Επειδή οι ιστορίες του Ιουλίου έχουν βαρύνει λιγάκι το κλίμα της στήλης, αποφάσισα να το ελαφρύνω σήμερα, και να αποχαιρετήσω τον Θεριστή με την εικόνα της γκιλοτίνας, που ξέρουμε ότι οι Γάλλοι την εφηύραν για ανθρωπιστικούς λόγους, για έναν ανώδυνο θάνατο, που σε μένα θυμίζει και τον ανώδυνο τοκετό, πιθανόν επειδή γεννήθηκα Ιούλιο.
Η εισαγόμενη γκιλοτίνα που λειτούργησε στην Ελλάδα βρίσκεται στο Γουδί, στο λεγόμενο Μουσείο Εγκληματολογίας, που αξιώθηκα να το επισκεφθώ προ δεκαετίας, για να διαπιστώσω ότι ο Φώτης Γιαγκούλας ήταν όντως ομορφόπαιδο. Το κομμένο κεφάλι του διατηρείται σε ένα βάζο φορμόλης.
Η γκιλοτίνα που τώρα με απασχολεί, όμως, είναι η αυθεντική, η πρωτότυπη, που στήθηκε (ξανά) στο Παρίσι, στις 6 Νοεμβρίου 1888, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης και κοσμοσυρροή στην πλατεία, καθότι ο μελλοθάνατος είχε αναστατώσει την Ευρώπη επί σειρά ετών, και οι Παριζιάνοι θα είχαν το προνόμιο να τον δουν να σκοτώνεται live.
Για τον ίδιο λόγο, για να δει την εκτέλεση, ήρθε στην Πόλη του Φωτός, από την Αρλ, ένας φτωχούλης ζωγράφος, που είχε προσφάτως τσακωθεί με τον πιο αγαπημένο του φίλο, επίσης ζωγράφο, και τον είχε δει να κόβει τον λοβό του αυτιού του, για να τον στείλει σε μια πανέμορφη πόρνη. Σωστά: ο ζωγράφος ήταν ο Πολ Γκογκέν, που φήμες λένε ότι εκείνος είχε κόψει το αυτί του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, κι αν θέλετε, τις πιστεύετε. Εγώ προτιμώ την εκδοχή με την πόρνη.
Το βέβαιο είναι ότι ο Γκογκέν αισθάνθηκε μια σύνδεση ανάμεσα στον επικείμενο αποκεφαλισμό και στον πρόσφατο ακρωτηριασμό του Βαν Γκογκ, γι’ αυτό άνοιξε δρόμο μέσα απ’ το πλήθος, ενώ έσπρωξε και τους φρουρούς, ώστε να δει τον μελλοθάνατο από κοντά, ου μην και κατάματα, όπως είδα εγώ τον Φώτη Γιαγκούλα. Και τι κατάλαβα;
Στο Παρίσι, η εκτέλεση πήγε στραβά, και ο ανώδυνος θάνατος πήγε περίπατο: ο κατάδικος δεν είχε τοποθετηθεί στην κατάλληλη θέση, και η λαιμητόμος δεν έκοψε όλο τον λαιμό, με αποτέλεσμα ο δήμιος να μετακινήσει το θύμα του, που ασφαλώς σφάδαζε από τον πόνο. Ο Γκογκέν έκλεισε τα μάτια και θησαύρισε τον τρόμο κατάστηθα, κι έφτιαξε ένα ενθύμιο φρίκης, το πιο γκροτέσκο δημιούργημά του, που φέρει τον τίτλο: «Κούπα υπό μορφή κεφαλής. Αυτοπροσωπογραφία».
Το πρόσωπο είναι όντως του Γκογκέν, αλλά ο κομμένος και ματωμένος λοβός του αυτιού ανήκει στον Βαν Γκογκ, ενώ ο κομμένος (και ματωμένος) λαιμός, δηλαδή η βάση της κούπας, ανήκει στον εκτελεσμένο. Πρόκειται για ένα μακάβριο μωσαϊκό.
Κυρίως, πρόκειται για μιαν ανατριχιαστική τριπλή ταύτιση, μια τριαδική μορφή, στην οποία προστίθεται κι άλλο ένα πρόσωπο, όπως αποκαλύπτει η ακόλουθη επιστολή, της 6ης Ιανουαρίου 1889: «Μην πάρετε σοβαρά την υπόθεση του Prado. Εγώ είμαι ο Prado, είμαι επίσης ο πατέρας του Prado […]. Ήθελα να δώσω στους Παριζιάνους μου, τους οποίους αγαπώ, μια νέα ιδέα – εκείνη ενός αξιοπρεπούς εγκληματία».
Ο παραλήπτης της επιστολής ήταν ο Γιάκομπ Μπούρκχαρντ, που είπε κάποτε ότι «το πνεύμα σκάπτει». Ο συντάκτης ήταν ο Φρειδερίκος Νίτσε, που έσκαψε τόσο βαθιά, ώστε το πνεύμα του σκοτείνιασε αγιάτρευτα. Αλλά στις 6 Γενάρη τιμούμε τα Φώτα.
Ο Πράντο ήταν προφανώς το θύμα της γκιλοτίνας, ένας αξιοπρεπής εγκληματίας για τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα, γεγονός που συνιστά ειρωνεία, εφόσον οι Times του Λονδίνου τον παρουσίαζαν ως τον «πιο συναρπαστικό άνθρωπο του κόσμου». Και δεν ξέρουμε σήμερα ούτε καν το όνομά του.
Το Πράντο ήταν ψευδώνυμο, ενώ ο άνθρωπος ήταν γνωστός και ως Κόμης του Σαντιγιόν. Σύμφωνα με τους Times, ο Πράντο είχε ταξιδέψει σε Μοζαμβίκη, Ινδία και Κίνα, πέρασε και από τη Βόρεια Αμερική, και κατά το 1872 υπηρέτησε ως υπολοχαγός στους Καρλιστές, εκεί που ήθελε να καταταγεί και ο Πολ Βερλέν, για να ξεπεράσει τον χωρισμό του από τον Ρεμπώ – τελικά δεν έκανε τίποτα.
Ο Πράντο, αντιθέτως, τραυματίστηκε, κι έτσι ερωτεύτηκε μια νοσοκόμα από το Τάγμα του Σαιντ Βίνσεντ ντε Πολ – και υπογραμμίζω: Βίνσεντ∙ και Πολ. Ο Πράντο την παντρεύτηκε κιόλας τη νοσοκόμα, και πήγαν μαζί στους Αγίους Τόπους, αλλά εκείνη πέθανε μυστηριωδώς στην επιστροφή, όπως συνέβη και στη δεύτερη σύζυγο του Πράντο, ο οποίος, πάντως, δεν κατηγορήθηκε για τους θανάτους ποτέ.
Μετά τη διπλή χηρεία, και ύστερα από μια σειρά εντυπωσιακών διαρρήξεων σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, ο Πράντο πήγε στη Γαλλία κι εκμεταλλεύτηκε μια κοπέλα (καίτοι ουδείς ξέρει πώς την εκμεταλλεύτηκε), η οποία τον κατηγόρησε, τελικά, για τη δολοφονία μιας πόρνης – να το πιστέψουμε;
Η αστυνομία το πίστεψε, και ο Πράντο συνελήφθη στο Παρίσι, οπότε η ιστορία του βγήκε στην επιφάνεια, συναρπάζοντας όλη την Ευρώπη. Αυτή ήταν η ατυχία του – δηλαδή: τα στοιχεία εναντίον του Πράντο δεν επαρκούσαν, αλλά η υπόθεση έλαβε τόσο μεγάλες διαστάσεις, ώστε οι δικαστές τον έστειλαν στην καρμανιόλα για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα. Τα άλλα τα είδαμε, με μάτια κλειστά. Και τι καταλάβαμε;
Θα σας πω αμέσως – μάλλον, θα μας το πει ο Φρειδερίκος Νίτσε, ο οποίος, μόλις τον Δεκέμβριο του 1888, έγραψε στον Αύγουστο Στρίντμπεργκ ότι είχε συντάξει με «το ύφος του Prado» ένα από τα πιο παράδοξα έργα του, το Ecce Homo. Ο Πιλάτος, λοιπόν, σπρώχνει τον Θεό στον εξώστη, και ο όχλος παραληρεί με κακία. Κι ο δικαστής λέει: Ίδε ο Άνθρωπος!
Διαβάστε ακόμα: Ο «Άγιος του Ξίφους» Μιγιαμότο Μουσάσι. Γράφει ο Κυριάκος Μαργαρίτης.