Το οφθαλμόλουτρο του σήμερα λαμβάνει χώρα στις οθόνες, φροντισμένο, φιλτραρισμένο ή όπως είναι, τέλος πάντων. (Εικονογράφηση: Milo Manara)

Χιλιαενιακόσια εξηντακάτι. Ξαναμμένο αγόρι δωδεκαετές κοιτάζει τον αστράγαλο της δασκάλας των αγγλικών που μένει στο απέναντι σπίτι, στο χωριό του, σε κάποιο νησί. Απροετοίμαστος ανδρισμός, μα κάτι σαλεύει. Τζιτζίκια πανηγυρίζουν άγνωστα θαύματα της πλάσης. Η δασκάλα κάνει μπουγάδα. Ένα αεράκι σηκώνει το ύφασμα της νυχτικιάς και αποκαλύπτει, μετά τον αστράγαλο, μπούτι πάλλευκο, γιασεμένιο. Το αγόρι ξεφυσά να διώξει τα μαλλιά από την μούρη, να δει καλύτερα. Όλα το σπρώχνουν να κοιτάζει εκεί πέρα, μαγνητικά, να απομυζήσει το θέαμα και, μετά, κάτι να το κάνει, να το επεξεργαστεί. Εννιά χρόνια αργότερα το αγόρι τρυγά με χείλη, δόντια, ούλα και γλώσσα την απαλότατη περιοχή ανάμεσα στον κώλο και το μπούτι μιας συμφοιτήτριας, σε ντιβάνι που τρίζει ανελέητα, σε κάποια ημιυπόγεια γκαρσονιέρα. Την ώρα της μέθης, σπρωγμένη στα πίσω συρτάρια της μνήμης, κλωτσά η δασκάλα των αγγλικών από το χωριό, από το μακρινό χθες, μπλέκεται το δικό της μπούτι με τ’ αληθινό, το παροντικό, όλο το δωμάτιο μυρίζει τώρα απορρυπαντικό ρούχων και μεσημεριάτικο, θερινό λίγωμα σύκου, τζιτζικιών και μιας θάλασσας ανήσυχης, κάπου πέρα.

Χιλιαενιακόσια εξηντακάτι. Μελαγχολική τριανταπεντάρα σιάζει τα βυζιά της μες στο νυχτικό, κάψα και ίδρως. Λουσμένη από χθες, ρίχνει μερικές χουφτιές νερό επάνω της. Άντε, να βγει ν’ απλώσει τα ρούχα, άντε να βγει κι αυτή η μέρα. Πότε θα γυρίσει επιτέλους ο Νικόλας; Έχει να γαμηθεί βδομάδες, τις νύχτες καίγεται ολόκληρη, αγγίζεται, τον περιμένει, θέλει αυτόν, μόνο αυτόν. Ξερογλείφεται το χωριό για χάρη της, αλλά αυτή δεν σκοτίζεται. Ο μικρός πάλι την παίρνει μάτι από απέναντι. Χαμογελάει. Κάποτε, ήταν κι αυτή δέκα χρονών. Όταν ο μικρός θα μεγαλώσει, αυτή θα είναι κιόλας γριά. Η ομορφιά πρέπει να γιορτάζεται, της έλεγε η θεια της από το Αϊβαλί. Φύσα, αεράκι, φύσα με, λοιπόν. Κι ας δει και κιλότα, τι έγινε; Όταν αυτός ο πιτσιρίκος θα είναι επιβήτορας εικοσιπεντάρης, αυτή θα αρχίσει να μπαίνει στην εποχή του μαρασμού. Αυτή, η τώρα ολάνθιστη, μπορεί να σκορπίσει εξ απόστασης λίγη οπτική γύρη στο άγουρο, ξινό φρούτο που την κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα, νομίζοντας πως εκείνη δεν το ξέρει.

«Στις παραλίες γυμνιστών δεν είμαι ο εαυτός μου. Δεν εντοπίζω ερωτισμό και κοιτάζω συνεχώς πώς είναι τα μουνιά των άλλων γυναικών, ενώ αναρωτιέμαι πώς θα φαίνεται ολόγυμνο, σχεδόν ταπεινωμένο, το δικό μου».

Ερεθίζει το βλέμμα μας ό,τι μπορεί να δώσει τροφή στην σκέψη μας και αυτή η τροφή να μεταβολιστεί σε επιθυμία. (Εικονογράφηση: Milo Manara)

Δύο χιλιάδες δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, τριάντα. Τα μάτια μου με στέλνουν στον παράδεισο και στην κόλαση. Είμαι ένα δεκάχρονο αγόρι πίσω από τις γλάστρες της μάνας του και κοιτάζω τον κόσμο ξεκάλτσωτο και φτιάχνομαι. Έχω τις μικρές μου εμμονές, τις εμπλουτίζω με τα χρόνια. Όσο μεγαλώνουμε γινόμαστε πιο εσωτερικοί, πιο βαθείς, οι θάλασσες της ζωής τον κατατρώγουν τον θρασύ μας βράχο. Αλλά, αν επιστρέφουμε καμιά φορά στις αισθήσεις τις πρωτόλειες, τις προγλωσσικές, μόνο θα κερδίζουμε. Τι θα πει «είμαι εγκεφαλικός τύπος;» – εν αρχή ην το Βλέμμα. Κι έπειτα ο Λόγος, η φαντασία, η δημιουργία και η δημιουργικότητα.

Με πηδάς ας πούμε χωρίς να το ξέρεις, από την στιγμή που σε βλέπω να ψάχνεις ποιο πουκάμισο θα φορέσεις για να βγούμε. Αυτό το πουκάμισο γίνεται δικό μου, το κατέχω όλη νύχτα που βαδίζω και πίνω και τρώω και υπάρχω δίπλα σου. Το βλέμμα μου τρυπά το ύφασμα στο σημείο που ξεκινά η μασχάλη σου, μες στο κεφάλι μου μυρίζω το ανακάτεμα μοσχοβολιάς, καθαριότητας και ιδρώτα, παντιέρα πόθου, ακριβώς εκεί, σε αυτό το διαβολοσημείο. Έρχεται η στιγμή που κοπανιέσαι από πάνω μου με το πουκάμισο ξεκούμπωτο, στο βγάζω τελείως, το σφίγγω στο αριστερό μου χέρι, το κρατώ όλη την ώρα που μπαινοβγαίνεις μέσα μου, λιώνω, καταλύομαι. Να μας έβλεπε, λέει, τώρα, εκείνη η τύπισσα που σε έτρωγε με το βλέμμα της πριν στο εστιατόριο, ε; Κάπου να είχε κρυφτεί μες στο δωμάτιο και να νόμιζε πως δεν ξέρουμε τίποτα για την παρουσία μας. Ιδανικά, θα προτιμούσα να μην ξέρεις εσύ στ’ αλήθεια. Να είμαι η μόνη που έχω το χάρισμα της πλήρους γνώσης εκείνης της στιγμής. Να προσπαθώ να την πάρω μάτι καθώς μάς παίρνει μάτι, να δω τι κάνει εκεί πέρα με το χέρι της, τι σκαλίζει, πώς το τρίβει. I can be quiet. But not blind.

Το οφθαλμόλουτρο του σήμερα λαμβάνει χώρα στις οθόνες, φροντισμένο, φιλτραρισμένο ή όπως είναι, τέλος πάντων. Στρατιές ποδιών, κωλομάγουλων, πατουσών, μπράτσων, σβέρκων σε διάφορες ποζισιόν φωτογραφίζονται και πωλούνται ή χαρίζονται. Και να χαρίζονται, κάτι προσδοκούν να κερδίσουν: την προσοχή εκείνης, την ζήλεια κάποιου, τον θαυμασμό ενός τρίτου που θα θρέψει κάτι υγιές μέσα στην αδυναμία του εγώ. Στις παραλίες το φλερτ υποχωρεί – λιγοστοί θεματοφύλακες παίζουν και τολμούν. Στις παραλίες γυμνιστών δεν είμαι ο εαυτός μου. Μες στην απόλυτη, απελευθερωτική γύμνια δεν εντοπίζω ερωτισμό και κοιτάζω συνεχώς πώς είναι τα μουνιά των άλλων γυναικών, ενώ αναρωτιέμαι πώς θα φαίνεται ολόγυμνο, σχεδόν ταπεινωμένο, το δικό μου. Υπάρχει όμως ένα πορνό βίντεο που λατρεύω: είναι ένας τύπος σε μια παραλία γυμνιστών που δεν αγγίζεται καθόλου. Βλέπουμε ότι παίρνει μάτι μια γυμνή κοπέλα η οποία απλώς λιάζεται. Ο πούτσος του καυλώνει μέχρι που χύνει χωρίς χέρια. Όνειρο στο κύμα ή, τέλος πάντων, εκεί δίπλα.

«Ένα σουτιέν πεταμένο σε ένα ξύλινο πάτωμα παραπέμπει στα ζεστά βυζιά που χωρούσαν μες στα cups του πριν από λίγο».

«Επιζητώ την έξαψη. Το κατάλαβα, ευτυχώς, από νωρίς και άρχισα εγκαίρως να παίρνω τα μέτρα μου» γράφει η Sex Editor. (Εικονογράφηση: Milo Manara)

Ερεθίζει το βλέμμα μας ό,τι μπορεί να δώσει τροφή στην σκέψη μας και αυτή η τροφή να μεταβολιστεί σε επιθυμία. Ένα σουτιέν πεταμένο σε ένα ξύλινο πάτωμα παραπέμπει στα ζεστά βυζιά που χωρούσαν μες στα cups του πριν από λίγο. Ο ημίγυμνος μελαχρινός κούκλος που τρέχει κάθε απόγευμα στο λιμάνι της Ύδρας ιδρωμένος στέλνει το μυαλό στις ερωτικές του επιδόσεις – ο ίδιος ιδρώτας, σε άλλο context. Ένα ζευγάρι που γλυκοφασώνεται στην παραλία, ένα ζευγάρι δερμάτινα σανδάλια φορεμένα στο σωστό πόδι, ο τρόπος που κανείς βγάζει το κράνος του και τινάζει σαν σκύλος το κεφάλι, ο τρόπος που καμιά στύβει τα μαλλιά της μόλις βγαίνει από την θάλασσα, μάς ερεθίζει ό, τι πιθανό κι απίθανο. Καθώς η εποχή μάς τροφοδοτεί αλύπητα με πληροφορία, το πραγματικό συμπλέκεται συχνά επικίνδυνα με το κατασκευασμένο και αυτό, όσο εικαστικό ενδιαφέρον και να έχει, εγκυμονεί κινδύνους. Ένας από αυτούς είναι η εκτός οθόνης ζωή να φαντάζει βαρετή, πεζή.

Οι αστράγαλοι και τα μπούτια ήταν κάποτε αντικείμενα βλεμμάτων και πόθου γιατί κρύβονταν. Οι ανδρικοί μηροί, οι πλάτες, επίσης. Τώρα, ζούμε στα χρόνια της γυμνότητας των σωμάτων. Γινόμαστε ακόρεστοι, ευχαριστιόμαστε δύσκολα, προτιμάμε να δούμε, να παρακολουθήσουμε, να ζυγίσουμε με το βλέμμα, από το να αγγίξουμε, να ορμήσουμε, να βυθιστούμε. Η αφή πάντοτε νικά το βλέμμα, όμως, μάλλον, το περιλαμβάνει, το χωνεύει τρυφερά. Κάθισα μια φορά στα τραπέζια ενός νησιώτικου μπαρ και μια παρέα λίγο νεότερών μου αντρών συζητούσε κοιτάζοντας τα πόδια μου. Είχα λουστεί το θράσος της στιγμής, ήξερα πως κοιτούσαν και τους επέτρεπα να κοινωνήσουν λίγη από αυτή μου τη γνώση, ελάχιστη, τόση ώστε να μην αποσύρουν τα βλέμματα. Λίγη ώρα μετά, ήρθε Αυτός και άρχισε να με χαϊδεύει απαλά πίσω από το γόνατο και γύρω από το γόνατο με τις άκρες των δαχτύλων του, ενώ συζητούσαμε κανονικά μεταξύ μας και με την υπόλοιπη παρέα στο τραπέζι μας. Κάποια από τα αγόρια έπαψαν να κοιτάζουν. Ένα, το πιο τολμηρό, κοίταζε ακόμα πιο έντονα. Χαμογέλασα. Αυτό μού είχε αρέσει μονάχα, εξαρχής, ούτως ή άλλως. Τα υπόλοιπα που έλαβαν χώρα τα αφήνω στην διακριτική ευχέρεια της φαντασίας σας.

Ζούμε, ούτως ή άλλως, όλοι μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, έναν Διχασμό Ζωής, ζούμε την πραγματικένια ζωούλα και την μυαλουδένια ζωούλα μας. Την Έσω. Αυτή η Έσω κατασκευάζεται στις μηχανές τις ολόδικές μας, τις λαδωμένες με βιώματά μας, με υλικά που αντλούμε είτε από τα περασμένα, είτε από τα νυχτερινά μας, άστατα όνειρα, είτε από την φαντασία μας. Το σεξ ξεκινά να υπάρχει εκεί πρώτα, στην Έσω Ζωή, και ύστερα εκφράζεται σωματικά, γίνεται γεγονός, καταγράφεται στο σύμπαν. Γίνεται της πουτάνας (θα το ξέρετε, α, πόσο εύχομαι να το ξέρετε!) όταν δύο ταιριαστές Έσω Ζωές ενωθούν με αφορμή με πρόσκαιρα σώματά τους. Αυτό είχε κατά νου, νομίζω, ο στιχουργός Άρης Δαβαράκης όταν έγραφε την Μπαλάντα των Αισθήσεων και των Παραισθήσεων: Σ’ αγκαλιάζω στο σκοτάδι/σε τυλίγω μ’ ένα χάδι/τώρα είμαι γυμνός/μοιάζω σαν Θεός/φωτεινός δυνατός/μπορείς να μ’ αγαπήσεις/μπορείς να μου φωτίσεις μια στιγμή/το κορμί μου είναι μόνο η αφορμή…

«Σας αρέσει να παίρνετε μάτι τη γειτόνισσα μέσα από τις αραχνοϋφασμένες της κουρτίνες να βάζει ηλεκτρική σκούπα φορώντας μόνο ένα στρινγκ;».

Καθώς η εποχή μάς τροφοδοτεί αλύπητα με πληροφορία, το πραγματικό συμπλέκεται συχνά επικίνδυνα με το κατασκευασμένο και αυτό, όσο εικαστικό ενδιαφέρον και να έχει, εγκυμονεί κινδύνους. (Εικονογράφηση: Milo Manara)

Επιζητώ την έξαψη. Το κατάλαβα, ευτυχώς, από νωρίς και άρχισα εγκαίρως να παίρνω τα μέτρα μου. Να προφυλάσσομαι από ανούσιες συναναστροφές με κλειδωμένες υπάρξεις που έχουν απαρνηθεί από την ζωή τους τον ερωτισμό. Όλοι οι φίλοι μου είναι ερωτικά πλάσματα. Οι δουλειές μου θέλω να έχουν πάθος, να τις κάνω με πάθος. Οι συνεργάτες μου. Δεν φταίω εγώ. Το γαμημένο μου το βλέμμα γεννήθηκε για μπανιστήρια κι οφθαλμόλουτρα γκρεμών και όσων φυτρώνουν σε γκρεμούς. Πάνω στις παρειές των πιο όμορφων αντρών που συνάντησα στην ζωή μου, βρίσκονται αιωνίως τα δάχτυλά μου και τους χαϊδεύουν. Αν η ζωή έλεγε την αλήθεια, από τα μάτια μου θα εξακοντίζονταν μεταξένια αγκίστρια και τρυφερά θα γαντζώνονταν πάνω σε κάθε ομορφιά, ανωμαλία, διαβολεμένη λεπτομέρεια που με κάνει να θέλω να γίνω κομμάτι της ή αυτή κομμάτι δικό μου. Χαίρε, εκστατική τριχοφυία στις μέσες των ανδρών, χαίρετε λευκές επιδερμίδες στο χρώμα του φεγγαρόφωτος που φτιαχτήκατε μόνο για να σας βυζάξω εγώ, εγώ, εγώ, χαίρε βλέμμα μου αδυσώπητο που και καυλί είσαι και μουνί και κωλοτρυπίδα και λαρύγγι βαθύ, τριανταφυλλένιο κι όλο ρουφάς, ρουφάς και δεν χορταίνεις.

Εσάς πού πέφτει το βλέμμα σας εκτός από τα προφανή σημεία και μέρη; Γουστάρετε λακκουβίτσες γυναικείας μέσης; Αρέσκεστε σε τρυφερούς λοβούς αυτιών; Τα χάνετε στην θέα βρεγμένων από την θάλασσα βλεφαρίδων; Ποια είναι τα φετίχ των δικών σας ματιών; Και, last but not least, αγαπάτε δημόσιο, ανοιχτό, έντιμο κοίταγμα-οφθαλμόλουτο ή σας αρέσει να «παίρνετε μάτι» την γειτόνισσα μέσα από τις αραχνοϋφασμένες της κουρτίνες να βάζει ηλεκτρική φορώντας απλώς ένα στρινγκ και ούτε «καλημέρα» μαζί της; Πόσο πολύ έχετε ασχοληθεί με το βλέμμα σας και πού αυτό πέφτει; Σας βάζω homework: το επόμενο 24ωρο θέλω να σημειώσετε (ιδανικά σε χαρτί) τι σας τράβηξε την προσοχή. Δεν χρειάζεται να είναι ανθρώπινη περιοχή. Ούτε κάτι καταφανώς σεξουαλικό. Δουλεύοντας πάνω στο τι μας τσιγκλίζει, έχουμε να μάθουμε πολλά. Μαθαίνοντας εμάς, γνωρίζουμε τον κόσμο καλύτερα. Και σας λέω κάτι απλό και δελεαστικό: όσο πιο κοφτερό και δουλεμένο γίνει το βλεμματάκι σας, τόσο πιο σκληρό θα γίνεται το πουλί σας και τόσο πιο υγρό το πιπί. Αυτά συνδέονται, αγάπες μου, με εσωτερικές, κρυφές σωληνώσεις που τις συντηρεί το ίδιο το σύμπαν για να μπορεί να ρολάρει, να αναπαράγεται και να καταστρέφεται σωτήρια, λίγο προτού ξαναδημιουργηθεί. Ξετυλίγω παγωτό ξυλάκι, κουράστηκα να γράφω μες στην ζέστη. Δαγκώνω ένα κομμάτι.

Πατάω save στο κείμενό μου κι αυτό ήταν. Θέλω να φάω το παγωτό μου και απλώς να κοιτάζω την ζωή να περνά ξαναμμένη, προβληματισμένη, ενδιαφέρουσα, διφορούμενη από μπροστά μου, από γύρω μου. Θέλω να δω. Και να με δουν. Α, βέβαια. Οπωσδήποτε να με δουν…

 

Διαβάστε ακόμα: Αλήθεια, πώς μπορούν να ικανοποιηθούν τρεις άνδρες (ή τρεις γυναίκες) ταυτόχρονα;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top