15895366_933801143422820_2493507221534009902_n

Ο Takis ήταν «πεινασμένος», ήταν ανήσυχος, ιδεολόγος, μελαγχολικός, και ήθελε να αλλάξει τον κόσμο.

«Ήταν το 1956, όταν μου είπαν για έναν Έλληνα γλύπτη, ο οποίος παρουσιάζει κάτι μυστηριώδη γλυπτά σε μια γκαλερί του Λονδίνου.

Βρισκόμουν ήδη στο Λονδίνο, όπου διαπραγματευόμουν ένα χώρο, μια γκαλερί στην King Street. Πήγα λοιπόν στην γκαλερί Hannover και είδα κάτι “σινιάλα” τα οποία μου φάνηκαν πραγματικά ενδιαφέροντα.

Λέω στον γκαλερίστα: «Που είναι αυτός ο καλλιτέχνης; Θέλω να τον δω αμέσως». Ήταν ο Τάκις, ο οποίος έμενε σε ένα δωματιάκι που του είχε παραχωρήσει ο εφοπλιστής Γιάννης Καρράς. Ήταν απίστευτα φτωχός.

Όταν συναντηθήκαμε, ήρθε με κάτι σανδαλάκια – το μισό πόδι του ήταν απ’ έξω. Μιλάμε για Λονδίνο, Απρίλιο μήνα με κρύο. Κουβεντιάσαμε πολύ λίγο, αλλά το κατάλαβα αμέσως ότι πρόκειται για μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος δεν έκανε τέχνη ελληνική, αλλά διεθνή.

Οι καλλιτέχνες δεν έχουν διαβατήριο. Ο Picasso είχε γεννηθεί στην Ισπανία, αλλά δεν ήταν Ισπανός. Αυτή ήταν η διαφορά του Τάκη, όπως και του Μόραλη ή του Χατζηκυριάκου- Γκίκα από τους άλλους καλλιτέχνες οι οποίοι έκαναν τότε τέχνη ελληνική. Αυτό ήταν που δεν άντεχα ποτέ στην τέχνη: τον εθνικισμό.

Όταν βλέπεις ένα αριστούργημα, δεν έχει σημασία από πού ήταν αυτός που το έφτιαξε ή από πού ήταν η μαμά του. Η μαμά του Ντα Βίντσι ήταν μια υπηρέτρια, αγνώστων λοιπών στοιχείων… Γιατί λοιπόν να μας ενδιαφέρουν ανούσιες λεπτομέρειες;

Αγόρασα όλα τα έργα του Τάκη και του έδωσα χρήματα να ξεκινήσει τις έρευνές του για τα «τηλεφώτα» του, μια εμπνευσμένη σύλληψη τότε, την οποία μου σχεδίασε σε χαρτί: μια λάμπα που παρέπεμπε στην ψυχή.

Ο Τάκης ήταν καλλιτέχνης από γεννησιμιού του. Ήταν βίαιος, γι’ αυτόν η βία είχε κάποιο βάθος. Ήταν η ίδια η ενέργεια της γης.

Ήταν ψηλός, με μεγάλα εκφραστικά μάτια ανήσυχα, μάτια τρελού. Ήταν αυθάδης, ευγενικά θρασύς και απότομος, αλλά τόσο γλυκός.

Πραγματική περίπτωση ιδιοφυούς καλλιτέχνη. Έβλεπα τα γλυπτά εκείνης της περιόδου, και με παρέπεμπαν στην αρχαϊκή λιτότητα. Φαντάσου ότι ήταν από σίδερο και είχαν ονόματα όπως Οιδίπους, Αντιγόνη, Σφίγγα, Είδωλο.


Διαβάστε ακόμα: Το ιερόν πέος του Θόδωρου από τη Σάμο


Ήταν “πεινασμένος” από τότε ο Τακης, ήταν ανήσυχος, ιδεολόγος, μελαγχολικός, και ήθελε ο τρελός να αλλάξει τον κόσμο, ένας τρελός με σανδάλια και χοντρά δάχτυλα, ο οποίος δεν ήξερε τότε καλά-καλά άλλη γλώσσα, δεν είχε πάει σχολείο, και όμως ήταν πάντοτε ένας επιστήμονας, ο οποίος σου μιλούσε για μηχανική, πληροφορική, μαγνητισμό, βασισμένο στην επιστήμη.

Σου μιλούσε ακόμη για ένα αρχαϊκό πολιτισμό του παρελθόντος και άλλα πολλά. Συχνά, από τον παροξυσμό της σκέψης του, πάθαινε συχνά κρίσεις επιληψίας και στις φλόγες των ματιών του διέκρινα τις “πύρινες κραυγές” του Μαρσέλ Ντισάν και του Tinguely, που ακτινογραφούσε -άλλος τρελός- το σύμπαν, και πριν τελειώσει τη σκέψη του, έλεγες ότι αυτός ο απίθανα ερωτικός νέος είναι ταυτόχρονα και γκάνγκστερ και τρελός και βιολόγος και Ινδός βελονιστής.

15894593_933801130089488_1709127756080076970_n

Ο Takis ήταν όντως ένας πολύ ωραίος Έλληνας, με όλα τα πραγματικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φυλής του.

Φαντάσου ότι έφτασε στο Παρίσι ως χίπις και μετά πήγε στο Λονδίνο όπου συναναστρεφόταν όλο με λεσβίες και πούστηδες.

Του άρεσε να μιλά για πουτάνες και περηφανευόταν ότι η πρώτη του γκόμενα ήταν μια πουτάνα δεκατρία χρόνια μεγαλύτερή του. Όλους αυτούς τους απίθανους τύπους τού τους είχε γνωρίσει ο Ταχτσής -δούλευε τότε ως μπάτλερ σ’ ένα πλούσιο σπίτι-, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε αναστατώσει το Λονδίνο.

Ο Νάνος Βαλαωρίτης μου είχε μιλήσει για τον Τάκη αρκετές φορές. Ο Τάκης μεθοκοπούσε με τον εγγονό του Φρόιντ, τον ζωγράφο Λούσιαν Φρόιντ, ο οποίος εκείνη την εποχή έκανε κάτι σκιτσάκια.

Είχε φέρει μάλιστα στο Λονδίνο τότε και τον Μίνω Αργυράκη. Ήταν δε μοναδικός ψεύτης. Από τον Τάκη άκουσα τα ωραιότερα, τα πιο καλλιτεχνικά ψέματα που έχω ακούσει ποτέ: ότι μια μέρα θα γίνει θεός, ότι μικρός έθαψε τα έργα του, ότι αγαπούσε τον Προμηθέα και τον Βάκχο με την ίδια δύναμη που αγαπούσε τον Τζιακομέτι και τον Μπέικον.

Όμως ο Τάκης ήταν καλλιτέχνης από γεννησιμιού του. Ήταν βίαιος, γι’ αυτόν η βία είχε κάποιο βάθος. Ήταν η ίδια η ενέργεια της γης.

Ήταν όντως ένας πολύ ωραίος Έλληνας, με όλα τα πραγματικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φυλής του, και ακόμα κάτι πιο σημαντικό: είχε αυτό το απίθανο ψυχωτικό σύνδρομο που έχει μέσα του κάθε μεγάλος καλλιτέχνης.

Μου είπε για τις ιδέες του, για τα “σινιάλα” του και τα “τηλε-μαγνητικά” γλυπτά του, τα οποία τον παρότρυνα να ξεκινήσει, ενώ παράλληλα τον προετοίμαζα για την Νέα Υόρκη -ο ίδιος γνώριζε την Αμερική από μια πλούσια Αμερικανίδα, την Κάρεν Κρόσμπι-, κάτι που τελικά έγινε το 1961 με τα “Τηλε- μαγνητικά γλυπτά”, τα οποία γνώρισαν μοναδική επιτυχία. Τότε ήταν που ο Μαρσέλ Ντισάν, αποκάλεσε τον Τάκη “ακάματο δουλευτή των μαγνητικών πεδίων”.

Ήδη το στοίχημα που είχα βάλει με τον Ρούσβελτ το είχα κερδίσει. Μεταφέροντας την ελίτ των Ευρωπαίων καλλιτεχνών στην Αμερική και κυρίως στη Νέα Υόρκη, έστω ως πρόσφυγες, έκανα τη μοντέρνα τέχνη συνώνυμο της Δημοκρατίας και του παγκόσμιου ανθρωπισμού. Μπορεί τότε όλοι οι ζωγράφοι -οι μοντέρνοι ζωγράφοι- να ήταν “αλήτες” κατά τους Αμερικανούς κριτικούς της δεκαετίας του ’40, ωστόσο τώρα πια, στη δεκαετία του ’60, άρχιζε η Αμερική, χάρη σ’ αυτούς, να παίρνει τα ηνία της τέχνης στα χέρια της.


Διαβάστε ακόμα:  Takis – 91 ετών και μαγνητίζει ακόμα!


Ο Τάκης έπρεπε να επαναστατήσει πάνω στον εφησυχασμό. Ήδη ο διάλογος ανάμεσα στην τέχνη και την ουτοπία είχε πραγματοποιηθεί, η προσφορά λοιπόν της Αμερικής ήταν δεδομένη και αυτός ο θεότρελος ο Τάκης έκανε μια ακόμα υπέρβαση, πήγε ένα ακόμη βήμα πιο πέρα παίρνοντας εκδίκηση από την Αμερική για λογαριασμό της Ευρώπης. Για φαντάσου…

Βέβαια, οι Αμερικάνοι ποτέ δεν του συγχώρεσαν το γεγονός ότι λίγα χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1969, εισέβαλε μέσα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και έκλεψε το τηλε- γλυπτό του, πριν προλάβουν να αντιδράσουν καν οι φύλακες. Μετέφερε την “μηχανή” του έξω από το Μουσείο, στο προαύλιο, και ζήτησε ακρόαση από τον φίλο μου, διευθυντή Μπέιτς Λόουρι, προκειμένου να συζητήσουν για το αναχρονιστικό τρόπο λειτουργίας του μουσειακού συστήματος.

Την επόμενη βέβαια οι εφημερίδες το είχαν πρωτοσέλιδο γεγονός. Μάλιστα μία έγραψε ότι ο κύριος Ιόλας έφερε στην Αμερική τον Μatta, τον Τanguy, τον Μagritte… Τον Τάκη γιατί τον έφερε;

«Πάντα με γοήτευε η τέχνη του Τάκη, αλλά με γοήτευε και κάτι ακόμη: αυτή η αντίσταση, αυτή η εκδίκηση του Τάκη, αυτή η υποτέλεια που αισθανόσουν δίπλα του. Ήταν αδίστακτος!» έλεγε ο Ιόλας για τον έλληνα γλύπτη.

Στα εγκαίνια της πρώτης του έκθεσης στη Νέα Υόρκη το 1961 είχε έρθει η Γκρέτα Γκάρμπο. Έστειλα λοιπόν έναν υπάλληλο μου να μου πει ότι η Γκρέτα ήρθε στην γκαλερί. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και φορούσε μαύρα γυαλιά. Η μεγάλη ντίβα έμεινε έκθαμβη από την δουλειά του Τάκη… Από εκείνη τη βραδιά, από εκείνη την έκθεση, η πόρτα της Αμερικής για τον Τάκη είχε πια ανοίξει.

Την επόμενη μέρα με την βαρόνη Ντε Ρότσιλντ και την Γκάρμπο τρώγαμε σε ένα εστιατόριο και η ντίβα μου έδειξε το ενδιαφέρον της για αυτόν τον Έλληνα γλύπτη, ο οποίος την είχε εντυπωσιάσει. Κανονίσαμε εξάλλου με την βαρόνη και την Γκάρμπο να ζητήσουμε να ανοίξει μια αίθουσα του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, αφιερωμένη στην μεγάλη ηθοποιό, γεγονός που έγινε ύστερα από αρκετά χρόνια.

Σε εκείνο το γεύμα, η Γκρέτα μας αποκάλυψε πόσο άσκοπα είχε σπαταλήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της και παραπονιόταν στη βαρόνη για την ασημαντότητα της ύπαρξής της. Η πτώση της μόλις άρχιζε, η ανωτερότητα της όμως μόλις ξεκινούσε…

Τέλος πάντων, πάντα με γοήτευε η τέχνη του Τάκη, αλλά με γοήτευε και κάτι ακόμη: αυτή η αντίσταση, αυτή η εκδίκηση του Τάκη, αυτή η υποτέλεια που αισθανόσουν δίπλα του. Ήταν αδίστακτος! Μεγάλος καλλιτέχνης…».

15826412_933801190089482_9056047385437494662_n

Ο Takis στο σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα.

Στην είσοδο έξω από το σπίτι, στην αυλή, μόλις που είχαν φτάσει τα μεγάλα στρογγυλά «γκονγκ» του Τάκη. Τον έλεγε τρελό… «Ό, τι κι αν έκανε στη ζωή του, το κατάφερε χάρη στη τρέλα του και στον ερωτισμό του» μου έλεγε, ενημερώνοντάς με ότι την επόμενη μέρα θα ερχόταν ο γλύπτης.

Του άρεσαν πολύ οι ιστορίες της ζωής του Τάκη. Τρελαίνονταν να ακούει τον Τάκη να διηγείται την ερωτική του ζωή.«Όλο για το πουλί του μιλάει. Γι’ αυτό και έφτιαξε ένα από το ωραιότερα γυμνά στην ιστορία της γλυπτικής του 20ου αιώνα, τον Άγιο Σεβαστιανό». Την επόμενη μέρα ο Τάκης ήταν σε φοβερή φόρμα. Είχε αυτό το σατανικό χαμόγελο, που δεν ήξερες που να σταθείς. Θυμήθηκε ένα περιστατικό το 1968, που πήγε στο σπίτι του ο Ιόλας στο Παρίσι και του άφησε μια κασέλα με περιδέραια μαροκινών Πριγκίπων, χρυσά, γεμάτα διαμάντια. Ο Τάκης τρελάθηκε. Δε μπορούσε να κοιμηθεί. Μετά από τρεις ημέρες πάει ο Ιόλας στο σπίτι του και τον ρωτάει που είναι τα κοσμήματα.

«Να τα!» του απαντά ο Τάκης και ο Ιόλας έξαλλος, τον βρίζει, λέγοντας του: «Βλάκα! Γιατί δεν τα ‘κλεψες; Τα έχω ασφαλίσει πάνω από τρείς φορές!».

Είχα πάθει σοκ! Ήταν τρελοί και οι δυο τους. Το τι είπε εκείνη τη μέρα ο Τάκης, δεν περιγράφεται, καθώς ο Ιόλας την είχε καταβρεί με τις απίστευτες ιστορίες του, εγώ κατέγραφα αυτήν την απίστευτη συνάντηση, που μόνο μέσα στο σπίτι του Αλεξανδρινού Μαικήνα μπορούσες να ακούσεις.

 

//Διαβάστε περισσότερα στη βιογραφία Αλέξανδρος Ιόλας του Νίκου Σταθούλη.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top