«Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι, είμαστε οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι. Που σκύβουμε μαζί. Κεφάλια γεμάτα άχερα. Αλίμονο!». Εν πολλοίς ίσχυαν όλα αυτά για τους ανθρώπους των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Πώς θα μπορούσε να λαθέψει ο Τ.Σ. Έλιοτ όταν τους περιέγραψε έτσι στην Έρημη Χώρα; Μόνο που στις μέρες μας είμαστε οι κουρασμένοι άνθρωποι και ούτε καν το άχυρο δεν μπορεί να παραγεμίσει το ξέπνοο μυαλό μας.
Αισθάνεσθε κι εσείς κάποιες μέρες να μην μπορείτε να πάρετε τα πόδια σας; Να έχετε ένα βάρος στην πλάτη λες και κάποιο αόρατο μενίρ (σαν κι αυτά που κουβαλούσε επιδέξια ο Οβελίξ) σας έχει κυρτώσει τη σπονδυλική στήλη; Πώς γίνεται ο σύγχρονος άνθρωπος που κάνει μια καθόλα καθιστική ζωή, άρα δεν φορτώνεται τον κάματο ενός χωραφιού που πρέπει να οργώνει καθημερινά ή τη φροντίδα ενός μαντριού, όπως έκαναν οι παλαιότεροι, να βιώνει τόσο έντονα την κούραση να έχει κουρνιάσει στα κόκαλά του;
Μόνο που δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με σωματική κούραση, αλλά κυρίως με πνευματική και συναισθηματική. Ένα καθολικό burn out που δεν λέει να σταματήσει μέχρι να κάψει τα πάντα μέσα μας. Οι μελέτες δείχνουν πως τα τελευταία χρόνια περίπου 47 εκατομμύρια Αμερικανοί παραιτήθηκαν οικειοθελώς από τις δουλειές του επειδή δεν άντεχαν την πίεση. Είμαστε άνθρωποι που δεν αντέχουν πολλά.
Βρισκόμαστε στην εποχή της «Μεγάλης Εξάντλησης», αυτό που ο συγγραφέας και καθηγητής επιστήμης υπολογιστών Cal Newport αποκάλεσε μια εποχή που οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκαταστήσουν τη σχέση τους με την εργασία προκειμένου να μειώσουν τη διάχυτη αίσθηση της αποστράγγισης.
Ολοένα και περισσότερο η καιθημερινότητα είναι αφόρητη. Οι δουλειές στοιβάζονται πάνω από το κεφάλι μας και το βαραίνουν. Οι ειδικοί λένε πως δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από τις συνήθειες του σύγχρονου ανθρώπου υπαγορεύονται από το αίσθημα εξάντλησης που νιώθει συνεχώς. Κάπως έτσι: παραγγέλνουμε φαγητό επειδή δεν έχουμε την ενέργεια να το φτιάξουμε, προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να δουλεύουμε από το σπίτι, ώστε να μην χρειάζεται να προσθέσουμε μια δίωρη (και πλέον) μετακίνηση στο δρόμο, κάνουμε σπάνιες κοινωνικές εξορμήσεις επειδή είναι αδύνατο να συντονιστούν τα πολυάσχολα προγράμματά μας και παύουμε να έχουμε κάποιο χόμπι.
Οι άνθρωποι αισθάνονται τόσο κουρασμένοι που κόβουν δραστηριότητες που ήταν συνηθισμένες και επιπλέον ήταν ταυτισμένες με χαμηλό άγχος, όπως η άσκηση και το να πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ.
Γιατί λοιπόν αυξάνονται τα επίπεδα εξάντλησης; Πάλι σύμφωνα με τους ειδικούς, οι τρεις παράγοντες που οδηγούν σ’ αυτή την καταπιεστική κατάσταση είναι ο μη βιώσιμος τρόπος ζωής, η έκθεση σε στρες που μας ξεπερνάει και η οικονομική ανασφάλεια. Αυτές είναι πτυχές της ζωής μας που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθούμε να ομαλοποιήσουμε. Μόνο που ξεχνάμε ότι αυτή η ομαλοποίηση δεν έρχεται δίχως κόστος. Μας κάνει να αγνοούμε τον αντίκτυπό που έχει στη σωματική και ψυχική μας ευεξία.
Ο συγγραφέας και ερευνητής των New York Times, Νταν Μπούετνερ, πέρασε την καριέρα του μελετώντας «μπλε ζώνες», περιοχές στον κόσμο όπου οι άνθρωποι ζουν περισσότερο και είναι πιο υγιείς από οπουδήποτε αλλού (κάτι σαν τη δική μας Ικαρία). Στο έργο του, εξηγεί ότι οι άνθρωποι που ζουν σε μπλε ζώνες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ζουν έναν τρόπο ζωής με προτεραιότητα τις ανθρώπινες ανάγκες, στον οποίο τα πράγματα που χρειαζόμαστε ως ανθρώπινα όντα έχουν προτεραιότητα. Αυτό σημαίνει ότι τρέφονται πολύ καλύτερα, έχουν πλούσια κοινωνική ζωή, βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση και εργάζονται για έναν σκοπό και όχι για χάρη της μεγιστοποίησης της παραγωγικότητας.
Όλα αυτά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα των περισσότερων ανθρώπων. Ειδικά αυτών που ζουν στις μεγάλες πόλεις του κόσμου. Εκεί που συγκεντρώνεται όλη η παθογένεια του άγχους. Έξω από αυτές τις «μπλε ζώνες», οι περισσότεροι άνθρωποι τρώνε επεξεργασμένα τρόφιμα, σχεδιάζουν δραστηριότητες κοινωνικοποίησης και κίνησης αντί να ποντάρουν στο αυθόρμητο των πραγμάτων και αντιμετωπίζουν την εργασία σαν να προηγείται όλων των άλλων.
Δυστυχώς, η ιεράρχηση των ανθρώπων που ζουν στις μπλε ζώνες απαιτεί ελεύθερο χρόνο, ενέργεια και χρήματα—πράγματα που δεν έχει ο μέσος (κουρασμένος) άνθρωπος. Μια αντικειμενική ματιά στο πώς ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι καθημερινά δεν απεικονίζει την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών. Πρέπει να το παραδεχθούμε, επιτέλους: δεν έχουμε οικοδομήσει μια κοινωνία με προτεραιότητα τις ανθρώπινες ανάγκες. Έχουμε δημιουργήσει μια κοινωνία με προτεραιότητα τις επιχειρηματικές ανάγκες, και αυτό αρχίζει να φαίνεται.
Το άγχος που βρίσκεται κάτω από το όριο… ζέσεως μπορεί να μετριαστεί και να χτίσει εμπιστοσύνη όταν αντιμετωπίζεται με το σωστό τρόπο. Αντίθετα, το άγχος που βρίσκεται εκτός του ελέγχου μας (απότοκο της βίας στις πόλεις μας, τις κλιματικές καταστροφές, τις τραγωδίες σε όλο τον κόσμο και την οικονομική στενότητα) μας κάνει να νιώθουμε αβοήθητοι. Αν και είναι σημαντικό να μην αγνοούμε τι συμβαίνει στον κόσμο, μας βαραίνει να δεχόμαστε τόσους πολλούς στρεσογόνους παράγοντες χωρίς τη δυνατότητα επίλυσης.
Το ότι το άγχος προκαλεί εξάντληση δεν είναι κάτι άγνωστο. Ωστόσο, η υπερέκθεση σε στρες εκτός ελέγχου μάς κάνει να χάνουμε την ελπίδα μας. Η ελπίδα είναι ένα ισχυρό αντίδοτο στην εξάντληση. Είναι το καλύτερο φάρμακο για κάθε «ασθένεια» του μυαλού. Μπορούμε να υπομείνουμε δυσκολίες με πολύ υψηλότερο ηθικό όταν διατηρούμε την ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Αυτή τη στιγμή όπου κι αν στραφούμε θα ακούσουμε νέα που μας κάνουν να νιώθουμε ότι τα πράγματα δεν βελτιώνονται. Τότε είναι που αρχίζουμε να καταρρέουμε.
Η βιολογική επίδραση της έκθεσης σε αυτούς τους τύπους στρεσογόνων παραγόντων δεν είναι αμελητέα. Λίγο να διαβάσεις τις ειδήσεις στο κινητό σου φτάνει να πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση γεμάτη στρες στο σώμα σου που μπορεί να επηρεάσει την υπόλοιπη μέρα σου. Γίνεται να φανταστούμε τι υφίσταται το σώμα και η ψυχή μας αν αυτό συμβαίνει καθημερινά και για πολύ καιρό; Προφανώς η σωματική και η ψυχική υγεία μας επιβαρύνονται σε βαθμό που συχνά παραβλέπουμε.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον οικονομικό παράγοντα. Πριν από πενήντα χρόνια, ένα μόνο εισόδημα μπορούσε να σου προσφέρει σπίτι, αυτοκίνητο, γυναίκα και παιδιά. Σήμερα, αισθανόμαστε τυχεροί εάν ένα διπλό εισόδημα μπορεί να σας προσφέρει μερικά από αυτά τα πράγματα. Το να έχεις μια σκληρή δουλειά που υποστηρίζει τον τρόπο ζωής σου είναι ένα πράγμα. Το να έχεις μια σκληρή δουλειά που μόλις και μετά βίας πληρώνει τους λογαριασμούς σου είναι κάτι άλλο. Μεγάλο μέρος της εξάντλησής μας είναι στην ουσία «καθαρή» απογοήτευση επειδή η εργασία που κάνουμε δεν μεταφράζεται σε καθολικό αίσθημα ασφάλειας. Ποιος ο λόγος να εργάζεσαι όταν δεν μπορείς να υποστηρίξεις οικονομικά τα πράγματα που θα ήθελες να κάνεις;
Όταν αυτός ο τρόπος ζωής (να πηγαίνεις σε ένα εστιατόριο, να χαίρεσαι μια συναυλία με φίλους, να αγοράζεις στα παιδιά σου τα χριστουγεννιάτικα δώρα που θέλουν) γίνεται δυσβάσταχτος, με αποτέλεσμα να νικάει μέσα μας η πικρία. Η χρόνια απογοήτευση μετατρέπεται σε ήττα και η ήττα μοιάζει πολύ με εξάντληση. Είμαστε μια κοινωνία με επίκεντρο την εργασία και όχι την ευχαρίστηση.
Κάπως έτσι γινόμαστε μια αγέλη κουρασμένων ανθρώπων. Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν ακόμη πράγματα υπό τον έλεγχό μας που μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής μας και να μειώσουν την εξάντληση. Τα κακά νέα είναι ότι δεν προστρέχουμε συχνά σ’ αυτά όταν πρέπει.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πώς νιώθουμε καθορίζεται από μικρές αποφάσεις που παίρνουμε. Πόσες ώρες κοιμόμαστε, αν δίνουμε προτεραιότητα σε μια πρωινή βόλτα με έναν φίλο, αν διαβάζουμε συχνά αρνητικές ειδήσεις, αν συζητάμε συνεχώς για τη δουλειά μας και μετά το τέλος του ωραρίου μας —αυτά τα μικρά πράγματα κάνουν μεγάλη διαφορά, αλλά πρέπει να τα κάνουμε με συνέπεια. Αν δεν αμυνθούμε τώρα, όσο είναι καιρός, η εξάντληση θα μας κάνει, τελικά, κούφιους και βαλσαμωμένους ανθρώπους. Άρα, ο Έλιοτ είχε δίκιο.
Διαβάστε ακόμα: Το πρόβλημα κάθε άντρα. Κοιτάς άλλη γυναίκα όταν συνοδεύεις την καλή σου;