«Ο αγώνας κατά της μαφίας
πρέπει να είναι πρώτα
απ’ όλα ένα πολιτιστικό κίνημα
που θα συνηθίσει τους πάντες
να μυρίζουν την ομορφιά
του φρέσκου αρώματος της ελευθερίας,
η οποία είναι αντίθετη
με τη δυσωδία του ηθικού συμβιβασμού,
της αδιαφορίας
και επομένως της συνενοχής».
Paolo Borsellino.
Λίγες ημέρες πριν στις 21.9 συμπληρώθηκαν 34 χρόνια από την δολοφονία του δικαστού Rosario Livatino. Υπηρετούσε στον Ακράγαντα (Agrigento) και εκτελείται από την τοπική μαφία της Stidda. Δεν ανατέμνουν και ενεργοποιούν την μνήμη μόνο οι επέτειοι, μόνο εκείνα που εγχαράσσονται στο συλλογικό συνειδητό ή και εκείνα που ανασύρονται από την κοινωνική λήθη.
Το Σαββατοκύριακο, που παρήλθε, αναβιώνει – εκείνη η εποχή του ακήρυκτου πολέμου, της εσωτερικής έντασης και της πολυεπίπεδης κρίσης, που βίωνε η Ιταλία – με την δημοσίευση των επιστολών μεταξύ του generale Carlo Alberto Dalla Chiesa και του “Il Divo” και πρωθυπουργού της Ιταλίας εκείνη την περίοδο Giulio Andreotti (βλέπε το σύνολο των επιστολών εδώ).
Ακόμη και η μνήμη χρειάζεται υλική αποτύπωση για να μπορεί να συνεχίζεται, να μεταφέρεται, να καλλιεργείται. Πρώτη αίθουσα στην οποία καλούμαι να παραστώ στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμου, η αίθουσα που φέρει το όνομα του Rosario Livatino. Και απέναντί της τα αμφιθέατρα, που φέρουν τα ονόματα των due eroi, του Giovanni Falcone και του Paolo Borsellino.
Να βρίσκονται και οι τρεις τους σε έναν νοητό διάλογο, υποβάλλοντας όποιον περνά το κατώφλι σε άσκηση μνήμης, σε μάθημα δημοκρατική συνείδησης, ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παρρησίας. Λέγεται ότι η παρρησία είναι η δίδυμη αδερφή της ελευθερίας. Η ελευθερία χωρίς αυτή μετατρέπεται σε αναρχία. Στην αναρχία της εξουσίας, για την οποία κάνει λόγο ο Pier Paolo Pasolini αρκετά χρόνια πριν, έχοντας διαβλέψει τον εκφυλισμό, την εξαχρείωση και την αποχαλίνωση της εξουσίας.
Εκείνης που στην Ιταλία συνδέθηκε με έναν κύκλο βίας, αίματος, πολιτικού φανατισμού, ακροαριστερής και φασιστικής τρομοκρατίας. Στις προθήκες κάθε μικρού ή μεγάλου βιβλιοπωλείου, ιδίως, του πολύπαθου ιταλικού Νότου, συναντούσες το βιβλίο του Roberto Casalini “Sangue Italiano”.
Στην περίπτωση της Cosa Nostra, οι επιχειρήσεις ελάμβαναν χώρα πάντα το καλοκαίρι. Από το Strage di Capaci τον Μάιο του 1992 έως την εκτέλεση του Libero Grassi, πριν εκπνεύσει ο Αύγουστος, μπροστά από το σπίτι του στο Παλέρμο, η Μαφία επέλεγε πάντα το καλοκαίρι. Αν και η διαπίστωση προέρχεται από την ομότιτλη ταινία La Mafia Uccide Solo d’ Estate, ο κινηματογράφος επιβεβαιώνει την ιστορική πραγματικότητα. Αλλά και τις περιγραφές των palermitani (ή ένα μέρος αυτών).
Όπως η σπιτονοικοκυρά μου η signora Linda, που βλέπει αφημένο πάνω στο γραφείο μου το βιβλίο “Quel Maledetto 1992” αφιερωμένο στην μνήμη των δύο δικαστών και ανατριχιάζει σύγκορμη. Και ξεκινά την μακρά διήγηση, για τους ανθρώπους, που θεωρεί ότι της επιτρέπουν ακόμη και σήμερα να είναι περήφανη για την ταυτότητά της και την καταγωγή της.
Αυτό συμβολίζει και η παρουσία του Albero Borsellino και του Albero Falcone. Δύο δέντρα, το πρώτο στην Via D’ Amelio όπου δολοφονήθηκε ο Borsellino, και το δεύτερο στην Via Notarbartolo. Εκεί όπου συρρέουν κάθε χρόνο οι έντιμοι πολίτες του Παλέρμο, ανεξαρτήτως γενιάς, ηλικίας, κοινωνικής τάξης, και πολιτικών πεποιθήσεων, για να ανανεώσουν τους δεσμούς μνήμης με τις ρίζες τους.
Να δονήσουν την Σικελία άλλοτε με την σιωπή πριν την συμπλήρωση της ώρας των δολοφονιών των δύο δικαστών, και άλλοτε με την φωνή τους, όταν αναγγέλλουν τα ονόματα των δολοφονηθέντων από την Cosa Nostra ή όταν διατρανώνουν το σύνθημα “Fuori la Mafia dallo Stato”.
Όπως και η ιταλική δημοκρατία θυμάται και τιμά όσους θυσιάστηκαν για το τέλος των «Μολυβένιων χρόνων». Στις 21 Μαρτίου και στις 9 Μαΐου. Εκείνους που ενσαρκώναν τους θεσμούς όπως ο Aldo Moro, εκείνους που αγωνίστηκαν για την ομορφιά χαμένη μέσα στην ρυπαρότητα της «Mafiopoli» όπως ο Peppino Impastato που έζησε στο Cinisi, εκείνους που δεν σταμάτησαν να πιστεύουν στην δύναμη των θεσμών και της δικαιοσύνης όπως ο Rosario Livatino. Θύματα ακήρυχτων ή κεκηρυγμένων πολέμων, της τυφλής τρομοκρατίας και βίας. Που αναγνωρίστηκαν με «νόμο μνήμης» αλλά κυρίως εμπεδώθηκαν διακομματικά, διαταξικά.
Έτσι μια κοινωνία διατηρεί την συλλογική μνήμη, καλλιεργεί την ιστορική (της) αυτοσυνειδησία. Συζητά τις πληγές της, δεν τις αλλάζει αλλά τις επαναπροσεγγίζει μέσω της τέχνης (ο μεγάλος Giordana στο Romanzo di una strage μιλά για την επίθεση στην Piazza Fontana και στο Cento passi αναφέρεται στην ζωή του Peppino Impastato).
Μόνο κράτη και κοινωνίες φοβικές και ενοχικές προτιμούν την λήθη και την αφασία.
Διαβάστε ακόμα: Η Νάπολη και μια εγκληματική οικογένεια.