-Αδρεναλίνη. H τέχνη να περνάς σε χρόνο dt από την απόλυτη ακινησία στην κατάσταση «τέρμα τα γκάζια».
-Αρχές. Αρνηθείτε κατηγορηματικά κάθε συμβιβασμό. Εν μέσω κρίσης ευαγγελίζεστε το «Στοπ στην ανάπτυξη». Εκείνη θα ενδώσει, γιατί θα της φανείτε πρωτότυπος, αλλούτερος κι αλλόκοτος. Σημειωτέον ότι το σύνθημα δεν είναι τωρινό, αλλά λανσαρίστηκε το 1972 από τη Λέσχη της Ρώμης. Δεν χρειάζετε να προβείτε σε προτάσεις. Δεν έχετε, εξάλλου. Μιλήστε της περί Μαρκούζε και της πλήρους απόρριψης του «μονοδιάστατου ανθρώπου» που παράγει η καταναλωτική κοινωνία. Φυσικά, όλα αυτά μπορούν να υποκατασταθούν από μια εξαιρετικά περιεκτική δήλωση, όπως το «fuck». Μετά μπορείτε να την πηδήξετε.
-Βελούδο. Velvet, αλλά Underground. Φθαρμένο, σηκωμένος γιακάς, τσέπες με χέρια, καμπάνες, ζωηρά χρώματα. Συνοδεύεται από μαλλί άφρο καρφωμένο στην καούκα. Στενοί ώμοι και φαρδιά πέτα δεν προαπαιτούνται. Τι διάολο, στον 21ο αι. είμαστε.
-Βινύλιο. Στο σπίτι δεν υπάρχει μισό CD. Την ξεναγείτε στη μοναδική δισκοθήκη σας. Στο πικάπ ξεκινάτε με Led Zeppelin, συνεχίζετε με Doors και κλειδώνετε με Lou Reed. Για να βάλετε ένα δίσκο, κάνετε μισή ώρα, σκουπίζοντας και φυσώντας προσεκτικά. Φυσικά, έχετε περάσει τα πάντα και στο iPod σας.
-Γκαρνταρόμπα. Βάση της η Αγία Τριάδα «perfecto, t-shirt, blue jean». Από κει και πέρα, ρολάρετε. Παίρνετε το τζιν και το σκίζετε. Τρυπάτε με παραμάνες το δερμάτινο. Το γεμίζετε με pins: τους Who, τη φάτσα του Πουλικάκου, κάνα άλμπουμ του Μπονάτσου, Peace and Love κ.ο.κ. Μπότες Doc Martins, ζώνες με ασημένια αγκράφα και κείνες τις γαλάζιες πετρούλες που δεν θυμάμαι το όνομά τους, στρογγυλά γυαλιά Cutler & Gross, τίποτα μπαντάνες Hermes, μαντήλια των Παλαιστίνιων φενταγίν, κάτι σε λαμέ, κάνα μαλακία γιλέκο από την Γκόα ή κάνα πόντσο απ’ το Περού.
-Δρόμος. «Κάτω το Ritz, ζήτω ο δρόμος!» αποφαίνεται ο YSL στις αρχές του ’70 από τα head quarters της οδού Montaigne. Από τότε, η μόδα δεν φτιάχνεται πια από τον «κόσμο», αλλά από το «δρόμο». Εσείς, κάθε Κυριακή κλείνεστε μέσα και βλέπετε τον «Ξένοιαστο καβαλλάρη», τον «Επαναστάτη χωρίς αιτία» και τον «Ατίθασο». Προτείνονται χαρτομάντηλα μέντας.
-Επανάσταση. Ονειρεύεστε ν’ αλλάξετε τον κόσμο, ακούγοντας Jefferson Airplane, Baez και Dylan. Εν προκειμένω, ο Ντίλαν τον αλλάζει ως μονίμως προτεινόμενος για Νόμπελ λογοτεχνίας. Sorry, αλλά ο κόσμος δεν αλλάζει μόνο με τζιν, χρειάζονται και ιδέες. Το να μισείς τον μπαμπά σου δεν αρκεί. Cool man, βάλε ν’ ακούσω το «Light my fire».
-Επίπλωση. Οικολογική, έθνικ, ένα με το πάτωμα. Ντραμς και juke box στο σαλόνι. Αφίσα Άλις Κούπερ με ιδιόχειρη υπογραφή. Φωτορυθμικό. Κάποιος Γουόρχολ. Μια φλοκάτη και δίπλα ένα κομό Ralph Lauren, ως απότιση φόρου τιμής στις country ρίζες. Οπωσδήποτε αρωματικά κεριά με πατσουλί.
-Ζεμανφού. Ο Γάλλος ροκάς.
-Ηθική. Ενδυματολογική. Δεν υπάρχει άλλη. Διατυπώθηκε το 1969 από τον Michael Fish, ιδιοκτήτη του περίφημου hippie καταστήματος της Clifford Street. Απορρίπτει την κομφορμιστική και απολιθωμένη κομψότητα της Savile Row, βασισμένη στην ελιτίστικη διάκριση μεταξύ U και μη-U, μέλη ή μη της upper-class. «Μου ’χει πραγματικά βγει από τη μύτη ο μοδάτος τυπάκος με το τετράγωνο Cartier του, τα Gucci παπουτσάκια του, τα κολαριστά του πουκάμισα, τη χρυσή του πένα και το μοχέρ κοστούμι του –με τα αρχικά του παντού». Υπεραμύνεται του ενδυματολογικού ηδονισμού του μοντέρνου ανθρώπου και της απόλαυσης να ντύνεται «για τον εαυτό του» ή «για να εκφραστεί». Η προσέγγιση αυτή οδήγησε στο grunge κι ένα σνομπισμό του φθαρμένου και του μεταχειρισμένου, και μετά στο vintage.
-Θεός. Είναι γυναίκα και μαύρη. Τα αρχικά πάνω στο Σταυρό γράφουν LSD.
-Ίος. Ή Νιο, το πιο όμορφο, ροκ και peace and love νησί του κόσμου. Εξελίχθηκε στο πιο «χωρίς νιονιό» νησί του Αιγαίου. Εκεί πάει ο Κωστάκης (Καραμανλής ο Μικρός) για διακοπές.
-Κόσμημα. Βαριές καδένες, δερμάτινα περικάρπια με καρφιά, χάντρες, δαχτυλίδια Cavalli με νεκροκεφαλές.
-Look. Ντυνόμαστε με ρούχα άλλων και εποχών των άλλων. Καλλιεργούμε μια αίσθηση μελετημένης αμέλειας, άψογης φθοράς, ακριβούς περίπου, άψογου ελαττώματος, τέλειας ανισορροπίας. Συμπέρασμα: το rock style είναι ένα dandy look. Συνδυάζεται με σκαμμένο πρόσωπο και Botox στα χείλη, για να φέρνετε σε Mick Jagger.
-Μαύρο. Εννοώ το χρώμα. Κυρίως στο δερμάτινο. Έκφραση ενός μποντλερικού spleen. Οι situationnistes της δεκαετίας του ’60 αναλαμβάνουν το καθήκον «να περάσουν την επιθετικότητα των μαύρων μπουφάν στο επίπεδο των ιδεών». Το αποτέλεσμα είναι γλίσχρο, αλλά το σύμβολο καλά κρατεί.
-Ναρκωτικά. Καλά, πάλι ληγμένα πήρατε;
-Ξεσάλωμα. Μην φανταστείτε τίποτα φοβερό. Ο Μικ Τζάγκερ έχει πάει μόνο με 4.000 γυναίκες στη ζωή του και ο Μπίλι Άιντολ πηδούσε μόνο έξι φορές κάθε βράδυ φορώντας ψηλοτάκουνα.
-Ποτό. Το ξεσκίζετε κανονικά (μετά τη δουλειά). Σκληρά κοκτέιλ, ούζο με πορτοκαλάδα (βουλιάζετε στη θύμηση ηρωικών εποχών και τις κάνετε trendy), βότκα. Εξέλιξη: πήρε τη σκυτάλη απ’ το ουίσκι. Πίνεται σκέτη και σε σφηνάκι, ώστε να έχουμε τα χέρια ελεύθερα.
-Rolling Stone. Έγινε τραγούδι από τον Dr Hook: «Cover of the Rolling Stone». Γεννήθηκε το 1967 στο «Φρίσκο» από τον Jann Wenner, που μετά θα συνόδευε την Τζάκι στις εξόδους της. Το πρώτο lifestyle περιοδικό που απευθύνεται στους νέους, προκαλεί το κατεστημένο, δεν είναι φανζίν και τα εξώφυλλά του είναι το βαρόμετρο για το ποιος είναι δημοφιλής στη μουσική σκηνή. Από το 1990 και μετά έχει αποκτήσει το παρατσούκλι «Η Wall Street Journal της rock», με προτίμηση στα σέξι εξώφυλλα. Για το coffee table σας, προτιμήστε τα παλιά της Leibovitz με Λένον και Ντίλαν.
-Ροκολόγος. Είδος πολυμαθούς σνομπ που θα αφιερώσει μια παράγραφο στον Andrew Loog Oldham, τον μυθικό μάνατζερ των Stones, και τρεις αράδες στο ίδιο το συγκρότημα.
-Σεξ. Ελεύθερο. Κατά προτίμηση σε sofa, παραλίες, καλύβες με επώνυμα έπιπλα και στα όρθια. Κάτω ο Τζον Λένον! Κάτω οι γυμνές φωτογραφίες του Τζον Λένον! Μόνο ένα τόσο άσκημο ζευγάρι θα μπορούσε να παραμείνει πιστό. Ψάξτε για Μπιάνκα Τζάγκερ.
-Σέξι. Βασική η υιοθέτηση των hipsters pants, των παντελονιών-φετίχ των «ηλεκτρικών εφήβων»: χαμηλοκάβαλα, κολλητά στους γοφούς. Συνδυάστε τα με πλουμιστό, ανοιχτό γιλέκο πάνω σε γυμνό στέρνο.
-Τζιν. Το μαλακό και βρώμικο όστρακο πίσω απ’ το οποίο περιτειχίζεστε εσείς οι greasers. Shrink to fit, πρέπει να στενεύει με το πλύσιμο. Να φτιάχνεται πάνω σας. Όπως και με το δερμάτινο, οι ζάρες του, τα «σπασίματά» του, οι τσέπες του, πρέπει να γεννηθούν απ’ τις χειρονομίες, τις στάσεις, τις συνήθειες του σώματος. Αυτό ήταν ανέκαθεν το ίδιον του ρούχου εργασίας. Όμως, εσείς διεκδικείτε το δικαίωμα του εφήβου που είναι αλλεργικός στα παραδοσιακά έθιμα εισόδου στον ενήλικο κόσμο (βλ. το κοστούμι). Οπότε μετατρέπετε αυτό το «ημιτελές» ρούχο, δίχως λεξιλόγιο και γραμματική, σε προνομιούχο πεδίο έκφρασης του «mal de vivre». Αμέ!
-Τατουάζ. Εννοείται. Υποκαθιστούν τα παράσημα. Εξάλλου, όπως μάθαμε από ελληνικό σίριαλ «Τσιμπάνε οι γκόμενες με τα τατουάζ;»
«Σαν τις πέστροφες στην πισίνα».
-Ύφος. Κατηφορίζετε με αργό βήμα (όντας λιώμα) την Τσακάλωφ, με την περιπαικτική νωχέλεια του έμπειρου ρόκερ, ούτως ώστε η απαράδεκτα χύμα εμφάνισή σας να εγγραφεί αρκούντως ενοχλητικά στον αμφιβληστροειδή του κουστουμάτου που πίνει τον εσπρέσο του στο Da Capo. Παίζοντας με το Zippo σας, σκέφτεστε ότι (πού θα πάει;) κάποια στιγμή θα καταφέρετε να φτάσετε στη Harley που έχετε παρκάρει στην Πλατεία. Η δίμετρη δίπλα σας με το λαμέ σορτ ξέμεινε στη βιτρίνα του Sotris. Who cares?
-Φαγητό. Χάμπουργκερ, άντε και τσίζμπεργκερ. Ο ροκάς είναι βασικά ένας αντιαμερικανός Αμερικάνος.
-Χώμα. Επιλέγετε την αποτέφρωση και ζητάτε να σκορπίσουν τη στάχτη σας πάνω από τα Μάταλα.
-Ψυχεδέλεια. Ένας πειραματισμός που μας τελειώνει τη δεκαετία του ’70 με την εμπορευματοποίηση της ροκ. Δίνει τη θέση της σε ένα ρεύμα που, όπως και σήμερα, εκφράζει τις αντιφάσεις μιας εποχής: είναι το glam rock. Κάτω από τα στρας, ο David Bowie, οι Roxy Music, ο Elton John, οι Queen. Προτείνουν ένα ροκ θεατρικό, μπαρόκ, παρακμιακό, glamour και ανδρόγυνο. Είναι η Ελλάδα του χτες.
-Ωριμότητα (ξανά). Στα εξήντα σας ξαναβρίσκεστε με τα μέλη του heavy metal συγκροτήματος που είχατε στήσει στα γυμνασιακά σας χρόνια. Είχατε χαθεί από την εποχή του Χάρβαρντ. Αγοράζετε και μια μονοκατοικία στην Εκάλη, για τις ανάγκες του καινούριου σας δίσκου.
Διαβάστε ακόμα: Ο Αλέξης Σταμάτης και η κατάρα του Bowie.