Είχε νυχτώσει. Δεν έφυγα από το σπίτι του Ιόλα αυτή τη βραδιά. Κάθισα κοντά του. Ήθελα να ακούσω τα πάντα για τον Σουρεαλιστή καλλιτέχνη που λάτρευα και εγώ και εκείνος. Τον René Magritte.
«Ήταν το 1946 που πήγα να βρω και να γνωρίσω τον René Magritte, του οποίου η δουλειά, από την πρώτη στιγμή που την είδα με είχε αναστατώσει.
Τον επισκέφτηκα στο σπίτι του στις Βρυξέλλες . Έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα, το οποίο είχε μια μικρή κουζίνα. Ήταν- δεν ήταν πενήντα τετραγωνικά και είχε το καβαλέτο του και ζωγράφιζε, ενώ η γυναίκα του, Georgette, μαγείρευε.
Είχε ένα πιάνο μέσα εκεί, γιατί η γυναίκα του η Georgette, έπαιζε καταπληκτικό πιάνο. Ήταν τόσο λιτός, τόσο απλός, τόσο τρελός… Μόλις τον έβλεπες, σε τραβούσαν σαν μαγνήτης τα μάτια του.
Ήταν σεμνός με την δουλειά του και τα έργα του. Δεν μιλούσε πολύ και τι να πει άλλωστε. Σου έλεγαν τόσα πολλά τα έργα του. Το χιούμορ του, δε, ήταν το πιο εξαίσιο χιούμορ που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Από την στιγμή που τον γνώρισα, γίναμε φίλοι. Ήθελα να του οργανώσω, και μάλιστα γρήγορα, μια έκθεση στη Νέα Υόρκη πράγμα που έγινε λίγους μήνες μετά. Η φιλία μας ήταν πολύ ακριβή μέχρι τον θάνατό του.
“Κάθε στιγμή φανερώνει το απόλυτο μυστήριο του παρόντος”, έγραφε στο ημερολόγιό του ο René Magritte. Ήταν ο μόνος ζωγράφος που η φαντασία του και τα όνειρά του ήταν τεράστια. Ήταν αντικομφορμιστής και πνευματώδης. Ήταν γοητευτικός. Αγαπούσε τη λογοτεχνία, όσο τις εικόνες του, με τον ίδιο δυνατό τρόπο. Ήταν αστός και φιλήσυχος άνθρωπος. Ήταν πραγματικά μεγάλος.
Η μητέρα του είχε αυτοκτονήσει, όταν ο ίδιος ήταν 12 χρονών. Όταν ήταν φοιτητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, στις Βρυξέλλες, το 1925, έβαλε τα κλάματα μπροστά σε ένα πίνακα του De Chirico.
Δεν του άρεσαν τα ταξίδια. Με το ζόρι τον έφερνα στην Αμερική. Μια ολόκληρη ζωή αγαπούσε την γυναίκα του, τη Georgette, με την οποία έμενε πάντα στο ίδιο σπίτι. Έφτιαχνε κολάζ και ακουαρέλες, λάδια με τίτλους ποιητικούς. Έγραφε και σχεδίαζε πολλά αντικείμενα.
“Η ελευθερία, ο έρωτας και η ποίηση σημαίνουν ότι το αδύνατο μας ελκύει”, έλεγε συχνά.Εγώ στα έργα του έβλεπα ό,τι κρύβει πίσω μας η πραγματικότητα. Αν αυτό είναι μαγεία τότε άφηνα τα έργα του να με μαγεύουν.
Ήταν μέσα σε ένα δωμάτιο όλη του τη ζωή και όμως είχε αυτήν την ιδιαιτερότητα, τους τέλειους τρόπους ενός πολίτη του κόσμου. Η συντροφιά του, οι συζητήσεις μαζί του, σε έκαναν διαφορετικό. Ότι συνέβαινε και με τον Max Ernst. Αισθανόσουν μαζί τους, εκλεκτός. Δεν είναι αμαρτία να γίνεις τέλειος όταν λατρεύεις το ωραίο.
Έβλεπα ότι ο René Magritte είχε καθιερώσει έναν ολόδικό του κόσμο ζωής και σκέψης. Είχε ένα μοντέλο δικό του. Η πνευματικότητά του αποτυπωνόταν στα έργα του και αυτά με τη σειρά τους, πνευματοποιούσαν τις αισθήσεις μου».
Διαβάστε ακόμα: Έτσι σώθηκε το Πιλοποιείο του Πουλόπουλου.