Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Αργύρης Μπακιρτζής κι ο Σωτήρης Κακίσης στο Ideal once upon a time. (Φωτογραφία: Κύριλλος Σαρρής)

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Αργύρης Μπακιρτζής κι ο Σωτήρης Κακίσης στο Ideal once upon a time. (Φωτογραφία: Κύριλλος Σαρρής)

ΤΟ. Πράγματι. Κι αν πάρει κανείς τηλέφωνο, να παραγγείλει φαγητό για έξω, να κλείσει τραπέζι, ΤΟ Ιντεάλ, θ’ ακούσει από την άλλη μεριά της γραμμής. ΤΟ Ιντεάλ.

Το Ιντεάλ που φέτος συμπλήρωσε 90 χρόνια επιτυχημένης ζωής, με τρεις γενιές πια στη διαχείρισή του, εξαίρετο για τα ελληνικά πράγματα κατόρθωμα, με τους Βλασσόπουλους όλους επί σκηνής πάντοτε, στην Πανεπιστημίου το σχεδόν μνημειακό πια πασίγνωστο εστιατόριο, ανάμεσα στο REX και στον ομώνυμό του κινηματογράφο.

Πρωτοπήγαινα κι εγώ μια φορά κι έναν καιρό με τη γιαγιά μου, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, πρώτα στο Σινεάκ, κι αυτό δίπλα του, στου REX το υπόγειο, κι ύστερα εκεί για Ποικιλία, μικρή, μεγάλη, δεν θυμάμαι ακριβώς, μαγευτική πάντως, μικρός, μεγάλος, μικρομέγαλος ίσως κι εγώ από τότε.

Συνδέθηκα λόγω Σπύρου Βλασσόπουλου, του συνθέτη και εκ των ιδιοκτητών του, αρκετά χρόνια μετά, με τη Σαπφώ, με την Κανελλίδου, με του Διονύση Σαββόπουλου το προξενιό, αλλά και την επιμέλειά του στην παραγωγή τού δίσκου εκείνου τής EMI. Από τότε, τριάντα πια χρόνια συνέχεια, συχνά στο Ιντεάλ βρίσκομαι. Και θυμάμαι πολλά: και της μάνας μου το ελαφρύ αλλά πεντανόστιμο καθημερινό φαγητό, και της Αθήνας την άλλη όψη, την ειλικρινά κάποτε αστική. Με μαγιονέζα αθηναϊκή και κοτόπουλο αλά μιλανέζ, με σνίτσελ και μελιτζάνες τσακώνικες, με όλα του τής προκοπής πάντα, με τους σερβιτόρους του προπαντός άψογους, το έναν πιο καλό, πιο πρόθυμο από τον άλλο.

Πόσες γενιές, πόσοι άνθρωποι, πόσες στιγμές! Από τον Κουν ως την Παξινού και τον Μινωτή, από τον Χατζιδάκι ως του Γιάννη Βαρβέρη τού ποιητή την άφευκτη συνήθεια τη νύχτα της Ανάστασης, εκεί με τη μητέρα του για μαγειρίτσα…

Πόσες γενιές, πόσοι άνθρωποι, πόσες στιγμές, πόσες προσωπικές εκεί μέσα ιστορίες! Από τον Κάρολο Κουν και το μόνιμο στο Ιντεάλ μια φορά κι έναν καιρό τραπέζι του ως την Παξινού και τον Μινωτή, ως τους καλλιτέχνες έστω και μια φορά εκεί όλους. Από τον Χατζιδάκι, που κέρασε κάποτε εκεί όλο το μπαλέτο του Μπεζάρ μετά την παράσταση, κι αφηρημένος ως συνήθως ξέχασε μετά για μια φορά να πληρώσει ο ίδιος τον λογαριασμό (ο ζωγράφος Σταθόπουλος ανέλαβε να του το θυμίσει…), ως του Γιάννη Βαρβέρη τού ποιητή την ετήσια κι άφευκτη συνήθεια τη νύχτα της Ανάστασης, μόνιμα εκεί με τη μητέρα του για μαγειρίτσα. Από το… ζεύγος Τσαουσέσκου ξαφνικά κι αυτούς εκεί, ως τον Οτσαλάν, ως κάθε καρυδιάς καρύδι. Ως τόσων άλλων κάθε τάξης και κάθε επαγγέλματος την επαναλαμβανόμενη παρουσία, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων, εκδοτών, πολιτικών, δικηγόρων, γιατρών, επιχειρηματιών, εμπόρων, με την αδιάκοπη επί πολλά χρόνια στα τραπέζια του ιδιότυπη αυτή γειτνίαση και συνύπαρξη.

Η Μπέττυ Λιβανού κι ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον καθηγητή Κώστα Συνολάκη. (Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης)

Η Μπέττυ Λιβανού κι ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον καθηγητή Κώστα Συνολάκη. (Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης)

Και Η φωτιά! Κάποτε πάλι, στη δεκαετία του ’90 αν δεν κάνω λάθος, που το Ιντεάλ κάηκε ολοσχερώς, η υπερ-προσπάθεια των Βλασσόπουλων να ξανανοίξει το συντομότερο, και η νέα, ολοκαίνουργια πια όψη, επιπέδου σεμνού γαλλικού ρεστοράν, κι εμείς πάλι εκεί, η παρέα μας, οι παρέες μας κάθε Σάββατο μεσημέρι τακτικά, τακτικότατα, εκεί στο βάθος, στη θαλπωρή μιας ατμόσφαιρας ήρεμης, αντίθετης τελείως με του έξω κόσμου την άγρια ξαφνικά ζούγκλα, όαση στης Αθήνας το παλαβωμένο πια Κέντρο.

Το Ιντεάλ, το τελευταίο ίσως από το παρελθόν προπύργιο πραγματικά ευγενικής εστίασης εδώ γύρω, αντιστέκεται απτόητο, με τρόπο ηρωικό, καθόλου όμως πένθιμο: με χαμόγελα φιλικά άσβηστα στα πρόσωπα των ανθρώπων του, με τη βαθιά επίγνωση του κυκλικού τρόπου των πραγμάτων και της ζωής ολόκληρης. Επιμένει να μας περιμένει με τραπεζομάντηλα καλοσιδερωμένα και πεντακάθαρα, με μνήμες ολόγυρα συγκινητικών αλλοτινών χρόνων κι εποχών, με τα γλυκά του στο τέλος των γευμάτων και των δείπνων τα ελληνοπρεπέστατα, τα λιτά.

Κι αντί για επίλογο στο κείμενό μου εδώ για το αγαπημένο μου Ιντεάλ, δεν μπορώ παρά να παραθέσω το εξαίσια υπερβατικό, αλλά και υπερ-διαφημιστικό για το Ιντεάλ διήγημα του Πάνου Κουτρουμπούση από το βιβλίο του « Εν Αγκαλιά De Κρισγιαούρτι», αυτό το ίδιο που ο Σαββόπουλος, πάλι Χριστούγεννα σαν τώρα, σ’ εκείνο το ιστορικό πρόγραμμα στο «Αχ, Μαρία» ακουγόταν να απαγγέλλει, εξίσου εύστοχα, εξίσου υπερβατικά:

 

Δημήτρης Χαλαζωνίτης, Σπύρος Βλασσόπουλος, Μάνος Βουλαρίνος. (Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης)

Δημήτρης Χαλαζωνίτης, Σπύρος Βλασσόπουλος, Μάνος Βουλαρίνος. (Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης)

Ο Εφευρέτης Καλοφαγάς

Ένας μεσήλιξ ηλεκτρολόγος που εγνώριζε από εφευρέσεις το μεγάλο του παράπονο ήταν που δεν μπορούσε να βρει φαΐ που να τον ευχαριστεί γιατί η μαμά του, που ήταν απ’ τις τελευταίες γυναίκες που ξέρανε να κάνουν νόστιμα φαγιά και τον είχε καλομάθει από μικρόν, είχεν αποθάνει προ πολλών ετών και μια σουρλουλού που μετά παντρεύτηκε, λάθος, μέγα, ό,τι μαγείρευε ήταν για πέταμα γιαυτό και την χώρισε μάνι-μάνι.

Επίσης έτσι πούχαν καταντήσει όλα τα τρόφιμα –ψωμιά, φρούτα, κρέατα, αυγά, ζαρζαβατικά, όσπρια, κι όλα γενικώς– ή ήταν ψεύτικα και φαρμακωμένα με εντομοκτόνα, συντηρητικά και κοσμητικά ή άνοστα για φτύσιμο και φουσκωμένα με χημικά λιπάσματα και ενέσεις κι έτσι όχι μόνον είχε χαθεί απ’ τον κόσμο η χαρά του καλού αληθινού φαγητού κι η ζωή των ανθρώπων είχε γίνει μαύρη αλλά ήταν όλα επικίνδυνα και προκαλούσαν καρκίνο. Λίγοι όμως τα καταλαβαίνουν αυτά γιατί ο κόσμος είναι γομάρια και σιγά-σιγά συνηθίζουν ό,τι και να τους κάνεις.

Έτσι είδε κι αποείδε ο καλομαθημένος ηλεκτρολόγος και, όταν έφτασε να πάθει και έλκος, στρώθηκε στο εργαστήριόν του, πήρε μια παλιά πολυθρόνα κουρείου, και μια και δυο έφτειαξε ένα ηλεκτρικό μηχάνημα που ταξίδευε στο χρόνο. Την πρώτη φορά, για να το δοκιμάσει, γύρισε το διακόπτη στο έτος 1948 στην Αθήνα και μόλις έφτασε πήγε κατευθείαν στο εστιατόρειον «Ιντεάλ» που είχε ακούσει απ’ τη μαμά του και παρήγγειλε ένα αρνάκι κοκκινιστό κότσι με πατάτες τηγανητές, μια φέτα, μια ραδίκια βουνού και μια μπύρα και μετά φράουλες με σαντιγύ. Έτσι γιατρεύτηκε το έλκος σε λίγες μέρες και άρχισε σύστημα πρωί μεσημέρι και βράδυ να ταξιδεύει στο παρελθόν την ώρα του φαγητού και να ευχαριστιέται τα καλύτερα φαγιά ουχί μόνον απ’ τα χρόνια τα δικά του σαν ήτανε μικρός αλλά κι από όλες τις εποχές της Ιστορίας. Το μόνο, που δεν βρήκε το κουράγιο να εμφανιστεί στη μάνα του, όσο κι αν ήθελε να ξαναδοκιμάσει την μαγειρική της, γιατί ντρεπόταν μη βρεθεί μπρος στον εαυτό του ως πιτσιρικά.

Εν τω μεταξύ κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει πώς γίνεται να είναι τόσο υγιής, ευδιάθετος κι ευτυχής αυτός ενώ όλος ο κόσμος βυθίζεται όσο πάει και περισσότερο στη μιζέρια»…

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top