DSCF3475

Σε αγάπησα στο μέγιστο βαθμό,
δε σ’ αγάπησε ποτέ κανένας τόσο…

Τα λόγια έβγαιναν απ’ το ραδιόφωνο βραχνά. Λόγω που η επαφή με το σταθμό του διπλανού νησιού έχανε, σύνηθες φαινόμενο.
Ξαπλωμένος στα μαξιλάρια κάτω απ’ τη συκιά, ίδρωνα, έπινα παγάκια με καφέ και χάζευα τα μυρμήγκια. Ξεπερνούσαν κάθε εμποδιάκι που έβαζα στο δρόμο τους, καταφέρνοντας πάντα να κουβαλήσουν ό,τι κουβαλούσαν στη βάση τους.
Άπνοια.
Τα τζιτζίκια του περίγυρου σε έξαψη.
Και ο ήλιος ντάλα.

Έστριψα τσιγάρο.
Το άναψα συνοδεία στον παγωμένο φραπέ.

Όλοι με βλέπουν σαν εχθρό,
γιατί μ’ αγάπησες και σ’ αγαπώ…

Το ραδιόφωνο είχε ξεβραχνιάσει σε μια παροδική βελτίωση της επαφής.
Σφύριξα συνθηματικά κι εμφανίστηκε η Σούγκαρ. Κανονικά έπρεπε να τη λέω Μπράουν Σούγκαρ, λόγω χρώματος, αλλά προτιμούσα τα μικρά ονόματα.
Η ώρα κόντευε δύο.

Η θερμοκρασία σαράντα.

************

Με τη Σούγκαρ είχαμε δεσμό.
Στην αρχή της γνωριμίας μας έφευγε μόλις εμφανιζόμουν. Εγώ της μιλούσα κι ας μην την έβλεπα. Σφύριζα κιόλας ένα συνθηματικό που είχα με το φίλο μου που πηγαίναμε για ψάρεμα πιτσιρικάδες. Λίγο αργότερα είχα αρχίσει να την ταΐζω με τα πρώτα κουνούπια της σεζόν. Μάζευα όσα σκότωνα, τα άφηνα ένα-ένα σε απόσταση από μένα, κοντά στη κρυψώνα της και περίμενα. Η Σούγκαρ έβγαζε το κεφάλι, στη τσίτα, κοιτούσε κάνα πεντάλεπτο τη περιοχή και κάποια στιγμή πεταγόταν, μάγκωνε το κουνούπι και ξανακρυβόταν. Το ίδιο και με τα υπόλοιπα κουνούπια, τέσσερα πέντε συνήθως στη μερίδα. Σ’ όλη τη διάρκεια του φαινομένου ήμουν αραχτός και ακίνητος. Της μιλούσα και σφύριζα.
Ύστερα από καμιά βδομάδα φτάσαμε να τρώει το κουνούπι και να μη κρύβεται μέχρι να της πετάξω το επόμενο, εφ’ όσον έμενα αραχτός στη θέση μου. Οπότε τέλειωνε γρήγορα η μερίδα.
Είχα καταλήξει να περνάω την ώρα μου κυνηγώντας κουνούπια, πολύ στρες. Μέχρι που βρήκα τη λύση, τοποθέτησα παντού αντικουνουπικά. Σπιράλ, ηλεκτρικά με ταμπλέτες, ηλεκτρικά με υγρό, ό,τι υπήρχε στο σουπερμάρκετ της περιοχής, στου Μπέμπη. Φουλ στο αντικουνουπικό το σπίτι. Άναβα κι όλα τα φώτα όσο έλειπα το βράδυ και το πρωί που ξυπνούσα έκανα μια γύρα και μάζευα τα πτώματα. Όσα ήταν μόνο ψιλοζαλισμένα, τα ζουπούσα να γίνουν πτώματα. Καθόσο, διαπίστωνα, με τον καθαρό αέρα ξαναζωντάνευαν κι εξαφανίζονταν πριν τα περιλάβει η σαύρα.
Πέρασαν άλλες κάνα δυο βδομάδες μέχρι να τολμήσω να συντομέψω την απόσταση. Η Σούγκαρ το ψιλοσκέφτηκε και έδειξε εμπιστοσύνη. Ή αδυναμία, δεν το εξακρίβωσα. Το θέμα είναι ότι εγώ πετούσα τα κουνούπια όλο και πιο κοντά μου, κι αυτή έκανε την προσεκτική αλλά δεν έλεγε όχι. Και κουνούπια είχα.

«Με τη Σούγκαρ είχαμε δεσμό. Στην αρχή της γνωριμίας μας έφευγε μόλις εμφανιζόμουν. Εγώ της μιλούσα κι ας μην την έβλεπα».

«Με τη Σούγκαρ είχαμε δεσμό. Στην αρχή της γνωριμίας μας έφευγε μόλις εμφανιζόμουν. Εγώ της μιλούσα κι ας μην την έβλεπα».

Παραείχα μάλλον, καθ’ ότι η σαύρα έδειχνε να τα ψιλοβαριέται. Εμφανιζόταν με το που σφύριζα, ερχόταν σειάμενη και κουνάμενη, έτρωγε κάνα δυο κουνουπάκια, με κοιτούσε, εγώ έλεγα, φάε, Σούγκαρ, αυτή κοιτούσε, εγώ ξανάλεγα, με βαριόταν κι έφευγε.
Αποφάσισα να εμπλουτίσω την προσφορά.
Ασχολήθηκα με τις μύγες. Πήγα στο Μπέμπη, παρατσούκλι του σουπερμαρκετά στο χωριό, και ζήτησα μυγοπαγίδες. Ο Μπέμπης με ρώτησε αν εννοούσα τις ταινίες που κρεμόντουσαν απ’ το ταβάνι και κολλούσαν απάνω τους οι μύγες. Αυτές, είπα, αυτές είναι αντιαισθητικές, είπε ο Μπέμπης και με κοίταξε σαν ούφο, άλλες έχει είπα, όχι ο Μπέμπης, αυτές πού τις βρίσκουμε εγώ, πρέπει να παραγγείλω ο Μπέμπης.
Ήμουν τυχερός. Εμφανίστηκε ο Αργύρης, ο γύφτος που περιφερόταν στα νησιά και είχε απ’ όλα. Και γω καβάντζωσα τα κουνούπια που είχα μαζέψει, γέμισα το σπίτι μυγοπαγίδες κι άρχισα να μαζεύω μύγες.
Και η Σούγκαρ να δείχνει πάλι ενδιαφέρον.
Καταλήξαμε σε σχέση. Η σαύρα εμφανιζόταν με το που σφύριζα, εγώ έλεγα καλώς τη Σούγκαρ, άραζα, κι αυτή έτρωγε απ’ το χέρι μου.

Απ’ όλα.

***************

Τη χαιρέτησα όπως πάντα και της έδωσα το πρώτο έντομο, κουνούπι. Το άρπαξε με το που πλησίασα την παλάμη μου. Το κατάπιε στα γρήγορα και παρέμεινε στη θέση της κοιτώντας με στα μάτια.
«Σ’ άρεσε, Σούγκαρ
Καμία αντίδραση. Άφησα το επόμενο να πέσει μπροστά της, ανάμεσά μας. Συνέβη το ίδιο.
«Λέγε, Σούγκαρ, πώς σου φαίνεται;»
Επίσης καμία απάντηση. Έψαξα τη μοναδική μύγα του μενού, την έπιασα από το φτερό και την κούνησα μπροστά στο κεφάλι της. Η Σούγκαρ παρέμεινε ακίνητη. Άφησα τη μύγα να πέσει μαλακά στην είσοδο της μυρμηγκοφωλιάς, μισό μέτρο παραδίπλα, δημιουργώντας κάποια αναστάτωση στο τράφικ.
Η οποία αναστάτωση έληξε με τη γρήγορη επέμβαση της δικιάς μου. Άρπαξε το μυγόπτωμα, τραβήχτηκε μακριά απ’ τη φωλιά, το άφησε για μια στιγμή κάτω, ίσα για να φτύσει τα κάνα-δυο μυρμήγκια που είχαν προλάβει να μαγκωθούν πάνω του και το κατάπιε αμάσητο. Ύστερα ξαναγύρισε στη προηγούμενη θέση και στάση της κοιτώντας με ανέκφραστη.
«Καλή η μύγα, Σούγκαρ; Ή προτιμάς τα κουνούπια;»
Αυτή τη φορά υπήρξε αντίδραση, ξανακατάπιε. Μπορεί και να της είχε σταθεί η μύγα στο λαιμό. Δεν κατάφερα να εξηγήσω το νόημα.
«Λέγε, Σούγκαρ», επέμεινα.
Πάλι καμιά αντίδραση. Με σνόμπαρε.
Την κοίταξα όσο πιο γοητευτικά μπορούσα και της έδωσα πάλι κουνούπι.
«Χαλάρωσε, Σούγκαρ! Θα τη βρούμε την άκρη Έχουμε τα Πνεύματα μαζί μας…»
Το άρπαξε, το κατάπιε και μου έκλεισε το μάτι.

Χαλάρωσα και γω, ευχαριστημένος με τη γενική κατάσταση.
Η σαύρα ταϊσμένη, τα μυρμήγκια στον αγώνα και γω αραχτός…
Έστριψα καπάκι.
Η ώρα κυλούσε αργά. Κολλημένη σε ιδρώτες και καπνούς.

Ακόμα και οι μύγες ίδρωναν.

*************

Αυτό μου έλειπε, να μου λείπεις,
Να σου φωνάζω, μη μ’ εγκαταλείπεις…

Το αφιέρωνε κάποιος Μπάμπης στην δικιά του.

Το λάστιχο στερεωμένο στα κλαδιά.
Και ο ήλιος να ζεματάει το περιβάλλον.
Και γω καθισμένος στην πέτρα.
Και το νερό να χύνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί μου.
Και η αφιέρωση συνοδεία στο όλον.

Φουλ στρες ο Μπάμπης, σκέφτηκα. Περιφέρθηκα γυμνός στην αυλή για να στεγνώσω. Ήταν και γυμναστική.

Στεγνωμένος και γυμνασμένος, με φρέσκο φραπέ παρέα, ξάπλωσα πάλι στο στρατηγείο μου, στα μαξιλάρια κάτω απ’ τη συκιά.
Η Σούγκαρ έκανε σιέστα.
Οι μύγες επίσης.
Έκανα και γω.

Το ραδιόφωνο συνέχιζε να στέλνει βραχνό πάθος.

Κι αν δεν αντέχω να μη σε έχω,
θα πάρω μαχαίρι και θα κοπώ…

Φουλ καλοκαίρι.

 

//Aπό το διήγημα «Σιέστα» προέκυψε το μυθιστόρημα «Κάψα -Χιτ» του Πέτρου Αυλίδη, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top