Και τώρα πώς περνάει ο χρόνος;

    Θα θυμάμαι πάντα την τελευταία σκηνή από την ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Τσάι στη Σαχάρα», βασισμένη στο απείρως καλύτερο μυθιστόρημα του Πολ Μπόουλς, όπου ο ίδιος ο συγγραφέας μονολογεί σε ένα καφέ της Ταγγέρης. Με εκείνη τη βαθιά φωνή του λέει: «Επειδή δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε, σκεφτόμαστε πως η ζωή είναι ένα πηγάδι που δεν στερεύει ποτέ. Κι όμως, όλα τα πράγματα συμβαίνουν μόνο κάποιες φορές. Πόσες φορές μπορούμε να φανταστούμε ένα απόγευμα της παιδικής μας ηλικίας, τόσο σημαντικό που να μην μπορούμε να σκεφτούμε τη ζωή μας χωρίς αυτό; Ίσως τέσσερις-πέντε φορές, ίσως και καμία. Πόσες φορές μπορούμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα; Ίσως είκοσι, κι όμως όλα μοιάζουν απεριόριστα».

    Αυτό πιστεύουμε για τον χρόνο: θα είναι πάντα δικός μας, αέναος γητευτής των ονείρων μας, ένας πραματευτής που ποτέ δεν θα μας λείψει. Οι άνθρωποι τείνουμε να πιστέψουμε πως έχουμε υποτάξει το χρόνο, είναι με το μέρος μας. Το τραγουδάει ο Μικ Τζάγκερ περιπαθώς: «Τime is on my side». Το γράφει ο Νίκος Καρούζος: «Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός/Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση».

    Ο χρόνος των εραστών που κυλάει μέσα σε στομωμένα χείλη. Η περιπάθειά του, όμοια με εκείνη των ενωμένων σωμάτων, είναι οργιαστική. Ποια απροκάλυπτη λαχτάρα ακινητοποιεί τα ρολόγια; Ποιο χέρι ερωτικού λυγμού διακόπτει τη ροή των λεπτών; Όταν είσαι με την ερωμένη σου μπορείς να πιάσεις τον υδράργυρο των δευτερολέπτων, να τον φυλακίσεις στη χούφτα σου, να μην τον αφήσεις να κυλήσει. Θα είναι πάντα εδώ, ακινητοποιημένος.

    Ξαφνικά, εδώ και λίγες ημέρες, ο χρόνος έχει άλλη διάσταση. Έχει μια περίεργη απλοχωριά. Γεμίζει και αδειάζει ταυτόχρονα.

    Ο χρόνος του μοναχοβίωτου, του μπατίρη στα κοινωνικά. Πηχτός, αβίωτος, τρεμουλιαστός. Τίποτα δεν πάει καλά, τα ρολόγια γυρνούν ανάποδα, τα λεπτά μοιάζουν ώρες, οι ώρες χρόνια, τα χρόνια αιώνες. Για τον μοναχικό, ο χρόνος είναι ο χειρότερος εχθρός. Είναι δεσμώτης έξω από τη φυλακή του που του κρούει τα κλειδιά θυμίζοντάς του πως δεν υπάρχει ελπίδα απόδρασης. Καμία απολύτως.

    Ο χρόνος της καθημερινότητας, αυτός ο τόσο κοινός για όλους μας. Πολλές φορές δραματοποιούμε την 24ωρη συνθήκη. Λέμε πως δεν μας φτάνουν οι ώρες για να κάνουμε όσα έχουμε στο πρόγραμμα. Η δουλειά, οι υποχρεώσεις των παιδιών, ένας πεταχτός καφές με κάποιο φίλο, ένα θέατρο, λίγη ανάγνωση από το αγαπημένο μας βιβλίο και αμέσως ήρθε το βράδυ και πρέπει να ξαπλώσουμε να κοιμηθούμε. Πότε ήταν Δευτέρα και πότε ήρθε η Παρασκευή; Δεν τον σκεφτόμαστε το χρόνο στην ολότητά του, αλλά ως μέρος μιας υποχρέωσης που πρέπει να πληρωθεί. Άλλο ένα γραμμάτιο που έχει υψηλό τόκο.

    Ξαφνικά, εδώ και λίγες ημέρες, ο χρόνος έχει άλλη διάσταση. Έχει μια περίεργη απλοχωριά. Γεμίζει και αδειάζει ταυτόχρονα. Είναι άπλετος μέσα στο σπίτι, σε στιγμές καραντίνας, αλλά και δεσμευτικός. Δεν ξέρεις με τι να τον καλύψεις, πώς θα τον διαχειριστείς. Δεν μοιάζει με τον χρόνο των διακοπών όπου μπορείς να κάνεις πολλά ενδιαφέροντα πράγματα μακριά από τη δουλειά. Εδώ, μέσα στο σπίτι, τριγυρνάς σαν το χάμστερ στη ρόδα. Όσες σβούρες κι αν κάνεις γύρω από τον άξονά σου, τα λεπτά θα είναι εκεί, ολότελα σκυθρωπά, να σε κοιτούν, να σε περιορίζουν, να σου λένε πως ούτε κι αυτή η μέρα θα περάσει εύκολα.

    Αυτό που μπορεί να μας τρελάνει δεν είναι τόσο ο εγκλωβισμός στο σπίτι ή ο φόβος του ιού, όσο ότι δεν θα ξέρουμε τι να κάνουμε μ’ όλο αυτό το χρόνο.

    Είναι η αναζήτηση του χαμένου χρόνου όχι με τη βοήθεια της κλασικής μαντλέν του Προυστ, αλλά απολυμασμένη με ντεπόλ και λοιπά αντισηπτικά. Τίποτα δεν είναι ικανό να γεμίσει αυτή τη φαρδιά χοάνη. Το πηγάδι έχει τόσο νερό που μπορείς να πνιγείς πέφτοντας. Φαντάζεσαι πως συνεχιστεί επί μακρόν αυτή η καραντίνα, στο τέλος δεν θα έχει καμία σημασία η αέναη εναλλαγή των ημερών. Ποια η διαφορά αν έχουμε Κυριακή ή Πέμπτη; Ο έξω εαυτός μας είναι που ορίζει την κάθε μέρα, την μετρήσιμη διάσταση του χρόνου. Αυτή τη στιγμή βιώνουμε την κατάδυση στον μέσα εαυτό κι εδώ, σ’ αυτό χωράφι, κανένα «σπαρτό» δεν μεγαλώνει την ίδια στιγμή. Μπορεί να πάρει μια ημέρα και μια αιωνιότητα.

    Αυτό που μπορεί να μας τρελάνει δεν είναι τόσο ο εγκλωβισμός στο σπίτι ή ο φόβος του ιού, όσο ότι δεν θα ξέρουμε τι να κάνουμε μ’ όλο αυτό το χρόνο που έχει καθίσει στο σβέρκο μας και δεν λέει να φύγει. Πιο εύκολο ξελεπιάζεις ένα ψάρι παρά αφαιρείς τη φθορά των λεπτών από το σώμα ενός ανθρώπου. Ποιος θυμάται πώς ήταν τα πράγματα πριν από μια εβδομάδα;

    Όλα μοιάζουν σαν να ανήκουν στη σφαίρα ενός απώτατου ξεχασμένου παρελθόντος. Καμία σχέση μ’ αυτό που βιώνουμε αυτή τη στιγμή. Λες και το χθες είναι κρυμμένο κάπου στο βάθος της ζωής μας. Ανήκει σε άλλη σφαίρα, παλιά. Κι όμως, ήταν πριν από μια εβδομάδα που ήμασταν έξω και γλεντούσαμε.

    Όταν θα επιστρέψουμε ξανά στους δρόμους, είναι βέβαιο πως θα σκεφτόμουμε εκ νέου την ανεξάντλητη αίσθηση του χρόνου (κατά Μπόουλς). Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο με κοντή μνήμη σε ό,τι τον έχει πληγώσει ή του έχει αφαιρέσει την αίσθηση της δύναμής του. Μέχρι τότε, το λεπτά κυλούν αργά, βασανιστικά, νομοτελειακά.

    Διαβάστε ακόμα: Πώς θα ζήσουμε χωρίς να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον;

     

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top