kwstantinidhs

Ουμπέρτο Έκο, Γιώργος Κωνσταντινίδης, Σιθωνία, πριν είκοσι έτη…

Σιθωνία Χαλκιδικής, καλοκαίρι, καμιά εικοσαριά χρόνια πριν. Από τη Βουρβουρού περάσαμε απέναντι στο νησάκι. Στο μικρό μώλο υψωνόταν περήφανη η σημαία των Ναβάχος. Την έπαρση είχε κάνει πουρνό-πουρνό ο Γιάννης Μπουτάρης. Μας υποδέχτηκε με πονηρό χαμόγελο και πειρατικό σκουλαρίκι. Η βάρκα ξανάφυγε, για να παραλάβει προμήθειες συνοικιακού mini market. Τραβολογήσαμε για το σπίτι. Ένα ασβεστωμένο «φρατζολάκι» μέσα στα δέντρα όλο κι όλο, με μια τεράστια κρεβατίνα μπροστά που σκίαζε τρυφερά την υπαίθρια κουζίνα και μια στρωματσάδα για τουλάχιστον έξι νοματαίους. Από κει κουτρουβαλούσες καμιά τριανταριά σκαλιά για να βρεθείς στο πιο ειδυλλιακό αμμουδάκι του κόσμου, αγκαλιασμένο από λεία βράχια. Πλατσούρισμα και λιάσιμο όλη μέρα. Κατά το μεσημεράκι, όσοι απ’ την παρέα έπασχαν από το σύνδρομο της νοσοκόμας, βούταγαν με τα βατραχοπέδιλα για να ξυπνήσουν από τη νάρκη του τον απαλό βυθό. Γέμιζαν δυο κουβάδες γυαλιστερές και τις έφερναν στο σανιδένιο τραπέζι. Μαζευόμασταν ολόγυρα χαρούμενοι σαν γρύλοι κι άρχιζε το τσιμπούσι. Με ένα λεμόνι, ένα μαχαίρι κι ένα ποτήρι ο καθένας.

Με το σούρουπο, σερνάμενοι, απλωνόμασταν στην ταράτσα. Μερικοί ακόμα με τα μαγιό, κάποιοι όπως τους γέννησε η μάνα τους. Διάβαζαν, ονειροπολούσαν, λαγοκοιμόντουσαν…

Τότε γνώρισα τον Ουμπέρτο Έκο. Έκανε μια στάση προτού τραβήξει για τον Άθω. Ήταν περίεργο. Είτε με το μαγιό τον έβλεπες είτε με κοστούμι και γραβάτα, σου έκανε ακριβώς την ίδια εντύπωση. Δίπλα στην αυστηρή Γερμανίδα σύζυγο, θαρρούσες πως είχαν απιθώσει μπροστά σου μια παλάντζα. Εκείνος φλέρταρε χαρούμενα κι ανενδοίαστα, η γυναίκα του αδιαφορούσε εξίσου ανενδοίαστα. Απολάμβανε αυτάρεσκα την αφηγηματική του δεινότητα σχεδόν το ίδιο με το τσιπουράκι του. Του άρεσε να κολυμπάει μόνος, το ηλιοβασίλεμα, και να λέει ανέκδοτα σε τρεις γλώσσες. Που «έφερναν» σε χοντράδες. Αλλά σε πρώτο επίπεδο: «Ο υπαλληλάκος που γνωρίζει μια νεράιδα, τολμάει να την καλέσει σε δείπνο, ω της έκπληξης, εκείνη δέχεται, κλείνει όλο το εστιατόριο και φέρνει ορχήστρα με βιολιά. Ο σερβιτόρος τους ρωτάει τι θα πιούνε, το κατάστημα διαθέτει σαμπάνια και μπίρα. Εκείνη, μέσα στη λευκή τουαλέτα της, θέλει σαμπάνια. Τη ρωτάει γιατί. Ω, εξηγεί, όταν πίνω σαμπάνια πετάω στα ουράνια κι έρχεται ο πρίγκιπας καβάλα στο άσπρο άλογο και με ταξιδεύει στα σύννεφα κ.λπ., κ.λπ. “Ενώ η μπίρα;”, της κάνει εκείνος “Ενώ η μπίρα με κάνει και κλάνω”». Κι αυτό να μπορεί να το διηγείται επί ώρες.

Με το σούρουπο, σερνάμενοι, απλωνόμασταν στην ταράτσα. Μερικοί είχαν ρίξει ένα τζην κι ένα πουλόβερ πάνω τους, άλλοι ήταν ακόμα με τα μαγιό, κάποιοι όπως τους γέννησε η μάνα τους. Διάβαζαν, ονειροπολούσαν, λαγοκοιμόντουσαν… Παρακεί, τα πηγαδάκια έπιαναν το κουβεντολόι: πλάκες, χάχανα, σιχτίρια. Μια στο τόσο, κάποια που είχε μπαϊλντίσει με όλο αυτό το χύμα έσκαγε μούρη με ξώπλατη σατινένια τουαλέτα και ψηλοτάκουνα, και το σκηνικό γινόταν Richard Avedon. Μες στο χαμόγελο καλοδεχόταν κορταρίσματα και γιούχα. Αρχίζαμε να πεινάμε σαν λύκοι. Κάποιοι αναλάμβαναν να φτιάξουν ένα καζάνι μακαρόνια για το στρατώνα. Το ηλεκτρικό κοβόταν. Τρώγαμε υπό το φως της λάμπας πετρελαίου.

Στην επιστροφή, πάνω στη βάρκα, ήταν σαν να διαβαίναμε τον Αχέροντα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top