Τον καιρό του Μεγάλου Πολέμου, κατά το έτος 1915, ο μέγας Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ (ναι: ο κατοπινός φασίστας) μελετά τα σημειωματάρια του μακαρίτη σινολόγου Ερνέστο Φενολόζα, που ο ποιητής τα έλαβε από τη χήρα του καθηγητή, και κορφολογεί δεκαεφτά ποιήματα της Κίνας, τα οποία θα μεταφράσει αριστουργηματικά, καίτοι δεν ξέρει γρι κινέζικα. Δεν αποκλείεται ο Πάουντ να εργάστηκε με τη χάρη της Πεντηκοστής.
Ο μεταφραστικός αυτός άθλος αποτελεί το ένατο βιβλίο που εξέδωσε ο ποιητής, με τίτλο Κατάη (το όνομα της αρχαίας Κίνας), που εγώ το διαβάζω από την έκδοση της Άγρας, σε εισαγωγή και μεταγραφή του Τάκη Μενδράκου – υπάρχουν κι άλλες, πολλές.
Ύστερα από χρόνια, μετά τον εγκλεισμό στο φρενοκομείο, ο Πάουντ επανήλθε, και πρόσθεσε άλλο ένα ποίημα, το υπ’ αριθμόν 18, το οποίο ενέταξε η κόρη του σε νέα έκδοση του βιβλίου, που κυκλοφόρησε στην Ιταλία, εκεί όπου πήγε κι ο ποιητής για να πεθάνει, πικραμένος από την Αμερική, που την περιέγραψε ως «απέραντο φρενοκομείο».
Τώρα: από τα δεκαοχτώ ποιήματα της οριστικής Κατάη (που θυμίζω ότι είναι το ένατο βιβλίο του Πάουντ), τα εννέα ανήκουν στον κορυφαίο ποιητή της Κίνας, ο οποίος έζησε τον 8ο αιώνα, και τον οποίο ο Φενολόζα αθανατίζει με το ιαπωνικό του όνομα, ως Ριχάκου, εξ ου και η προμετωπίδα του Πάουντ, η τίμια έκφραση της ευγνωμοσύνης του: ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΤΟΥ ΡΙΧΑΚΟΥ.
Σε αυτό το ανεξιχνίαστο όνομα βασίστηκε κάποτε ο κορυφαίος Έλληνας ποιητής της Κύπρου Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ώστε να διαμορφώσει ένα ποιητικό προσωπείο, ένα καινό και αγαθό δαιμόνιο, τον αφηγητή ονόματι Ριμάκο, που ψάλλει γελώντας (μετά δακρύων) σε πλήθος έργων, ειδικότερα κατά τις πρώτες δημιουργικές εποχές του ποιητή.
Ο Χαραλαμπίδης, επιπλέον, εξηγώντας την καταγωγή του ονόματος Ριμάκο, πέρα από τον Ριχάκου και το προφανές παιχνίδι με την ποιητική ρίμα, αναφέρει κι ένα σατιρικό λογοπαίγνιο, είδος αναγραμματισμού, με το όνομα το Εθνάρχη Μακαρίου: ο Ριμάκο είναι ένας ιππότης εκδικητής, που επιτελεί το πιο ερωτευμένο και ερωτικό πραξικόπημα, την αποκαθήλωση του αγαπημένου Αρχιεπισκόπου διά της παρωδίας.
Η ιδιότητα αυτή, του ιππότη εκδικητή, μας επαναφέρει στον Ριχάκου, τα κινέζικα του οποίου υμνούν το κρασί και τον έρωτα, και προπαντός το ταξίδι, και κατά τούτο ομοιάζουν με τις μπαλάντες του Φρανσουά Βιγιόν και τα ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ, με τους οποίους ο Ριχάκου συνδέεται και υπό όρους βιογραφίας. Ο Βιγιόν, εννοώ, ήταν ληστής και φονιάς, ενώ ο Καγιάμ, στα νιάτα του, είχε μιαν εφήμερη κι επιπόλαιη σχέση με τους Ασασίνους, τους μαχαιροβγάλτες του Όρους Αλαμούτ.
Ο ίδιος ο Ριχάκου, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, περιπλανήθηκε στην αχανή επικράτεια της Κίνας ως ιππότης και τιμωρός: ήταν ένας εκδικητής, που διακρίθηκε σε πολεμικές εκστρατείες, και τελικά έγινε θρύλος με το προσωνύμιο Εξόριστος Αθάνατος.
Η πνευματική συγκρότηση του ανθρώπου αυτού, που εκφράζεται στα ποιήματά του, έχει τη ρίζα της στη σοφία του Τάο ή Ταό, που θα πει: Δρόμος. Το έργο του είναι συναφές με το εγχειρίδιο της Τέχνης του Πολέμου, του επίσης ταοϊστή Σουν Τζου, που γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις ανά τους αιώνες, αλλά καμιά δεν ήταν ίδια ακριβώς με την άλλη, καθότι περιείχαν όλες διαφορετικά και πρωτοφανή σχόλια.
Οι Κινέζοι, όπως οι Βυζαντινοί, πίστευαν στη συνέχεια και όχι στις καινοτομίες και στην πρωτοπορία. Οι νέες ιδέες δεν διατυπώνονταν αναιδώς στην κεντρική σελίδα, στα πρωτοσέλιδα, παρά εγγράφονταν ταπεινά στο περιθώριο, με αστερίσκους ή άστρα, κατά τον τίτλο του υπ’ αριθμόν 18 ποιήματος που έβαλε ο Πάουντ στην Κατάη, που το έγραψε κάποιος Μπέιζο: «Στην όχθη του ποταμού των αστεριών».
Το ποίημα μιλά για ένα ατέλειωτο ή ασυντέλεστο σχέδιο, για την απόσταση που χωρίζει τους εραστές, και για τα ρηχά και διάφανα νερά, που δεν γίνεται να τα διαβούνε, όπως δεν γίνεται, αλίμονο, «οι χτύποι της καρδιάς να γίνουν λέξεις». Μα δεν πειράζει.
Θα αρκεί, εννοώ, ένα ασήμαντο ή άσημο σχόλιο, μια υποσημείωση, εντέλει ένα νεύμα: τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι. Η σινική μελάνη είναι αόρατη, το ίδιο και όσοι τολμούν να τη χρησιμοποιήσουν.
Ο Ριχάκου, εν προκειμένω, κατέληξε στη φυλακή το έτος 756, επειδή συμμετείχε στην εκστρατεία ενός πρίγκιπα που εκτελέστηκε ως προδότης. Κι όταν έλαβε χάρη, δυο χρόνια μετά, ο Ριχάκου βάδισε προς ανατολάς, κι έγινε άφαντος. Και μετά; Δεν έχω ιδέα.
Για τον Ριμάκο, πάντως, ο Χαραλαμπίδης λέει ότι ήθελε να υποβάλει με αυτό το όνομα και τη δική του παρουσία, να δηλώσει διακριτικά την προσωπική συμμετοχή του στο έργο, ως εξής: Ριμάκο > Κυριάκος.
Βεβαίως, ο αληθινός ονοματοδότης του ποιητή (και του προσωπείου του) είναι ο άγιος Κυριακός ο Αναχωρητής. Φαίνεται ότι είναι καιρός να πηγαίνω. Όλα είναι Δρόμος.
Το κινέζικο, άρα το αληθινό όνομα του Ριχάκου, είναι ασφαλώς Λι Πο, και τα άλλα πιστεύω τα ξέρουμε, καθότι τα ιστορεί ο Αργύρης Χιόνης στο βιβλίο με τον κρίσιμο τίτλο: «Όταν η σιωπή τραγούδησε και άλλα ασήμαντα περιστατικά».
Εδώ θα βρίσκεται η μυστική σημασία, εδώ θα ανασαίνει όλο το νόημα: «Έσκυψε από τη βάρκα, τη σελήνη για να πιει μες στο νερό· έτσι τον πήρε το Μακρύ Ποτάμι του θανάτου τον Λι Πο». Και λοιπόν;
«Είπαν πως ήταν μεθυσμένος, αλλά και ξεμέθυστος να ήταν, πάλι θα έσκυβε απ’ τη βάρκα, τη σελήνη για να πιει μες στο νερό, γιατί αφάνταστα βαθύς γι’ αυτήν ο έρωτάς του και, κυρίως, γιατί, ως ποιητής, πίστευε, είμαι σίγουρος, ότι μπορούσε τη σελήνη, πράγματι, να πιει μες στο νερό· και το κατόρθωσε». Λοιπόν: εις υγείαν.
Διαβάστε ακόμα: Ο σημαδιακός σερίφης Πατ Γκάρετ.