«Ίσως αυτές οι γραμμές γράφονται στις 31.12.1999». Κάπως έτσι ξεκινούσε το βιβλίο «Η μελαγχολία του τέλους του αιώνα», που συναντάμε στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Με πρωταγωνιστή τον Marcello Mastroianni. Και αν το κείμενο δεν αποπνέει μελαγχολία, είναι οπωσδήποτε νοσταλγικό. Όχι σαν άρνηση ή απόρριψη πίστης στη δύναμη του μέλλοντος (μια από τις πιο ωραίες φράσεις που βρίσκει κανείς στο La Grande Bellezza του Sorrentino/ βλ. το βίντεο που ακολουθεί), αλλά ως ενδυνάμωση των παροντικών καταστάσεων.
Πώς αλήθεια θα χωρέσουν στο ίδιο κείμενο ο Totò Schillaci, ο Toni Servillo, o Marcello Mastroianni και ο Sorrentino; Όλους αυτούς τους συνέχουν οι προσωπικές μνήμες του γράφοντος, αλλά και μια πιο αντικειμενική διάσταση. Αυτή της ταυτοτικής, ενοποιητικής και συλλογικής λειτουργίας του ποδοσφαίρου και του κινηματογράφου.
Σήμερα τα γήπεδα, οι ομάδες και οι πόλεις τους μετατρέπονται σε τουριστικούς προορισμούς, που παρέχουν υπηρεσίες ψυχαγωγίας και εστίασης, ο κινηματογράφος καθίσταται ατομική υπόθεση, οι Κυριακές αποκοινωνικοποιούνται. Οι άλλοτε λαϊκοί ήρωες των Κυριακών περνάνε μόνο βιαστικά και επιδερμικά μπροστά από οθόνες είτε ως στιγμιότυπα είτε ως reels. Τα συλλογικά (ενσώματα) βιώματα, που προκαλεί το ποδόσφαιρο και ο κινηματογράφος, εξωτερικεύονται σε έναν υποκατάστατο δημόσιο χώρο.
Οι τελευταίες μου αναμνήσεις από την Ιταλία αλλά και η δόση Ιταλίας, που πήρα το τελευταίο διάστημα μέσα από διάφορες εκθέσεις του Ιταλικού Ινστιτούτου Αθηνών, εγκλείονται στις κατωτέρω σκέψεις.
Μέρος Α’: Le Notti Magiche e Schillaci
Το συλλογικό πένθος για τον Totò Schillaci δεν το παρατήρησα ή αισθάνθηκα στη γενέτειρά του, στο Παλέρμο. Όπου στην εξόδιο ακολουθία, στον Καθεδρικό Ναό της πόλης, σαν να άρθηκαν όλες οι κοινωνικές, ταξικές και πολιτιστικές διαφορές μεταξύ του Βορρά και του Νότου. Το φέρετρο καλυπτόταν από κασκόλ της Παλέρμο, της Juve, της Εθνικής Ιταλίας, από φανέλες της Napoli, της Μεσσήνης. Στους κεντρικούς ναπολιτάνικους δρόμους τη θέση του συνήθους θορύβου, είχε λάβει μια πένθιμη βουβαμάρα.
Στο Mundial του 1990 το παιδί με τα σπινθηροβόλα μάτια κατόρθωσε αυτό, στο οποίο απέτυχε η Prima Repubblica ή τα φιλόδοξα προγράμματα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Να ενοποιήσει τις δύο Ιταλίες. Ξεκινώντας από τον φτωχό Ιταλικό Νότο και την περιθωριοποιημένη Σικελία, παίζοντας στην Juventus και τιμώντας την φανέλα της Squadra Azzurra, o Totò δεν χάρισε απλά νύχτες μαγικές στον ιταλικό λαό, αλλά τους έδωσε την ευκαιρία να ξανά μιλήσουν για την ιταλικότητα. Στο πρώτο παιχνίδι μετά τον θάνατό του, κάποιοι Ναπολιτάνοι κατά τη διάρκεια της απόδοσης τιμών στον εκλιπόντα, επιδόθηκαν σε αποδοκιμασίες.
Στην Νάπολη επικρατούσε αναβρασμός. Θυμάμαι μετά το παιχνίδι όλοι να απαντούν με μια λέξη σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, τηλεοπτικών συνεργείων ή στις μεταξύ τους συζητήσεις. “Vergogna”. Ντροπή. Όνειδος για τη συλλογική μνήμη του Νότου, που εξαιτίας των γκολ του Totò ένιωσαν για πρώτη φορά την ισοπολιτεία. Αυτή, που ακόμη και σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση σε ένα μέρος της Ιταλίας. Σε εκείνον τον ημιτελικό, άλλωστε, στο San Paolo, οι Ναπολιτάνοι προέταξαν την πίστη στην πατρίδα από την πίστη στον θεό (Maradona).
Μέρος Β’: Η δύναμη του κινηματογράφου
Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα ξεκινά η προβολή της Parthenope. Ήδη από το καλοκαίρι ο Sorrentino στην Taormina δηλώνει ότι αυτή θα είναι η τελευταία ταινία του με αυτοβιογραφικές αναφορές ή αναφορές στην Νάπολη. Στην πραγματικότητα, η Parthenope περιγράφει ακριβώς αυτό, που πιστεύουν οι κάτοικοί της για αυτή. Γεννιέται μέσα από τον μύθο και παραμένει στην σφαίρα του ανεξήγητου και του ακατανόητου. Η έλλειψη στιβαρής πλοκής δηλώνει ακριβώς αυτό. Η ομορφιά, άλλωστε, δεν χρειάζεται δομή για να την συλλάβεις.
Ακολουθώντας την μούσα Celeste Dalla Porta, ανατέμνουμε την ιστορική εξέλιξη της πόλης (sempre in transizione mai in transformazione/ πάντα σε μετάβαση ποτέ σε μεταμόρφωση έλεγε για την πόλη της η Κοσμήτορας του ομώνυμου Πανεπιστημίου στο οποίο βρέθηκε στις αρχές του Φθινοπώρου). Βυθισμένη ακόμη μέσα στις προκαταλήψεις (βλέπε την σκηνή με τον San Gennaro), στοιχειώνοντας όσους την εγκατάλειψαν (βλ. τον τρομερό μονόλογο της Luisa Ranieri ως Γκρέτα Κούλ) και επαναφέροντας διαρκώς το ερώτημα της πρωταγωνίστριας: «Μπορεί να είναι κανείς ευτυχισμένος μέσα σε τόση ομορφιά;». Για τον Sorrentino η ταινία περιγράφει τη νεότητα, που δεν έζησε. Για τους λοιπούς;
Ίσως σε αυτό απαντά ο Διόσκουρός του Toni Servillo. Ο οποίος είτε ως Jep Gambardella είτε ως «διερμηνευτής» των φωνών του Δάντη, μας υπενθυμίζει ότι ο δρόμος προς την αναζήτηση της ομορφιάς προϋποθέτει την κατάφαση της ζωής. Μια ομορφιά, που προέρχεται από έναν κόσμο που χάνεται, παρακμάζει όπως μας γράφει ο δημοσιογράφος Δ. Μανιάτης, που παρακολουθήσαμε μαζί και την ταινία και την παράσταση.
Ένας κόσμος, που μένει ζωντανός μέσα από τις αφίσες και τα λόγια του Marcello Mastroianni, που ηχούν. Αφίσες που ξεκίνησα να βλέπω στην Ortigia για τα 100 έτη από τη γέννησή του και είδα ξανά στο Ίδρυμα Κακογιάννη. Λόγια, που αναφέρονται στην κοινωνική δυναμική του κινηματογράφου, ο οποίος στην μεταπολεμική Ιταλία υπήρξε ο καθρέφτης μιας χώρας που προσπαθούσε να ξεπεράσει τα συλλογικά τραύματα μετά την πτώση του φασιστικού καθεστώτος. Λόγια, που αναφέρονται στον δικό μας Θόδωρο Αγγελόπουλο και στην μαεστρία με την οποία κατάφερε να αποδώσει κινηματογραφικά τους μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας, που συνδέονταν απευθείας με – το επίσης τραυματικό – παρελθόν της.
Οι ήρωες των γηπέδων, των κινηματογραφικών αφισών είχαν την λαϊκότητα όχι μόνο της καταγωγής, αλλά και της δυνατότητας ταύτισης. Η προσωπική μυθολογία του καθενός γινόταν συλλογική ιστορία και αντιστρόφως.
Τα υπόλοιπα il prossimo anno…
Διαβάστε ακόμα: Σικελικό ημερολόγιο. Tιμή στους νεκρούς δικαστές που τα έβαλαν με τη Μαφία.