Στις 16 Οκτωβρίου 1890, στο Κορκ της Ιρλανδίας, όταν η οικογένεια Κόλινς απέκτησε το όγδοο και τελευταίο παιδί της, ένα αγόρι, ο θείος Πάντι ανακοίνωσε: «Να προσέχετε αυτό το παιδί, γιατί θα γίνει ένας πανίσχυρος και μεγάλος άνδρας, όταν όλοι εμείς θα έχουμε πια ξεχαστεί». Ο Πάντι είχε δίκιο. Το παιδί, το στερνοπαίδι, το βάφτισαν Μάικλ.
Στην εφηβεία έλαβε το προφητικό παρατσούκλι Big Fella, ας πούμε ο Μεγάλος Φίλος, ας πούμε ο Μεγάλος Αδελφός, που δεν θα πρέπει να σας θυμίζει κάποιον Big Brother, αλλά το ποίημα του Μόντη με τίτλο: «Τραγούδι για τον μεγάλο αδερφό μας».
Στην απαρχή για το μεγαλείο αυτό, ο Μάικλ Κόλινς εισέβαλε στο Ταχυδρομείο του Δουβλίνου, στις 24 Απριλίου 1916, και τράβηξε γελαστός τη σκανδάλη. Η σύγκρουση που ακολούθησε, η Εξέγερση του Πάσχα, κράτησε έξι μέρες και κατέληξε, ως γνωστόν, σε πανωλεθρία. Αλλά η αρχή είχε γίνει.
Ο Κόλινς οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ουαλία, γλίτωσε την εκτέλεση και αναγνωρίστηκε ως ο νέος ηγέτης της Ιρλανδίας. Τον Δεκέμβριο του 1916, μετά την αμνηστία, γύρισε στο Δουβλίνο, και άρχισε να εφαρμόζει όσα είχε μάθει στις φυλακές: έστησε δύο παράνομες εφημερίδες, ένα κύκλωμα εισαγωγής όπλων, ένα εργοστάσιο εκρηκτικών και ένα δίκτυο πληροφοριών σε όλη την ιρλανδική επικράτεια.
Κυρίως, στις 9 Σεπτεμβρίου 1919, ίδρυσε τη λεγόμενη Μονάδα, μιαν ελίτ ομάδα εκτελεστών, που ονομάστηκαν «Δώδεκα Απόστολοι». Ο Κόλινς ήταν ο αποκλειστικός αρχηγός τους. Το ποτάμι του αίματος ανέβρυσε κρουνηδόν.
Τελικά, τον Αύγουστο του 1921, οι Βρετανοί προσκάλεσαν τους Ιρλανδούς για διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο. Ο Κόλινς δεν ήθελε να συμμετάσχει, αλλά υποχώρησε στις πιέσεις, λυπημένα λέγοντας σε έναν φίλο του: «Θα τους δώσω τον αποδιοπομπαίο τράγο που χρειάζονται».
Οι διαπραγματεύσεις δεν πήγαν καλά, καθότι ο άπειροι Ιρλανδοί ήταν αδύνατον να βγάλουν άκρη με ανθρώπους όπως ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Έτσι, αν και διεκδικούσαν ανεξαρτησία, συμβιβάστηκαν με ένα καθεστώς αυτονομίας υπό τη Μεγάλη Βρετανία, που δίχασε τον λαό σε υποστηρικτές τη συμφωνίας και σε όσους ήθελαν να συνεχίσουν την αγώνα. Ο Κόλινς ηγήθηκε της πρώτης ομάδας. Τη δεύτερη την καθοδηγούσε ο Ίμον ντε Βαλέρα.
Ο εμφύλιος αναβλήθηκε για λίγο, όταν οι Προτεστάντες εξαπέλυσαν ένα κύμα τρομοκρατίας στον Βορρά, οπότε ο Κόλινς εξόπλισε τον IRA και οργάνωσε την άμυνα, με ανταρτοπόλεμο στους δρόμους του Μπέλφαστ.
Τον Ιούνιο, όμως, το έτος 1922, δύο άνδρες του IRA δολοφόνησαν στο Λονδίνο τον σερ Χένρι Ουίλσον, υπεύθυνο για τα ζητήματα της Βορείου Ιρλανδίας, κι ο Κόλινς βρέθηκε υπόλογος απέναντι στους Βρετανούς, που απείλησαν με στρατιωτική εισβολή, αν δεν επέβαλλε τη συμφωνία στους συντρόφους του.
Εκείνος το υποσχέθηκε, μόνο που ήταν αργά: οι άνδρες του IRA είχαν εξεγερθεί εναντίον της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Ο εμφύλιος ήταν γεγονός. Αν με διαβάζει κάποιος Κύπριος, πιστεύω να γελά λυπημένα. Κάτι ξέρουμε κι εμείς απ’ αυτά.
Το 1922, λοιπόν, ο Ιρλανδός επαναστάτης Μάικλ Κόλινς εξοπλίζεται από τους Βρετανούς και πολεμά τους συμπατριώτες του. Μέχρι τον Αύγουστο, ο στρατός είχε επικρατήσει, κι ο IRA είχε απομονωθεί στην Κομητεία του Κορκ, τη γενέτειρα του Big Fella. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.
Ο Κόλινς αποφάσισε να περιοδεύσει στο Κορκ, ελπίζοντας ότι θα συμφιλιωνόταν με τους αντάρτες. Προτού ξεκινήσει, λένε ότι σκόνταψε σ’ ένα σκαλί και το πιστόλι του εκπυρσοκρότησε, σαν κακός οιωνός. Στη ζωή του ανθρώπου αυτού, ασφαλές είναι να πούμε ότι όλοι οι οιωνοί επαληθεύτηκαν.
Τα ξημερώματα της 22ας Αυγούστου, σε ένα σταυροδρόμι της περιοχής Beal na mBlath, έξι άνδρες του IRA πήραν θέσεις ενέδρας, έτσι όπως τους είχε διδάξει ο παλιός αρχηγός τους, που τώρα ήταν ο στόχος τους. Το ήξερε κι ο ίδιος, εφόσον η ενέδρα ήταν κοινό μυστικό. Όταν, όμως, τον προειδοποίησαν, ο Κόλινς γέλασε: «Δεν πρόκειται να με σκοτώσουν οι ίδιοι οι συμπατριώτες μου». Προφανώς, εθελοτυφλούσε.
Στις 07:30, στις 22 Αυγούστου 1922, η αυτοκινητοπομπή του Κόλινς φάνηκε στο σημείο της ενέδρας, και τα άλλα τα ξέρουμε – ή σχεδόν. Δεν ξέρουμε, για παράδειγμα, ποιος σκότωσε τον Κόλινς, αλλά το πιθανότερο είναι να το έκανε ο Σόνι Ο’Νιλ, παλιός ελεύθερος σκοπευτής του βρετανικού στρατού. Η σφαίρα, πάντως, βρήκε τον στρατηγό στο κεφάλι. Οι συνοδοί του είχαν σκύψει καλού κακού, αλλά εκείνος παρέμενε όρθιος.
Kαι δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι γελούσε, σύμφωνα με τους στίχους του Μπρένταν Μπίχαν, που είναι γνωστοί και στα καθ’ ημάς, σε απόδοση του Βασίλη Ρώτα: Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου, κοντά στη ροδαυγή / βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη / βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαραχτικά θρηνεί / σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί.
Τη συνέχεια επιτρέψτε μου να την παραφράσω ελαφρώς, και την παράφραση ας τη βρει ο αδελφός αναγνώστης, στη φωνή της κόρης, και μέσα στα μάτια της: Βασιλικιά μου αγάπη, μ’ αγάπη θα σ’ το λέω / για ό,τι έπαθες, αιώνια θα σε κλαίω.
Εδώ μέσα σμίγουν αμέτρητα πρόσωπα, κι αν δεν είμαστε σίγουροι ποιον κλαίμε, φταίει η μεγάλη μιζέρια του όρου αδελφοκτονία. Που σημαίνει ότι, όποιον κι αν κλαίμε, είναι ένας νεκρός αδελφός.
Διαβάστε ακόμα: Ο κοκαλιάρης δρομέας Στέλιος Κυριακίδης.