Ήταν μια εποχή που η Dunlop Maxply ήταν Η ρακέτα. (photo Α. Κορέσσης).

Ήταν το 1965 όταν μετακομίσαμε στην αρχή της οδού Κυψέλης και Ευελπίδων γωνία. Κοντά 60 χρόνια πριν, η περιοχή, όπως και η υπόλοιπη Αθήνα, ήταν πολύ πιο όμορφη. Υπήρχε εκεί το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Green Park, το Πεδίον του Άρεως, η λ. Αλεξάνδρας με τα θέατρα, οι πολυκατοικίες της Μαυρομματαίων, το  σπίτι του Πασά (ένας αντίστοιχος Ιόλας των 50’s) και, μεταξύ άλλων, ο Π.Γ.Σ. ή Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος.

Ο Πανελλήνιος, εκτός του στίβου, μπάσκετ, κλειστού γυμναστηρίου, ρινγκ για μποξ κ.λπ. ήταν ένας από τους δυο, μετά βίας τρεις, συλλόγους που διέθετε γήπεδα τένις στην Αθήνα. Ο Όμιλος της Αθήνας ήταν ο άλλος, ενώ κάτι είχαμε ακούσει και για μια εξωτική περιοχή που λεγόταν Φιλοθέη που σε τρώγανε οι λύκοι αν τολμούσες να πας κατά κει.

Έξι γήπεδα λοιπόν είχε ο ΠΓΣ εκ των οποίων τα δυο τα διέθετε σε προπονητές, κι άλλα 10 η Αθήνα, σύνολο να υπήρχαν καμιά εικοσαριά γήπεδα στο λεκανοπέδιο. Όλα χωμάτινα φυσικά και όταν λέμε χωμάτινα κυριολεκτούμε: χωμάτινα. Ένα δράμα σε σχέση με τα σημερινά χωμάτινα.

Εντύπωση μας έκαναν τότε οι διάφοροι «παλιοί» αθλητές-θρύλοι που σύχναζαν στο τένις, όπως ο Μίμης Στεφανίδης κι ο Γιώργος Ρουμπάνης.

Οι γραμμές βάφονταν με ασβέστη, ποτέ δεν ήταν ίσιες και φυσικά ο ασβέστης έσβηνε πολύ γρήγορα. Με αποτέλεσμα οι τσακωμοί για το πού προσγειώθηκε η μπάλα (χρώματος λευκού) να μην έχουν τελειωμό. Όταν έβρεχε, και για μέρες μετά, γινόντουσαν σκέτη λάσπη και δεν παιζόντουσαν, με τη δουλειά συντήρησης να είναι ατελείωτη.

Σε απόσταση λοιπόν αναπνοής από το σπίτι, ξεκινήσαμε να τρέχουμε στον στρωμένο με καρβουνόσκονη στίβο και να χαζεύουμε τον Μπαμπανιώτη να ρίχνει σφύρα· εντύπωση όμως μας έκαναν οι διάφοροι «παλιοί» αθλητές-θρύλοι που σύχναζαν στο τένις, όπως ο Μίμης Στεφανίδης κι ο Γιώργος Ρουμπάνης.

Την αρχή έκανε ο πατέρας μας ο οποίος (νόμιζε ότι) είχε κάποια σχέση με το άθλημα αφού στα νιάτα του είχε πιάσει ρακέτα. Γρήγορα ανακάλυψε ότι δεν είναι άθλημα για ηλικιωμένους (είχε καβατζάρει τα 40) και μας παραχώρησε στον αδελφό μου και μένα την μια ώρα την εβδομάδα που είχε προπληρώσει για ένα τρίμηνο στον τότε προπονητή Θανάση Βλαχώνη.

Έτσι, κάθε Κυριακή πρωί πηγαίναμε για μάθημα, από μισή ώρα έκαστος (μια η ρακέτα, γαρ), όχι με πολύ κέφι, για να λέμε την αλήθεια, αφού χάναμε τον ύπνο της μοναδικής τότε εβδομαδιαίας αργίας. Η ενδυμασία; Πάντα και μόνον λευκά. Απαγορευόταν δια ροπάλου να εμφανιστείς στο γήπεδο με οποιοδήποτε άλλο χρώμα.

Το μόνο χρώμα που επιτρεπόταν στα ρούχα ήταν δυο ρίγες, συνήθως μπλε και κόκκινη, στο “V” του κοντομάνικου πουλόβερ που σου είχε πλέξει η μαμά σου.

Το μόνο χρώμα που επιτρεπόταν ήταν δυο ρίγες, συνήθως μπλε και κόκκινη, στο “V” του κοντομάνικου πουλόβερ που σου είχε πλέξει η μαμά σου. Η οποία καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που ασχολήθηκες με το άθλημα, διότι το κοκκινόχωμα πάνω στα άσπρα «έγραφε» πολύ ωραία και τα πλυντήρια δεν ήταν για καθημερινή χρήση.

Παπούτσια φυσικά Ελβιέλες, με τα Keds άπιαστο όνειρο [Stan Smith, είπατε;] Όσο για τις ρακέτες, οι επιλογές ήταν δυο: ακριβές ή πακιστανικές. Ξύλινες φυσικά, με τις Dunlop, Donnay, Wilson να επικρατούν και να πουλιούνται σε τιμές μεταμόσχευσης νεφρού. Έτσι, ήταν πολύ σύνηθες το φαινόμενο να δανείζουμε ή να δανειζόμαστε ρακέτα. Αμφιβάλλω αν οι πρωταθλητές της εποχής κατέβαιναν στην προπόνηση με δεύτερη ρακέτα.

Το πλέγμα; Πετονιά (χοντρή) ή έντερο γάτας (πανάκριβο και προσοχή μη βραχεί γιατί έσπαγε πολύ εύκολα). Το πλέξιμο; Με σουβλιά που μπαίνανε στις οπές της ρακέτας και κρατούσανε το πλέγμα που είχε τεντώσει, στο περίπου φυσικά, όποιος το είχε πλέξει.

Mπγιον Μποργκ και Τζον ΜακΕνρο. Στα 70’s και τα 80’s καθήλωναν με τις αναμετρήσεις τους (Φωτογραφία: sportingferret.com).

Οι μπάλες; Είπαμε: άσπρες. Δεν είπαμε: πανάκριβες. Τόσο που, αντί αγοράς, ίσχυε η ενοικίαση με μίσθωμα ανάλογο του πόσες φορές είχαν παιχτεί. Όταν πλέον παρέδιδαν το πνεύμα, τους δινόταν μια τελευταία ανάσα ζωής. Βράζοντάς τες! Ναι, καλά διαβάσατε. Ο βρασμός αύξαινε τον όγκο του αέρα και για καμιά ώρα παιζόντουσαν ακόμα.

Το μάθημα; Κατ’ αρχάς, το forehand λεγόταν drive και το backhand rever. «Un, deux, trois, position style! Ξέχνα την μπάλα. Θα κάνεις τρία βήματα δεξιά ή αριστερά, θα πάρεις τη σωστή θέση και με περίσσιο στυλ θα τη χτυπήσεις – αν την προλάβεις. Ο καρπός σε ορθή γωνία πάντα. Δεν τον κουνάμε για κανένα λόγο. Τη μπάλα τη χτυπάμε με τη ρακέτα κάθετα».

Κανένα Μέσο ενημέρωσης της εποχής δεν ασχολούταν με το τένις για τον απλούστατο λόγο ότι όποιος έπαιζε τένις ήταν (α) πλούσιος (άρα κοινός εγκληματίας) ή/και (β) ολίγον φλώρος.

«Τα “κοφτά” απαγορεύονται. Δεν αλλάζουμε το πώς κρατάμε τη ρακέτα, επίσης για κανένα λόγο. Ο αντίπαλος έχει πάντα δίκιο σε περίπτωση αμφισβητούμενης μπάλας που έχει προσγειωθεί στη μεριά σου. Πάντα χειροκροτούμε την καλή μπάλα του αντιπάλου. Οπωσδήποτε δίνουμε ένα γκέιμ στον αντίπαλο αν είναι πολύ κατώτερος. Αν είναι σίγουρο ότι θα χάσουμε, υψώνουμε την τελευταία μπάλα για να κάνει θριαμβευτικό smash ο αντίπαλος».

Αν αυτά σας ακούγονται γελοία, σας πληροφορώ ότι είναι 100% αληθινά. Και όσον αφορά στην τεχνική του αθλήματος, αυτά ήξεραν αυτά μας έμαθαν. Σχετικά όμως με τη συμπεριφορά, νομίζω ότι πολύ καλά έκαναν. Μπορεί να μην τα εφαρμόζουμε όλα, αλλά όλο και κάτι έχει μείνει.

Λίγο μετά, με έναν άλλον προπονητή, τον Γιώργο Ρειζάκη, δημιουργήθηκε μια ομάδα από 12 παιδιά και από εκεί κολλήσαμε κανονικά το μικρόβιο. Όχι ότι μάθαμε τίποτα παραπάνω, αλλά ξεκίνησε η άμιλλα. Ενώ μισητός αντίπαλος –πάντα υπάρχει ένας για να δίνει νόημα στην ύπαρξή μας– ήταν τα παιδιά που έπαιζαν στον Όμιλο Αντισφαίρισης Αθηνών.

Παρ’ όλον του ότι με μερικά είχαμε γνωριστεί και γίνει φίλοι, το ότι μονίμως χάναμε στους διασυλλογικούς, δεν τους το συγχωρήσαμε ποτέ. Ο λόγος που χάναμε βέβαια ήταν απλός: είχαν καλύτερους προπονητές. Μεταξύ άλλων και ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, πατέρας της Αγγελικής και παππούς της Μαρίας Σάκκαρη [τίποτα δεν είναι τυχαίο]. Πολύ γέλιο έπεφτε όταν διαιτητεύαμε (ήταν μέσα στα καθήκοντα) αγώνα όπου, από τη μια μεριά έπαιζε ο κολλητός μας και από την άλλη ο εχθρός. Παράγκα κανονική.

Πρωταθλητής Ελλάδας, τότε και για αρκετά χρόνια, ήταν ο Νίκος Καλογερόπουλος, που είχε κερδίσει και τους Juniors στο Wimbledon και στο Roland Garros. Αυτά βέβαια τα μάθαμε πολύ αργότερα διότι το τι γινόταν παραέξω ούτε το ξέραμε, ούτε ξέραμε πού μπορούσαμε να το μάθουμε.

Κανένα Μέσο ενημέρωσης της εποχής δεν ασχολούταν με το τένις για τον απλούστατο λόγο ότι όποιος έπαιζε τένις ήταν (α) πλούσιος (άρα κοινός εγκληματίας) ή/και (β) ολίγον φλώρος, για να χρησιμοποιήσουμε  την non-political correct ορολογία της εποχής.

Παπούτσια ελβιέλες, φιλέ από πετονιά και μπαλάκι… άσπρο (και όμως!).

Aμφίεση απαραιτήτως λευκή (Φωτογραφία: C. Woods/Express).

Και φυσικά κανένας δεν έγραφε για τίποτε άλλο εκτός από ποδόσφαιρο και λίγο μπάσκετ. Άντε αν παίρναμε καμιά πρωτιά στους Βαλκανικούς. Πολύ αργότερα, ξεκίνησε το ΕΙΡΤ να μεταδίδει τους τελικούς από τα Grand Slam κι έτσι άρχισε να γίνεται λίγο πιο γνωστό το άθλημα.

Τότε ήταν που είδαμε για πρώτη φορά τον Borg να παίζει με τα δύο χέρια και να βάζει χρώμα στο τένις, φορώντας τα Fila. Φυσικά και λατρεύτηκε ως θεός [κι αν κάποιος έχει αντίρρηση να την κρατήσει για τον εαυτό του]. Σήμερα, με το να υπάρχουν στην παγκόσμια δεκάδα δύο Έλληνες παίκτες [ποιος να το έλεγε και να τον πιστεύαμε], όροι όπως middle-court backhand down the line ακούγονται στα πιο απομακρυσμένα σημεία της επικράτειας.

Τα δε παιδιά αυτά κατάφεραν, σε σχετικά μικρό διάστημα, κάτι ανάλογο με αυτό που είχε καταφέρει ο Γκάλης. Με αποτέλεσμα να γκρινιάζουν κάποιοι ότι «μας κατέστρεψε ο Στέφανος κι η Μαρία, δεν βρίσκουμε γήπεδο να παίξουμε!»

Όπως αναφέραμε παραπάνω, για πολλά χρόνια το τένις θεωρήθηκε «ελιτίστικο» σπορ κυρίως για οικονομικούς λόγους. Το αστείο όμως ήταν ότι σχεδόν όλοι οι πρωταθλητές που είχαμε ήταν παιδιά που μόνο οικονομικά ανεξάρτητοι δεν ήταν. Ευτυχώς!

Και τι μάθαμε παίζοντας τένις κοντά 60 χρόνια; Εκτός του ότι όποιος/α παίζει τόσα χρόνια γνωρίζει πολύ κόσμο (κυρίως ορθοπεδικούς και φυσιοθεραπευτές), μάθαμε ότι τα 20 πρώτα χρόνια είναι δύσκολα. Μέχρι να καταλάβεις ότι αυτά που βλέπεις στην τηλεόραση είναι για πολύ λίγους και πολύ αποφασισμένους.

Μόλις το εμπεδώσεις αυτό, αρχίζεις να ευχαριστιέσαι το παιχνίδι, είτε κερδίσεις είτε χάσεις. ΟΚ, λίγο περισσότερο αν κερδίσεις.

 

Διαβάστε ακόμα: Επίδειξη δύναμης από τον Τσιτσιπά. Με ορμή στους «4» του Αυστραλιανού Open.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top