαδικασία: ταράτσα, 401 κλπ και βρίσκομαι στο κελί, στην απομόνωση, έχω ένα κομφούζιο στο μυαλό μου. Είναι όλα ανακατεμένα. Για να περάσει η ώρα προσπαθούσα να το κάνω αφήγημα. Οπότε, τις μέρες της απομόνωσης τις πέρασα ανασυγκροτώντας αυτό που έπρεπε να ξεχάσω. Βγαίνοντας έξω με ρωτούσαν οι φίλοι τι έγινε και έλεγα την ιστορία. Δεν ήξερα ότι ήταν απελυθερωτικό. Εγώ το έλεγα για να γίνει γνωστό τι συνέβαινε. Δεν σκεφτόμουν ότι το έκανα για τον δικό μου θεραπευτικό ρόλο.

»Όταν το γράφω, είναι για να υπάρξει μια πληροφόρηση από πρώτο χέρι τι γίνεται στην Μπουμπουλίνας. Κι αυτό για να πάει σε 20-30 ανθρώπους. Δεν φανταζόμουν ότι θα γινόταν ένα παγκόσμιο μπεστ-σέλερ και θα ενταχθεί στα κλασικά βιβλία του είδους, ούτε ότι θα μπει στην ανθολογία για το φαινόμενο των βασανιστηρίων της Διεθνούς Αμνηστίας και με πρόλογο του ΟΗΕ. Ήταν αδιανόητο. Για να καταλάβεις τη νοοτροπία μας: μέχρι τον πολύγραφο σκεφτόμασταν εμείς. Η εκδίκηση του πολυγράφου.

«Εχω μια διαμορφωμένη επαναστατική θεωρία -και ας διαφωνούν οι πάντες μαζί μου- ότι η ζωή είναι ενιαία», λέει ο Περικλής Κοροβέσης στον συντάκτη του Αndro, Διονύση Μαρίνο.

– Συγγνώμη, αλλά ούτε κι αυτό το εξαργυρώνετε. Άλλος στη θέση σας θα ζούσε πλέον από τα βιβλία του, θα γινόταν ένας διεθνής συγγραφέας. Σαν να μην σας ενδιαφέρουν οι τιμές.
Ωραία ερώτηση. Όταν βλέπεις τη φωτογραφία σου και μια ολόκληρη σελίδα στον Observer, αυτά δεν θα σου πληρώσουν το νοίκι και να σου βάλουν φαγητό στο τραπέζι. Επομένως, είναι άλλο το έργο κι άλλες οι ανάγκες του εαυτού. Στο σημείο που το ταυτίζεις φτιάχνεις έναν ψεύτικο εαυτό που δεν είσαι ο ίδιος. Τα πράγματα που έχω ανάγκη είναι λίγα. Μια καλή παρέα, να τραγουδήσουμε και τρία καλαμπούρια σε ένα μικρό ταβερνάκι στο Μεταξουργείο. Τι παραπάνω; Μετά θα έχεις ένα φλερτ και θα φύγετε μαζί, κάτι που θα είναι επιλογή και των δύο. Τι άλλο θέλεις; Παρά τη φτώχεια, ούτε τα βιβλία ούτε οι δίσκοι μου έλειψαν. Τα φιλμ που ήθελα να δω τα είδα. Τώρα μου κακοφαίνεται που τα πράγματα έχουν γίνει τόσο εύκολα.

– Χάνεις έτσι την αίσθηση της προσπάθειας για να κερδίσεις κάτι.
Βέβαια. Θυμάμαι έναν κινηματογράφο στο Παρίσι που άρεσε και στον Ντεμπόρ. Μετά τις 12 έβαζε μια κλασική ταινία και μαζευόμασταν καμιά 60αριά για να δούμε την ταινία. Ήταν μια απόλαυση. Με ένα σάντουιτς στο χέρι. Η έννοια της περιπέτειας για να δεις το έργο. Αυτό μου έχει λείψει.

– Παράλληλα με την πολιτική πορεία, στη ζωή σας συλλειτουργεί και η τέχνη. Οι λέξεις, οι μουσικές, οι ταινίες, το θέατρο. Τι ρόλο έχει παίξει η τέχνη στη ζωή σας;
Έχω μια διαμορφωμένη επαναστατική θεωρία και οι πάντες διαφωνούν μαζί μου. Η ζωή είναι ενιαία. Από τον τρόπο που περπατάμε ως τον τρόπο που δουλεύουμε, που παλεύουμε και διεκδικούμε πράγματα στην κοινωνία. Δεν ξεχωρίζω την πολιτική στράτευση από την καλλιτεχνική. Είναι το ίδιο πράγμα. Το ότι εμείς δουλεύουμε σε κάποιο Μέσο είναι σύμπτωση. Υπάρχουν άλλα παιδιά που κάνουν εναλλακτικά πράγματα με ίδια μέσα. Αυτό είναι η θεωρία της ζωής μου. Να παίξεις σαν τον Τσάρλι Πάρκερ που έκανε το bebop έχει την ίδια βαρύτητα με έναν λόγο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Όταν το περιορίσεις σε ένα οικονομικό επίπεδο γίνεται δογματισμός και περιορίζει τα άλλα δικαιώματα. Το σύνολο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι το σύνολο της επανάστασης. Η τέχνη είναι πολύ σημαντικό μέρος γιατί μας κάνει και επικοινωνούμε με το υποσυνείδητό μας και διαμορφώνει μια άλλη κοινότητα.

»Εχουμε σκεφτεί ποτέ ότι ένα πανηγύρι διαμορφώνει την κοινότητα ενός χωριού; Κι αυτό το κάνει ένας κλαρινιτζής. Ένα κλαρίνο το κάνει, είναι η ψυχή του χωριού. Ακόμη και τώρα. Στις ντισκοτέκ όλοι χτυπιούνται με τα ξένα τραγούδια, αλλά στο τέλος παίζουν δημοτικά ή ρεμπέτικα.

«Ήμουν από τις πρώτες μέρες του ΣΥΡΙΖΑ. Το 2009 καταλαβαίνω ότι σε ένα κόμμα χωρίς δομές και όργανα, που πάει να γίνει αρχηγικό, τα πράγματα θα γίνουν ανεξέλεγκτα. Και αποχώρησα διακριτικά».

– Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς προέκυψε στη ζωή σας;
Ήμουν από τις πρώτες μέρες του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν μια ιδέα του Μπανιά. Ήμασταν φίλοι από την εποχή του 114. Αν και εγώ είχα ξεκόψει από την παραδοσιακή Αριστερά από το ’70, με βρήκε και μου πρότεινε να γράφω άρθρα στην Εποχή με σκοπό να κάνουμε μια προσπάθεια, μπας και γίνει κάτι. Συμφώνησα με την ιδέα και έτσι έγινε η στήλη «Αριστερή Ανακύκλωση», να καταλάβουμε ότι η Αριστερά τέλειωσε όπως την ξέραμε, αλλά όχι το υλικό της, καθώς υπάρχουν πολύτιμα πράγματα.

»Κάναμε λόγο για την Αριστερά του 21ου αιώνα. Μιλάμε τώρα για το 1999. Μπήκαν πολλοί σε αυτή την προσπάθεια και έτσι ξεκίνησε ως μια συσπείρωση της Άκρας Αριστεράς. Είχε μια δυναμική και κάποιοι του Συνασπισμού έβλεπαν πως κάτι μπορεί να βγει απ’ αυτό. Ωστόσο, ο Συνασπισμός μπήκε πολύ διστακτικά. Ο Κωνσταντόπουλος δεν ήρθε ποτέ. Αρνητική στάση υπήρξε από τον Κουβέλη κι αυτός που το αγκάλιασε ήταν ο Αλαβάνος. Αυτή η δυναμική που δημιουργήθηκε από τα κάτω, παρά το γεγονός ότι το εκλογικό ποσοστό ήταν μικρό, ο κόσμος ενδιαφέρθηκε αρκετά.

«Ο έρωτας είναι η δύναμη της ζωής. Ο,τι πιο δυνατό συναίσθημα έχουμε είναι στον έρωτα».

– Μετά όμως έχουμε την μετάβαση από τον Αλαβάνο στον Τσίπρα.
Δεν ξέρω πως έγινε αυτή η μετάβαση, αλλά ο Αλαβάνος δέχθηκε πολλές επιθέσεις. Υποθέτω πως έβαλε μπροστά τον Τσίπρα για να λειτουργήσει ως μια μορφή ασπίδας για να συνεχιστεί η ίδια πολιτική, αλλά ο Τσίπρας αποδείχθηκε πως είχε άλλες σκέψεις. Η έννοια ήταν να γίνει ένα αρχηγικό κόμμα που θα έχει μια πολιτική που θα τραβήξει αριστερούς ψηφοφόρους και θα δώσει την υπόσχεση για μια άλλη πολιτική, αλλά στην ουσία θα γίνει μια υπάρχουσα πολιτική δύναμη του συστήματος.

– Οπερ και εγένετο…
Οπερ και εγένετο. Οπότε το 2009, όταν διαμορφώνεται στο πρώτο Συνέδριο η κατάσταση, καταλαβαίνω ότι σε ένα κόμμα χωρίς δομές και όργανα, εμφανίζεται ένας αρχηγός, τα πράγματα θα γίνουν ανεξέλεγκτα. Διακριτικά έφυγα μια που είχα την δυνατότητα να λέω την άποψή μου από την εφημερίδα. Έκτοτε, συνέχισα την πορεία μου.

«Δεν υπάρχει αριστερή κυβέρνηση. Ολες οι κυβερνήσεις είναι δεξιές».

– Η Αριστερά κυβέρνησε, όντως;
Οχι! Διαχειρίστηκε την κατάσταση. Υπάρχουν ντοκουμέντα του ΟΟΣΑ για το πώς κυβερνιέται μια χώρα. Κάτι που είναι υποχρεωτικό. Οι εθνικές κυβερνήσεις στις μέρες μας είναι αντιπροσωπίες της κεντρικής εξουσίας που είναι αόρατη. Υπάρχει η ΕΕ, πίσω απ’ αυτήν υπάρχουν οι τράπεζες και πιο πίσω η αγορά. Υπάρχει μια αναρχία. Υπάρχουν οι θεσμοί του κέρδους, εντελώς υπερεθνικοί. Είναι σαν το ποδόσφαιρο που παίζεται με κανόνες. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Είναι δεδομένο πως δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα.

»Τα κεκτημένα του εργατικού κινήματος θεωρούνται αρχαϊκές μορφές, το εγγυημένο μεροκάματο θεωρείται τροχοπέδη στην ανάπτυξη, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις εμποδίζουν να συνεννοηθείς με τον εργοδότη σου προσωπικά. Γι’ αυτό βάζω τα ανθρώπινα δικαιώματα ως επαναστατική θεωρία. Ό,τι έχει κερδηθεί ως τώρα είναι κεκτημένα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή τη στιγμή βλέπουμε μπροστά μας το κίνδυνο της καταστροφής του περιβάλλοντος. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας διαμορφώνεται ένα κίνημα που στηρίζεται σε επιστήμονες που μας λένε ότι σε 50 χρόνια θα πρέπει να πούμε χαιρετίσματα, δεν θα υπάρχουμε.

«Η Ελλάδα είναι δεξιά χώρα. Συντηρητική νοοτροπία. Το βλέπω και στην καθημερινότητα. Πραγματικός επαναστάτης είναι αυτός που θα μπορέσει να κάνει μια κοινότητα στην πολυκατοικία που μένει!».

– Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα δυστοπικό περιβάλλον. Τι δυνατότητες μπορεί να έχει η Αριστερά;
Δεν υπάρχει αριστερή κυβέρνηση. Όλες οι κυβερνήσεις είναι δεξιές. Αυτό που υπάρχει είναι κίνημα. Η πραγματική πολιτική μιας Αριστεράς είναι στο δρόμο. Αυτό πιέζει κι αυτό κάνει τις μεταρρυθμίσεις. Το πρώτο κράτος Πρόνοιας έγινε από τον Μπίσμαρκ, ένας ακροδεξιό μιλιταριστή επειδή υπήρξε αίτημα. Το εργατικό κίνημα πίεσε τον Μεταξά στα δικά μας. Ακόμη και στη Γερμανία των ναζί υπήρξε το κίνημα των Γερμανίδων που είχαν παντρευτεί Εβραίους που λογικά θα πήγαιναν σε στρατόπεδα. Εκείνες οι γυναίκες έκαναν συλλαλητήρια μέσα στο ναζιστικό καθεστώς και το κατάφεραν αυτό που ήθελαν. Το κοινοβούλιο στην ουσία είναι μια ευνουχισμένη Δημοκρατία.

– Αρα, λέτε, το παιχνίδι παίζεται ακόμη αλλά με διαφορετικούς όρους;
Ναι, ακριβώς. Μετά τον Γαλλικό Μάη, όλα τα κινήματα είναι εκτός κομμάτων. Δεν είναι τυχαίο. Τώρα, έχουμε πολλούς νεκρούς στη Χιλή. Βγήκε ένα σύνθημα «μπορούμε να παλεύουμε χωρίς κόμμα». Τα κόμματα έχουν χάσει το ρόλο που είχαν τον 19ο και 20ο αιώνα. Εξού και η άνοδος της ακροδεξιάς.

«Κάθε συζήτηση για το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει θεός είναι περιττή».

– Την φοβάστε αυτή την άνοδο; Δεν αναφέρομαι μόνο στη Χρυσή Αυγή, αλλά γενικότερα.
Φοβάμαι την ακροδεξιά της Λεπέν. Όταν θα αποκτήσει το κύρος και τη σοβαρότητα μιας εναλλακτικής λύσης και θα δεις έναν παλιό κομμουνιστή να σου πει «η Λεπέν τα λέει ωραία». Αυτό το φοβάμαι. Ο καπιταλισμός και ο φασισμός είναι απολύτως συμβατά. Ο καπιταλισμός μπορεί να δεχθεί ένα προχωρημένο Κεϋνσιανό μοντέλο, αλλά μπορεί να δεχθεί και τον Χίτλερ ή τον Μουσολίνι. Τη δουλειά του την κάνει.

– Στο μαλακό υπογάστριο της ελληνικής κοινωνίας υπήρχε το σπέρμα της Χρυσής Αυγής;
Ε, βέβαια! Η Ελλάδα είναι δεξιά χώρα. Συντηρητική νοοτροπία. Το βλέπω και στην καθημερινότητά μου. Ο πραγματικός επαναστάτης είναι αυτός που θα μπορέσει να κάνει μια κοινότητα στην πολυκατοικία (γελάει).

– Πολύ δύσκολο…
Όλοι είναι στα μαχαίρια, γι’ αυτό.

– Έχετε σκέψεις για το επέκεινα; Πιστεύετε στον θεό;
Κάθε συζήτηση για το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει θεός είναι περιττή. Αυτοί που υποστηρίζουν ότι υπάρχει δεν μπορούν να το αποδείξουν κι αυτοί που λένε πως υπάρχει, επίσης, δεν μπορούν να το αποδείξουν. Επομένως, αφού είναι στο επέκεινα και δεν μπορεί να το πιάσει ανθρώπινος νους γιατί να παιδεύομαι αν υπάρχει ή δεν υπάρχει. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα, τα οποία τα μελετώ και που βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Πάνω κάτω στις βασικές αρχές μοιάζουν. Όταν είναι να εφαρμοστούν για το κοινό καλό, τα βρίσκω χρήσιμα. Όταν είναι, όμως, στην υπηρεσία της εξουσίας είναι επικίνδυνα.

– Εχω την αίσθηση ότι οι «ισμοί» σπάνια λειτουργούν υπέρ της κοινωνίας. Από τον κομμουνισμό έως τον χριστιανισμό. Εσείς τι λέτε;
Ναι! Η ζωή δεν μπορεί να περιχαρακωθεί σε ένα δόγμα. Είναι ίδια η Φυσική ή η Μοριακή Βιολογία στις μέρες μας όπως ήταν πριν από 30 χρόνια; Όχι βέβαια. Ακόμη και η επιστήμη είναι προσωρινή.

– Ο έφηβος Περικλής υπάρχει ακόμη μέσα σας;
Αν δεν υπήρχε ο καθρέφτης θα είχα την εντύπωση πως είμαι 18 ετών. Και αν δεν υπήρχαν τα προβλήματα δυσκινησίας που έχω. Σαν εσωτερική διάθεση, όσο θα έβρισκα ωραία τη φωτογράφο μας (γελάει) όταν ήμουν 18 ετών, τόσο την βρίσκω και τώρα. Και μάλιστα τώρα έχω και την εμπειρία. Δεν είμαι πλέον ένα ανώριμο παιδαρέλι.

Κάποια από τα βιβλία του Περικλή Κοροβέση.

– Με τη φθορά έχετε συμβιβαστεί;
Τη φθορά την προκαλούμε εμείς με την αδράνεια και την απόσυρση. Η φύση μάς έχει προικίσει με τα βασικά. Οχι φυσικά να πάρεις μέρος στους Ολυμπιακούς, αλλά να είμαστε καλά ως το τέλος. Είμαστε καλά προστατευμένοι για να κρατήσουμε μια αξιοπρεπή ζωή ως το τέλος. Το θέμα είναι πώς αισθάνεσαι όταν θα δεις μια ανθισμένη τριανταφυλλιά ανεξάρτητα την ηλικία σου.

«Όταν περιορίζεις τον έρωτα δημιουργούνται καρκινώματα, σεξουαλικά κυρίως. Το βλέπουμε με την παιδεραστία στην Καθολική Εκκλησία».

– Η ζωή είναι ωραία;
Ναι! Η ζωή είναι ένα δώρο γιατί μπορεί να σου δώσει το συναίσθημα της υπέρβασης του θανάτου. Αν αρχίσω να μελετώ τους αρχαίους πολιτισμούς αποκτώ μια ζωή εκατοντάδων ετών. Έχουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σαν να είσαι θεός. Από εμάς εξαρτάται. Το θέμα είναι να μην χάσεις την τέλεια δύναμη που είναι η ζωή και αντί να σε απασχολούν οι διαμάχες των Φαραώ να σε απασχολεί τι λέει ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης. Είναι πνευματικός υποσιτισμός.

– Ο έρωτας είναι αναστολέας του θανάτου;
Είναι, ναι. Ο έρωτας είναι η δύναμη της ζωής. Ο,τι πιο δυνατό συναίσθημα έχουμε είναι στον έρωτα. Αν δεν ήταν τόσο δυνατό ουδείς θα γαμούσε, θα έκανε κάτι άλλο. Όταν περιορίζεις τον έρωτα δημιουργούνται καρκινώματα, σεξουαλικά κυρίως. Το βλέπουμε με την παιδεραστία στην Καθολική Εκκλησία. Ο έρωτας είναι μια φυσική ενέργεια. Είναι σαν τις φυσικές καταστροφές που φράζουν τα ποτάμια. Αν το φράξεις το ποτάμι έγινε η καταστροφή. Δεν είναι τυχαίο ότι η εξουσία επεμβαίνει στον έρωτα. Πράγμα αδιανόητο στην Αρχαία Ελλάδα. Η σεξουαλική επιθυμία είναι μια ελευθερία. Επιλέγεις κάποιον ή κάποια επειδή σου αρέσει. Είναι η δική σου επιλογή. Άρα θα το κάνεις παντού: στην πολιτική, την τέχνη κι αλλού. Αυτός ο άνθρωπος είναι άχρηστος για την εξουσία.

– Βέβαια υπάρχουν κομμουνιστές που δεν δέχονται τους ομοφυλόφιλους.
Συμβαίνει γιατί από τον κομμουνισμό πήρε το κομμάτι της εξουσίας κι όχι της απελευθέρωσης. Έχει μάθει να διατάζει. Τα έχω ζήσει αυτά. Οταν βγήκαν οι μίνι φούστες θυμάμαι τη γραμμή του κόμματος. Ή τα μακριά μαλλιά και το ροκ ν΄ ρολ και τα ρεμπέτικα.

– Μετανιώνετε για κάτι στη ζωή σας;
Οχι. Ταυτίζομαι με τον Βαμβακάρη: «Τέτοια ζωή που έκανα κι αυτή θα ξανακάνω». Είμαι ευχαριστημένος. Αν αφαιρέσουμε την πολιτική δράση, τα άρθρα και οτιδήποτε άλλο είναι εξωτερικό και χειροπιαστό, υπάρχει μια πάλη εσωτερική που όσο μπόρεσα να ψάξω τον εαυτό μου, το έκανα. Όσο μπόρεσα. Μπορεί να υπάρχουν και πράγματα που θα ανακαλύψω στη συνέχεια, δεν ξέρω.

 

//Φωτογραφίες: Κατερίνα Χατζηδημητρίου.

 

Διαβάστε ακόμα: Κωστής Γκιμοσούλης – «Όλα είναι μάταια, αλλά αυτό μου δίνει θάρρος για να συνεχίσω».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top