O “Aέρινος” είναι η αρχή και το τέλος του χορού… (φωτό: ESPN).

Ooh, you make a promise / That you’ll save the last dance for me / Save the last dance / The very last dance / For me…

(Doc Pomus & Mort Shuman)

 

Η παιδική μας ηλικία πιστεύω ότι συνιστά μια σειρά από πρώτες φορές που διαρκούν αιωνίως. Οι πιο ωραίες είναι αδύνατον να τοποθετηθούν με ακρίβεια στα στενά όρια του συμβατικού ημερολογίου. Ακόμα κι όταν κάποια ιστορικά ορόσημα επιβάλλουν ακρίβεια, η παιδική μνήμη αντιστέκεται. Ανακαλώντας το βίωμα, το εντάσσει σε ένα πλέγμα (ή σε ένα δίχτυ) από εικόνες, πολύ ευρύτερο του γραμμικού χρόνου. Για ένα παιδί, η πρώτη φορά είναι απεριόριστη. Και είναι η μόνη.

Εγώ, για παράδειγμα, ξέρω πολύ καλά ότι η πρώτη φορά που παρακολούθησα αγώνα μπάσκετ, ήταν μια μέρα του Ιουνίου, το έτος 1987. Επειδή, όμως, ήμουν πέντε ετών, ιδέαν δεν έχω ποια (συγκεκριμένα) ήταν η ημέρα, καίτοι στάθηκε καθοριστική, εγκαινιάζοντας το ισόβιο πάθος μου για το άθλημα.

Επιπλέον, μόλις επικεντρωθώ στις 14 εκείνου του Ιούνη, όταν σηκώσαμε το τρόπαιο στο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, ο χρόνος, αντί να περιοριστεί, ανατινάζεται: αίφνης, το μαγεμένο 1987 γίνεται όλη η δεκαετία του ’80, πιθανώς και η επόμενη.

«Για ένα παιδί, η πρώτη φορά είναι απεριόριστη. Και είναι η μόνη».

Εκείνο το βράδυ, στο σαλόνι της γιαγιάς μου (κι ας λένε, οι μεγαλύτεροι, ότι είχαμε μαζευτεί σε άλλο συγγενικό σπίτι), τη στιγμή που ο Γιοβάισα αστοχούσε, τα είδαμε όλα, το παρελθόν και το μέλλον, και τα ζήσαμε μονομιάς, με τον οίστρο του μακαριστού Φίλιππου Συρίγου: «Είναι το τέλος!»
Μιλάμε για τη συντέλεια, που ήταν η αρχή ενός νέου, αληθινού κόσμου. Αυτή (εννοώ: η αρχή) δεν τελειώνει ποτέ. Ούτε ο κόσμος της.

Στην ηχώ του «Final Countdown», είχαν ολοκληρωθεί όλα, από τον πόλεμο στα Φώκλαντ και την τραγωδία στο Τσέρνομπιλ, μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης – εξάλλου, τη νικήσαμε. Για λίγο, είχε ελευθερωθεί και η βόρεια Κύπρος. Έκτοτε, όποτε διαβάζω την Αποκάλυψη του Ιωάννη, ειδικά τον στίχο: ιδού καινά ποιώ πάντα, ακούω, άθελά μου, κι αυτό: We’re leaving together, / But still it’s farewell / And maybe we’ll come back / To earth, who can tell?

Την επαύριον (εννοώ μετά την Αποκάλυψη) ο πατέρας μου έστησε στην αυλή μιαν μπασκέτα, που το διχτάκι της ήταν γαλανόλευκο, όπως η εικόνα στο ταμπλό: ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Φάνης, και τ’ άλλα παιδιά, σήκωναν στον ουρανό, μαζί με το τρόπαιο, και όλους εμάς. Έτσι αρχίσαμε να ψηλώνουμε.

Σιγά σιγά, βαρεθήκαμε να παίζουμε μπάλα, και επιδοθήκαμε στο μπάσκετ, καταστρέφοντας το παρακείμενο παρτέρι και την μπουγάδα της μάνας μου. Τελικά, κι επειδή όντως ψηλώσαμε, η μπασκέτα μεταφέρθηκε στην αυλή της γιαγιάς, κι εκεί καρφώθηκε, σε ένα κυπαρίσσι. Οσοδήποτε κακοτράχαλο, το έδαφος ήταν όλο παρκέ.

«Ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Φάνης, και τ’ άλλα παιδιά, σήκωναν στον ουρανό, μαζί με το τρόπαιο, και όλους εμάς. Έτσι αρχίσαμε να ψηλώνουμε».

Ας με συγχωρέσουν οι ποδοσφαιρόφιλοι, αλλά αυτή τη μετάβαση, από την μπάλα στο μπάσκετ, την αισθάνομαι και λίγο με όρους δαρβινικής εξελίξεως. Όσο να ’ναι, η κλωτσιά διατηρεί ένα στοιχείο βαρβαρότητας. Η αφή είναι ευγενέστερη.
Αστειεύομαι – ή σχεδόν.

Το βέβαιο είναι ότι, μετά τον Σαραβάκο και τον Χουάν Ραμόν Ρότσα, θέλαμε, τώρα, να γίνουμε ο Νίκος Γκάλης ή, έστω, ο Ντράζεν Πέτροβιτς. Με πόνο ψυχής, δε, κάναμε απιστία στον Παναθηναϊκό, ταυτίζοντας με τον Άρη το ελληνικό μπάσκετ.Εν προκειμένω, κυριολεκτώ: στο χωριό μου, στην Κύπρο, δεν ξέραμε καν ότι υπήρχαν άλλες ελληνικές ομάδες μπάσκετ. Όλα άλλαξαν (η Αποκάλυψη, πάλι) όταν ο Γκάλης ήρθε στον Παναθηναϊκό, το 1992. Ώστε έτσι – είπαμε εμείς. Ώστε η ομάδα μας έχει και τμήμα μπάσκετ. Ήταν η αρχή μιας ωραίας φιλίας, κι ενός άγριου έρωτα.
Για μένα, ήταν και η αρχή μιας παράδοξης σύνδεσης, ανάμεσα στο μπάσκετ και την άλλη μεγάλη αγάπη της ζωής μου, ή τη ζωή μου όλη, τουτέστιν το γράψιμο.

Από τον θρίαμβο του Ευρωμπάσκετ του ’87 πολλά άλλαξαν μέσα μας.

Τότε, εννοώ, μαζί με τα βιβλία και τα κόμικς, άρχισε η μανιώδης ανάγνωση της εφημερίδας Αθλητική Ηχώ και του περιοδικού Τρίποντο. Μια από τις πιο ισχυρές επιρροές της γραφής μου, υπήρξε ο θαυμάσιος αθλητικογράφος Βασίλης Σκουντής. Ένα δικό του κείμενο έχει σφραγίσει και μιαν από τις πιο όμορφες μέρες της ζωής μου. Η ανάμνηση ίσως είναι ανακριβής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σφάλλει. Ο χρόνος αναδιαρθρώνεται, πιθανότατα με μιαν παλιομοδίτικη ραβέρσα / reverse.

Ήταν το έτος 1996, όταν είχαμε πάει, με τη μάνα μου, στην Αγία Μαρίνα, ν’ ανάψουμε ένα κερί για τη θεία μου, Γεωργία, που είχε καρκίνο. Στην επιστροφή από το προσφιλές μου ξωκλήσι, κάναμε στάσεις στο βιβλιοπωλείο και στο ψιλικατζίδικο. Τα λάφυρά μου ήταν τα Άπαντα του Καρυωτάκη (από τις εκδόσεις Πέλλα), το φύλλο της Ηχώ, ένα τεύχος του Τρίποντο, γάλα σοκολάτας και κρουασάν. Δεν ξέρω αν φαίνεται υπερβολικό, αλλά ισχυρίζομαι ότι ο τρόμος και η θλίψη από τον καρκίνο, ισορρόπησαν σε γλυκιά χαρμολύπη, χάρη στον συνδυασμό Καρυωτάκη και Σκουντή.
Ο στίχος / verse που συγκράτησα, από τον ένδοξο αυτόχειρα, ήταν οι γνωστοί δύο: Περπατώντας αργά στην προκυμαία, / «υπάρχω;» λες, κι ύστερα «δεν υπάρχεις!»

«Η μνήμη του παιδιού, είναι το κατ’ εξοχήν buzzer beater, το σουτ που νικά το χρονόμετρο, και τον ίδιο τον χρόνο, και κατοικεί σε λειμώνες από κάλλος και φως».

Η φράση του Σκουντή, η reverse του, ήταν για τον υπέροχο Μπέμπη, και ήταν αυτή εδώ: «Άντε ρε Φάνη. Άντε ρε Χοντρέ. Πάμε να συναρπάσουμε τα πλήθη!» Την εύχομαι ακόμα, για όλους, αυτή τη συν-αρπαγή, και δεν σας κρύβω ότι βουρκώνω, όπως την πρώτη φορά που τη διάβασα. Κρίμα που η συλλογή μου, με τα τεύχη του περιοδικού, καταστράφηκε, από υγρασία στην αποθήκη του πατρικού μου.
Μα δεν πειράζει. Η μνήμη τα καταφέρνει και μόνη της. Η μνήμη, θέλω να πω, και ειδικά η μνήμη του παιδιού, είναι το κατ’ εξοχήν buzzer beater, το σουτ που νικά το χρονόμετρο, και τον ίδιο τον χρόνο, και κατοικεί σε λειμώνες από κάλλος και φως.
Στη λήξη του χρόνου, και για να λήξει ο χρόνος, και να γίνει μια αιώνια και ατέλειωτη πρώτη φορά, ρίχνω πάλι ένα τρίποντο (εννοώ: το στάζω), και πιστεύω να ευστοχεί εσαεί, κατά το σχήμα που λέει: nothing but net.

Αυτό, το net, το διχτάκι της παιδικής ηλικίας μας, επισημαίνω ότι εγγράφεται, στο Ευαγγέλιο, ως σαγήνη. Το υπογραμμίζω: το δίχτυ σημαίνει σαγήνη. Αυτή εύχομαι να μας αρπάζει, να μας συναρπάζει όλους, από το 1987, σε ασυντέλεστη τελειότητα.
Όσα αφηγούμαι εδώ, και πλήθος άλλα, που τ’ αφήνω για να μη σας κουράσω, τα είδα ολοζώντανα (δηλαδή, τα έζησα ξανά), παρακολουθώντας, τις προάλλες, με μιαν ανάσα, το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ The Last Dance. Φαντάζομαι θα το έχετε δει.

Για τη δύναμη της αφήγησης, σχετικά με το ντοκιμαντέρ, αξίζει να δείτε και το έξοχο κείμενο του Σωτήριου Φ. Δρόκαλου, εδώ στο Andro, από τις 6 Μαΐου, με τίτλο «Η μυθική αύρα του Μάικλ Τζόρνταν και των Σικάγο Μπουλς». Το επ’ εμοί, ισχυρίζομαι ότι αυτή η αύρα είναι όλη η παιδική μου ηλικία (και όχι μόνον η δική μου), ειδικά όταν σκέφτομαι ότι το άστρο του Τζόρνταν ανέτειλε το 1982, με το buzzer beater στο κολεγιακό πρωτάθλημα. Το έτος εκείνο γεννήθηκα.

Τζόρνταν και Πίπεν στο παρκέ, στην τηλεόραση, στη μνήμη μας για πάντα. (Φωτό: Netflix.com)

Το 1995, κατά την πρώτη επιστροφή του Τζόρνταν στο ΝΒΑ, μια μεγάλη μου εξαδέλφη, η Αναστασία, κόρη της καρκινοπαθούς θείας Γεωργίας, έκανε στο Σικάγο το μεταπτυχιακό της. Το καλοκαίρι, μου έφερε τη φανέλα με το νούμερο 45, και μιαν πολυτελή κασετίνα με κάρτες του MJ, από το πρώτο Three Peat της ομάδας.

Τις κοιτάζω απόψε, που ίσως είναι το έτος 1998, όταν ο Τζόρνταν πετυχαίνει άλλο ένα νικητήριο καλάθι, κερδίζοντας το έκτο και τελευταίο πρωτάθλημα των Σικάγο Μπουλς, το οποίο δίνει και τον τίτλο του ντοκιμαντέρ: Ο τελευταίος χορός. Μαζί με το πλήθος που συναρπάζεται, εγώ ακούω και το «Final Countdown», μυρίζω τα κυπαρίσσια, και διακρίνω, στις κάρτες που λάμπουν, τα χαμένα αγαπημένα μου πρόσωπα, ενδεχομένως και τα δικά σας – αυτά που χάσατε∙ και αυτά που είστε.

Η δεύτερη επιστροφή του Τζόρνταν, τότε που έπαιξε με τους Ουάσιγκτον Ουίζαρντς, δεν με απασχολεί. Η μνήμη μου την έχει αποκλείσει. Η μαγεία που έχω θησαυρίσει, από μια ζεστή νύχτα του 1987, δεν χρειάζεται περαιτέρω προσθήκες. Εξάλλου, ο χρόνος τελείωσε. Στην Ουάσιγκτον, ο Τζόρνταν αποφάσισε να παίξει κατά τον 21ο αιώνα. Επιτρέψτε μου να πω ότι δεν πιστεύω στον 21ο αιώνα.

«Η συσχέτιση του μπάσκετ και της γραφής, της αφήγησης, που την είχα νιώσει τόσο μικρός, μου φανερώθηκε (εν τέλει) στις αρχές του 2001 ».

Η απόφαση του Αέρινου ανακοινώθηκε την 1η Οκτωβρίου 2001. Μέχρι τότε, ήμουν 19 ετών, και διένυα τον δεύτερο χρόνο της στρατιωτικής μου θητείας. Σε μιαν άσκηση, τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους, είχε σκοτωθεί κι ένας φίλος μας.Την ίδια ημέρα, στις ΗΠΑ, δύο αεροπλάνα είχαν καρφωθεί στους Δίδυμους Πύργους, γεννώντας ένα σημείο μηδέν, ή μια μαύρη τρύπα, που τα σάρωσε όλα. Ο αέρας τα πήρε και τα σήκωσε, μαζί τους κι εμάς. Όλα έγιναν συντρίμμια και στάχτη.

Γι’ αυτό θα ήθελα να επιμείνω στον τελευταίο χορό, που ξέρω, με τη σιγουριά του παιδιού (και με την εξουσία του) ότι δεν θα τελειώσει ποτέ. «I’m back», ακούω να λέει κάποιος, και είμαι βέβαιος ότι το εννοεί, για πρώτη φορά και για πάντα. Το 2001, στις 30 Απριλίου, έσβησε και η θεία μου Γεωργία. Και άλλοι, πάρα πολλοί. Αλλά αυτό δεν είναι τελικό. Ο χορός διαρκεί. Ο χορός σώζει και σώζεται.

Στα αγγλικά, το άλλο όνομα για τον χορό, εκτός από το dance, υπενθυμίζω ότι είναι κι αυτό: ball. Τη σηκώνω, θαυμάσια σπυριάρα, και πάω πάλι στο γήπεδο, σε μια σάλα χορού, από την αυλή της γιαγιάς μου ως το Παλαί ντε Μπερσί, και μακρύτερα. Στο τέμπο της μπάλας, στην αντήχηση, ας ακούσουμε λίγες ωραίες ιστορίες. Η συσχέτιση του μπάσκετ και της γραφής, της αφήγησης, που την είχα νιώσει τόσο μικρός, μου φανερώθηκε (εν τέλει) στις αρχές του 2001, όταν παρακολουθήσαμε, με το κορίτσι μου, μιαν ταινία με τίτλο Finding Forrester.

«Άντε ρε Φάνη! Μέσα στο πλήθος της μεγάλης απώλειας, πιστεύω πάντα στη δυνατότητα να συναρπάσουμε τα πλήθη, ή ο ένας τον άλλον».

Εκεί, ο νεαρός ήρωας, που παίζει μπάσκετ και γράφει ιστορίες, γνωρίζεται με έναν θρυλικό, αναχωρητή συγγραφέα. Αυτός, που τον υποδύεται ο Σον Κόνερι, είναι βασισμένος στον όντως θρυλικό Αμερικανό συγγραφέα, Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Θα έχετε υπόψιν το εμβληματικό μυθιστόρημά του, Φύλακας στη σίκαλη ή Catcher in the Rye.

Ο φύλακας / catcher είναι, βέβαια, ο αθλητής στο μπέιζμπολ (στο οποίο για λίγο ασκήθηκε και ο Τζόρνταν), νομίζω ο τύπος με το γάντι, που περιμένει να πιάσει, ή να σώσει την μπάλα – ή τον χορό, ή τους φίλους του. Αυτοί θα είμαστε όλοι εμείς.

Στο βιβλίο, ο ήρωας του Σάλιντζερ, ένας βασανισμένος έφηβος, το εξηγεί με πάσαν ακρίβεια: «Έτσι και αρχίσεις να διηγείσαι, όλοι σου λείπουνε». Φοβάμαι ότι έτσι είναι. Υπάρχω λες, κι ύστερα τίποτα: I guess there is no one to blame / We’re leaving ground / Will things ever be the same again? Δεν ξέρω ν’ απαντήσω στο ερώτημα, αλλά δεν νομίζω ότι έχει και σημασία. Η μόνη ερώτηση, η κρίσιμη και αληθινή, είναι για χορό και παιχνίδι. Ας πούμε ένα Ναι.

Άντε ρε Φάνη! Μέσα στο πλήθος της μεγάλης απώλειας, πιστεύω πάντα στη δυνατότητα να συναρπάσουμε τα πλήθη, ή ο ένας τον άλλον. Με τη χαρά και τη χάρη μιας αέρινης κίνησης, με τη σαγήνη μιας εξαίσιας μανούβρας, ο χρόνος τετέλεσται. Η μπάλα βρίσκει διχτάκι, και, εξαίφνης, the crowd goes wild, crazy, berserk κτλ. Όλα αυτά θα είναι από έρωτα. Εκφράζοντας τον δικό μου, κλείνω με δύο λέξεις τις οποίες, όσοι τυχόν έχουν διαβάσει βιβλία μου, ξέρουν ότι τις αγαπώ ιδιαιτέρως.

Η μία λέει: παίζετε; Η άλλη λέει το ίδιο, αλλά αλλιώς∙ τουτέστιν: χορεύετε;

 

Διαβάστε ακόμα: O Κυριάκος Μαργαρίτης επιλέγει τα Τop 5 βιβλία για τη Φιλία.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top