River Phoenix και Κeanu Reeves. Yπήρξαν φίλοι έως τη στιγμή που ο πρώτος έφυγε πρόωρα από τη ζωή.

 

Χάθηκε στην καρδιά του χειμώνα:
Παγωμένα ήσαν τα ρυάκια, έρημα σχεδόν τ’ αεροδρόμια,
Και χιόνι παραμόρφωνε τ’ αγάλματα της πόλης
Γ.Χ Ώντεν

 

Όταν χάνεις ένα φίλο ο κόσμος δεν γυρίζει κανονικά γύρω από τον άξονά του. Είναι ένας σταματημένος καρδιακός μυς, ένας λαγός μπρος σε φώτα αναμμένα. Τίποτα δεν λειτουργεί σωστά. Τα ρολόγια πάνε πίσω, η μέρα γίνεται νύχτα, η νύχτα δεν ξέρει αν αξίζει να υπάρχει και πώς να προχωρήσει. Οι δρόμοι υποδέχονται τα αυτοκίνητα ανάποδα, οι σηματοδότες παίζουν σαν την μπίλια στη ρουλέτα. Ζερό. Πάντα ζερό.

Όταν χάνεις ένα φίλο δεν βρίσκεις το δρόμο για το σπίτι σου. Τα πάντα αποκτούν υδραργυρική υφή. Ρέουν μέσα σου σαν ποτάμι που κουβαλάει τα φερτά υλικά της ζωής. Κανένα κλειδί δεν βρίσκεις να ανοίξεις την πόρτα – κάθε πόρτα. Γίνεσαι ένας κόσμος κλειστός, ένας κόσμος χωρίς ανθρώπους.

Όταν χάνεις ένα φίλο αποκτάς ξαφνικά ένα αγκαθωτό βλέμμα. Όπου και να ακουμπήσεις γδέρνεσαι.

Όταν χάνεις ένα φίλο γίνεσαι φύλλο σε πτώση, κανένα δέντρο δεν μπορεί να σε αντέξει, κανένα λουλούδι δεν σε δέχεται στο κορμί του. Είσαι ένας ξένος. Ξαφνικά τα πάντα σε κυκλώνουν με μιάν παγωμένη αβρότητα. Εχεις μια αμετάβλητη έκπληξη στα μάτια: τι ήταν αυτό που μου συνέβη, γιατί τόση εμβροντησία από το πουθενά;

Όταν χάνεις ένα φίλο καταλαβαίνεις αυτό που έγραφε ο Μπέρνχαρντ: η ύπαρξη είναι μια παρανόηση. Πιστεύεις πως άκουσες λάθος, πως σε πληροφόρησαν λανθασμένα, πως συνέβη σε κάποιον άλλον, πως τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή σου και, να, το βράδυ θα μιλήσετε στο τηλέφωνο. Και, να, αύριο θα κανονίσετε να βρεθείτε για ένα ποτό, να πείτε εκείνο και το άλλο και τίποτα δεν θα χαράξει την επιφάνεια των πραγμάτων. Την ίσαλο γραμμή της ημέρας καμία φουρτούνα δεν θα αναταράξει. Κι όμως, το μεγάλο κύμα έρχεται, πλησιάζει.

Όταν χάνεις ένα φίλο αποκτάς ξαφνικά ένα αγκαθωτό βλέμμα. Όπου και να ακουμπήσεις γδέρνεσαι. Ό,τι και να σε ακουμπήσει σε πονάει. «Κι εδώ, κι εδώ, κι εδώ», που έλεγε και η Γώγου. Γίνεσαι το σκιαγράφημα ενός ανθρώπου που κάποιος τον σχεδίασε πρόχειρα με κάρβουνο. Λες δεν είμαι, είμαι ένας άλλος. Δεν ξέρεις, όμως, ποιος ακριβώς.

Όταν χάνεις ένα φίλο γίνεσαι το αναθηματικό κερί της μνήμης του. Οφείλεις να ανάβεις μέρα και νύχτα.

Όταν χάνεις ένα φίλο όλες οι μουσικές ηχούν παράτονες. Μπάσες νότες που τρυπούν την καρδιά σου. Κανένα ποτό δεν σε ξεδιψάει, κανένα βιβλίο δεν σε κρατάει. Οι λέξεις φεύγουν από τη σελίδα, σε αρνούνται. Τα παράθυρα ξεχνούν τη θέα τους, τα μπαλκόνια ντύνονται υπόγεια, τον ήλιο τον καταπίνει η σκιά του.

Όταν χάνεις ένα φίλο αρπάζεσαι από την ελπίδα της επαναληψιμότητας. Το φίδι που έφαγε την ουρά του θα γεννήσει μια άλλη. Αυτά που ζήσαμε θα ξανάρθουν. Αυτά που χάσαμε θα εμφανιστούν. Αυτός που έφυγε, έκανε απλώς ένα διάλειμμα. Αποχώρησε, αλλά θα επιστρέψει. Ολα θα γίνουν όπως πρώτα. Κι όμως, μπορεί να μπει κανείς δύο φορές στο ίδιο ποτάμι. Συγγνώμη Ηράκλειτε, αλλά έχεις λάθος.

Όταν χάνεις ένα φίλο γίνεσαι το αναθηματικό κερί της μνήμης του. Οφείλεις να ανάβεις μέρα και νύχτα. Αν το ξεχάσεις, ξεχάστηκε. Αν σβήσεις, έσβησε. Η στεγνή μυρωδιά του καπνού είναι τώρα η ανάσα του. Η φλόγα που κρατάς αναμμένη τα μάτια του. Βλέπει μέσα από εσένα τον κόσμο να συνεχίζει.

Όταν χάνεις ένα φίλο χάνεις κάτι από ‘σένα. Κάτι ανεπίστρεπτο. Κάτι που ποτέ δεν θα το βρεις ξανά παρά μόνο μέσα σου.

 

ΥΓ: Στη μνήμη του Γιώργου Κωνσταντινίδη…

 

Διαβάστε ακόμα: Φίλοι ως τα γεράματα. Συμπαίκτες μέσα στο χρόνο.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top