Ο Σταύρος Ξαρχάκος με τον Γιώργο Σταθόπουλο και τον Τζίμη Πανούση στη Νεμέα. (Φωτογραφία Σωτήρης Κακίσης).

Πριν 5-6 χρόνια, μαζί με τον αείμνηστο Σάββα Παύλου και τον νεαρό Αλέκο Μιχαηλίδη, κάναμε μια κουβέντα για το πώς έπρεπε να συνεχιστεί η σειρά ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ των εκδόσεων ΑΙΓΑΙΟΝ, αφού είχαμε φτάσει τον αριθμό των 30 βιβλίων, με κείμενα κλασσικά, όπως ο Εθνικός Ύμνος, κείμενα πολιτικής παρέμβασης, όπως το Διάγγελμα του Τάσσου Παπαδόπουλου, κείμενα ιστορικής σημασίας, όπως τρία κείμενα για τον Καραολή και κείμενα του πολιτισμού μας, όπως τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη και ο Θρήνος της Παναγίας.

Είχαμε αποφασίσει τότε πως θα προχωρούσαμε με ανθολογίες τραγουδιών – στίχων από τους συνθέτες μας, λαϊκούς και «έντεχνους» όπως και με επιλεγμένα κείμενα από την αρχαία γραμματεία. Φυσικά, και με έργα των μεγάλων μας ποιητών και αρχικώς αυτών που ήταν ακόμα ζωντανοί.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος. (Ανέκδοτη φωτογραφία του Σωτήρη Κακίση).

Τις ανθολογίες τις ανέλαβε ο Αλέκος Μιχαηλίδης και όντως σε αρχικό στάδιο και μετά από ένα εξάμηνο είχε ετοιμάσει αξιόλογες δουλειές που συμπλήρωναν την ενότητα ΤΡΑΓΟΥΔΙ με τη βοήθεια άλλων συνεργατών μας. Η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Νίκος Γκάτσος και ο Σταύρος Ξαρχάκος ήταν έτοιμοι, τουλάχιστον στα αρχικά τους στάδια. Προχωρήσαμε και στο δύσκολο έργο του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι. Δυστυχώς, η οικονομική κρίση μας έκοψε τα φτερά. Δεν έφτανε η κρίση, είχαμε και το πρόβλημα να βρούμε τους καλλιτέχνες και να πάρουμε κάποια σχετική άδεια απ’ αυτούς έστω και νομικά, επειδή επρόκειτο για ανθολογίες.

Γράφω, λοιπόν, αυτό το κειμενάκι για να ζητήσω συγγνώμη από τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ήθελα να τον ευχαριστήσω για τις τόσες νύχτες και μέρες που με κράτησαν τα τραγούδια του και στην ξενιτειά του Λονδίνου και στην ξενιτειά της Αθήνας και της Λευκωσίας. Ήθελα όσο ζούσε να είχε αυτό το δίτομο μικρό έργο και να χαίρεται κι ο ίδιος που η μικρή Κύπρος τον τίμησε με αυτό τον τρόπο. Αποκαλύπτω κιόλας κι ένα όνειρό μου, όνειρο ζωής και ψυχής: Ήθελα, αν ποτέ επέστρεφα στο κατεχόμενο χωριό μου, να έβαζα υποψηφιότητα για δήμαρχος και να κέρδιζα. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να ονόμαζα την οδό, από τη μια άκρη του χωριού που ήταν το δημοτικό σχολείο, μέχρι την άλλη που ήταν το γυμνάσιο, λεωφόρο Σταύρου Ξαρχάκου και μετά να έδινα παραίτηση, μιας και δεν θα ήταν ομόφωνη η απόφαση για τιμητική διάκριση.

«Ο Ξαρχάκος ήταν πολύ άτυχος στην καριέρα του. Εμφανίστηκε περίπου την ίδια περίοδο με τους δύο γίγαντες της μουσικής μας, τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, οπότε πάντα έπαιρνε την τρίτη θέση, αδίκως πολλές φορές».

Ο Σταύρος Ξαρχάκος ήταν πολύ άτυχος στην καριέρα του. Εμφανίστηκε περίπου την ίδια περίοδο με τους δύο γίγαντες της μουσικής μας, τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, οπότε πάντα έπαιρνε την τρίτη θέση, αδίκως πολλές φορές. Ο Ξαρχάκος ήταν η εναλλακτική πρόταση στην ελληνική μουσική, χωρίς να παραγνωρίζω τη συμβολή των δύο γιγάντων. Άγγιζε την ψυχή μας, χωρίς να θέτει ιδεολογικά ζητήματα, χωρίς να σπέρνει τη διχόνοια, χωρίς να μας αναγκάζει να παίρνουμε θέση συνεχώς, μόνο να ακούμε τα τραγούδια του και να κρίνουμε τη μουσική του. Ένας μπέμπης που έγραφε μεγάλα τραγούδια. Ένας μουσικός αυθεντικός, που κατάφερε να ανοίξει δρόμους – λεωφόρους στην ελληνική μουσική. Ένας συνθέτης που μας έμαθε να ακούμε με διαφορετικό τρόπο τα τραγούδια είτε αυτά ήταν «λαϊκά» είτε «έντεχνα». Ένας Ξυλούρης και μια Μοσχολιού, με έναν Κόκκοτα πού να τους κατατάξεις και πώς να τους αξιολογήσεις; Πώς να αξιολογήσεις την Άπονη Ζωή με τον Μπιθικώτση στο πηδάλιο ή τον Καζαντζίδη που καταδέχθηκε μέσα στο μεγαλείο του να το τραγουδήσει και αυτός το αριστούργημα.

Ο Ξαρχάκος μας έσωσε από τον φανατισμό, που ως γνωστόν μόνο κακά προκαλεί. Μας έδωσε την άλλη επιλογή με μεγάλο και αξιόλογο έργο. Η μουσική του δεν μεμψιμοιρούσε που ζούσε στη σκιά των γιγάντων. Ήξερε πολύ καλά πως δεν ήταν στη σκιά κανενός, αντιθέτως επισκίασε πολλές φορές τους γίγαντες. Άντεξε στον χρόνο και αντέχει, διότι το έργο του είναι αληθινό έργο ψυχής, έργο βαθύτατα ελληνικό, άρα και οικουμενικό, έργο που όταν κριθεί πιο ψύχραιμα θα φανεί ότι αδίκως κατατάσσεται στην τρίτη θέση.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος με τον Τζίμη Πανούση στη Νεμέα. (Φωτογραφία Σωτήρης Κακίσης).

Δεν είμαι ειδικός μουσικολόγος ούτε κριτικός μουσικής, ξέρω μόνο πως κτυπά η καρδιά μου. Ως μετανάστης από τα δώδεκά μου μέχρι σήμερα, ξέρω ότι με συντροφεύει ο Ξαρχάκος, από το «Ένα μεσημέρι» μέχρι τα «Κόκκινα Φανάρια» και το «Ρεμπέτικο». Όταν καταλάβουμε τι έκανε με το Ρεμπέτικο θα είναι ίσως αργά για να πούμε ευχαριστώ. Μπορεί τότε να λέμε «thank you» ως ευρωπαΐζοντα αμερικανάκια.

Κύριε Ξαρχάκε, ευχαριστώ πολύ που γλύκανες τόσο τη ζωή μου, ευχαριστώ και για τη σωτηρία των λίγων ζωντανών ηχογραφήσεων των μεγάλων ρεμπετών μας που έκανες όταν ήσουν ακόμα νεαρό παιδί, με ένα από τα πρώτα μαγνητοφωνάκια που εισήχθησαν στην Ελλάδα. Σ’ ευχαριστώ, νυν και αεί, για την ομορφιά του κόσμου που δεν σωπαίνει μέσα μου όσο κι αν μας κόβουν τα φτερά. Σ’ ευχαριστώ.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Ξαρχάκος και τα παπούτσια των ανθρώπων.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top