«Όταν αγαπώ έναν άνθρωπο πολύ, επιθυμώ να του εξηγήσω την ιστορία μου, τι συνέβη μ’ εμένα και ξαφνικά γεννήθηκα στον κόσμο» (σκίτσο: Milo Manara).

Αγαπημένε μου…,

Όπως κανείς ξεκινά να γράφει ένα γράμμα, έτσι εγώ αρχίζω να ζω την κάθε μου ημέρα, από τότε που γεννήθηκα μέχρι σήμερα. Σήμερα, η μέρα ξεκινά πλάι σε πανύψηλα δέντρα*, σε αχανείς λεωφόρους, μπροστά σε πρόσωπα ξένων ανθρώπων, που δεν θα γίνουν ποτέ δικοί, που δεν θα γίνουν ποτέ δικοί, που δεν θέλουν, που δεν μπορούν.

Η φωλιά μου, η βάση μου, η έδρα μου είναι έννοιες φανταστικές, που έχω δημιουργήσει με βάση τις επικρατούσες συνήθειες στον τόπο που με ρίξανε, τον τόπο των ανθρώπων. Οικογένεια, χέρια, ιδρώτες, προορισμοί, ταυτότητες, σημαίες, πιστεύω, γεννιέμαι, πεθαίνω. Έμαθα να λέω πατρίδα έναν τόπο μες στον τόπο, μικρό και καφετί, με δόσεις χρωμάτων, πολύ νερό και πολύ φως. Ποτήρι κρυστάλλινο στον ήλιο να πυρώνει, μέσα να επιπλέουν θησαυροί αραχνιασμένοι και μια καύλα απροσδιόριστης καταγωγής, να ολοκληρώνει το σκηνικό.

Όταν αγαπώ έναν άνθρωπο πολύ, επιθυμώ να του εξηγήσω την ιστορία μου, τι συνέβη μ’ εμένα και ξαφνικά γεννήθηκα στον κόσμο. Πότε αγαπώ έναν άνθρωπο; Ρώτα με και θα σου πω. Αγαπώ πάντοτε και εύκολα. Το ‘’πολύ’’ έρχεται δύσκολα και είναι φορτωμένο ευθύνες.

Αγαπώ τις ηδονές, ό, τι μπορεί να γίνει προσωρινό ή λίγο μονιμότερο κτήμα των αισθήσεων. Ήχοι, μυρωδιές, αφές, γεύσεις, χρώματα, σχέδια.

(Ανοίγω παρένθεση και λέω το εξής: πόσο χαίρομαι που δεν πολυέχεις ιδέα από την γραφή μεγάλων συγγραφέων και με κάνεις να αισθάνομαι ελεύθερη στην γραφή μου, ελεύθερη έως και να κλέψω στα κρυφά κάποιου το ύφος, ας πούμε). Συνεχίζω. Πότε αγαπώ; Πάντοτε. Και τι; Τα πάντα. Τα ζώα, την πλάση, το τραπέζι πάνω στο οποίο ακουμπώ τα δάχτυλά μου αυτή τη στιγμή, αγαπώ τα φυσικά φαινόμενα, το δέρμα μου που έχει την υγεία και την ικανότητα ν’ απορροφά τα συμβάντα τα έξω από αυτό, έχει την δύναμη να τα μαζεύει και να τα εκπέμπει πίσω πάλι, ελαφρώς επεξεργασμένα, αλλιώτικα.

Αυτός ο δέκτης είμαι. Ο άριστος, ο ένας. Κι αυτός ο πομπός. Ο που προσπαθεί. Δέκτης ακάματος τόσα χρόνια, πομπός αιώνια υπομονετικός-εκπέμπει μεν, αλλά περιμένει μέχρι να είναι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σταθερός, τολμώ να πω, αμετάκλητος, για το τι εκπέμπει. Αγαπώ τις ηδονές, ό, τι μπορεί να γίνει προσωρινό ή λίγο μονιμότερο κτήμα των αισθήσεων. Ήχοι, μυρωδιές, αφές, γεύσεις, χρώματα, σχέδια. Αγαπώ τους δρόμους της οικουμένης που φιλοξενούν τα διψασμένα μου βήματα, αγαπώ τον ουρανό που χαρίζει καιρούς τρελούς, να μη βαριόμαστε. Αγαπώ τα παιδιά που είναι η τίμια απαρχή του ανθρώπου, με πνεύμα και σώμα πολύ κοντά στο Ζώο κι εξίσου κοντά στον Θεό.

Προτιμώ τους μοναχικούς, ατάραχους ύπνους, δεν είμαι η καλύτερη φίλη της αγκαλιάς (σκίτσο: Milo Manara).

Ο έρωτας μάς κάνει παιδιά, γιατί όταν έρχεται να μας βρει μάς κάνει κτήνη και θεότητες, τα δόντια μας-αχ, τα δόντια σου-αγριεύουν.

Ο έρωτας μάς κάνει παιδιά, γιατί όταν έρχεται να μας βρει μάς κάνει κτήνη και θεότητες, τα δόντια μας-αχ, τα δόντια σου-αγριεύουν, το σώμα μας παχιά φράουλα, όλο χυμούς και ανατριχίλες τεντώνει προς τα έξω και κυρτώνει, στις πλάτες μας φτερά παντοδύναμα, κάθε μας δάχτυλο ξυράφι και φουρτούνα πουπουλένια σαν κάνει πως συναντιέται με τα δάχτυλα που ποθεί η καρδιά μας. Αγαπώ να αισθάνομαι δυνατή κι αδύναμη, να σωπαίνω και να μιλώ, να γράφω, αγαπώ τα ταξίδια, το φαγητό, τους άντρες. Πολύ. Μη με ρωτήσει γιατί αυτό το τελευταίο-γιατί έτσι γεννήθηκα. Με μία έλξη για τον άντρα με την φαρδύτερη από μιας γυναίκας πλάτη, με τα πλατιά μεγάλα δάχτυλα και παλάμες, με πυκνά φρύδια και με γλυκό, παχύ φαλλό μες στο σώβρακο. Να μου δοθεί, να του δοθώ, να συνεχίσουμε έπειτα χώρια ή μαζί. Ποιος ξέρει;

Προτιμώ τους μοναχικούς, ατάραχους ύπνους, δεν είμαι η καλύτερη φίλη της αγκαλιάς** και δεν υποφέρω την αβάσταχτη οικειότητα. Η ώρα της τουαλέτας μου, της γκρίνιας μου, της πείνας μου, του ξυπνήματός μου με την μούρη πρησμένη, η ώρα της ατελείωτης εργασίας μου πάνω από το βρομολάπτοπ-αυτές οι ώρες είναι και θέλω να είναι κατάδικές μου. Η ώρα του άντρα είναι, για μένα, ώρα κατά την οποία θέλω να αισθάνομαι ευχάριστη. Θέλω να είμαι πεντακάθαρη, θέλω να είμαι δυνατή, γελαστή, χωρίς τρίχες στα λάθος σημεία, θέλω να έχω λίγο χρόνο διαθέσιμο, να τον συναντώ υπό σχετική πίεση, για να έχω να φύγω μετά. Θα σκεφτείς, ίσως, ότι φοβάμαι να αγαπήσω, να δώσω, να αγαπηθώ, να πάρω, να αφεθώ. Θα σου ορκιστώ στο χαρτί που λερώνω ότι δεν πρόκειται να συναντήσεις στα υπόλοιπα πενήντα ή εξήντα χρόνια της ζωής που σου απομένει γυναίκα που θα μπορέσει να ανοίξει περισσότερο χώρο στην ψυχή της για σένα από ό, τι έχω κάνει εγώ.

H Γεωργία Δρακάκη πριν από χρόνια στη Νέα Υόρκη. Δεξιά: τα πειστήρια του… γράμματος.

Δεν τη γουστάρω την εγγύτητα στην καύλα. Μόνο τα σάλια και τα δέρματα πρέπει να γίνονται ένα. Λέω όχι στην συγκατοίκηση.

Δεν τη γουστάρω την εγγύτητα στην καύλα. Μόνο τα σάλια και τα δέρματα πρέπει να γίνονται ένα. Λέω όχι στην συγκατοίκηση. Δε θέλω να ξέρεις αν έχω τρία ή πέντε αυγά στο ψυγείο μου. Δεν θέλω να βλέπω τ’ άπλυτά σου στο καλάθι. Θέλω να πέφτω κάτω στα πόδια σου και να τα φιλώ μέχρι να πονέσεις από τα χείλη μου. Θέλω να εξαφανιζόμαστε ο ένας από την ζωή του άλλου για μέρες, να νηστεύουμε ο ένας τον άλλον και ύστερα να σουβλίζουμε ο ένας την ψυχή και το κορμί του άλλου και να’ ναι η φωτιά δυνατή και να’ ναι η πέτσα της αγάπης μας τραγανή, όλο νοστιμιά, όλη δική μας. Θα ήθελα τόσο πολύ να σου γράψω πιο συγκεκριμένα, πιο ειδικά, αλλά με πάει από μόνη της η αλήθεια, που τόσο αγαπάμε κι οι δύο-και η αλήθεια, φωλιάζει, συχνά, μες στην γενικότητα.

Θυμάμαι να μου λες για τον Χρόνο που δεν σου φτάνει-προσωπικά, είναι φορές που εύχομαι να είχαμε ακόμα λιγότερο χρόνο, να τον σεβόμασταν ακόμα περισσότερο. Μες στον ούτως ή άλλως λίγο μας καιρό, προλαβαίνουμε τόσα πολλά, τουλάχιστον εμείς οι πλούσιοι με τα δύο πόδια, τα δύο χέρια, τα δύο μάτια, τα δύο αυτιά, την μία, την παντοδύναμη καρδιά Ικανοί για τα πάντα, κι όμως εύκολα βολευόμαστε με το τίποτα ή, ακόμα χειρότερα, με το λίγο. Α, με έχει τρελάνει η Νέα Υόρκη.

Τι είναι αυτό που αγαπώ στις μεγάλες πόλεις, μωρό μου; Είναι που η μοναξιά μου ενώνεται με αυτή των άλλων και έτσι δε νιώθω τόσο άβολα πια, δεν ξέρω. Απέναντι στο απέραντο βουνό, το πυκνό κύμα, μοιάζω μικρή και λίγη. Γι’ αυτό, οι πιο γενναίοι, οι πιο θαυμάσιοι άνθρωποι που γνωρίζω, μες σ’ αυτούς κι εσύ, λατρεύετε την φύση. Πόσο τέλειο όργανο πρέπει να είναι κανείς για να καταφέρνει να ζει σε μια σπηλιά, ξεκομμένος εθελοντικά από όλα τα ‘’κάτω’’, τα απτά, τα κρουστά, τα αιμάτινα και ιδρωμένα; Εγώ, Θεός φυλάξοι, είμαι κορίτσι του δρόμου. Και δρόμο συναντά κανείς στην πόλη. Άραγε πώς θα με γαμάς όταν θα έχεις αυτό το γράμμα διαβασμένο κι εμπεδωμένο; Θα αλλάξει κάτι στον τρελό, τον άρρωστο ρυθμό σου; Αναρωτιέμαι, γελάω, καυλώνω. Κλασικά πράγματα. Σε σκέφτομαι, αλλά όχι και όλη την ώρα***.

Σε φιλώ στο δόντι το αγριωπό σου,

γ.

*Το γράμμα συντάχθηκε σε ένα καφέ στο Μανχάτταν, της Νέας Υόρκης. Ήμουν σε έξαρση και ενθουσιασμό, μην μπορώντας να πιστέψω ότι περπατώ σε αυτές τις τεράστιες λεωφόρους, γεμάτη δίψα για όλα τριγύρω.
**Ήμουν 26 χρονών. Τόσα ήξερα, τόσα έγραφα. Μέχρι που έμαθα, παθαίνοντας, τέσσερα χρόνια μετά. Στα τριάντα.
***Τον σκεφτόμουν πάρα, πάρα πολλή ώρα.

 

Διαβάστε ακόμα: Sex Editor, ο δεκάλογος των dick pics.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top