«Ο άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη πάντα χρειάζεται κάποια στήριξη και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η οικογένεια ή οι φίλοι ξέρουν πώς να το κάνουν».

Ξυπνάς ένα πρωί και τίποτα δεν είναι και δεν μοιάζει ίδιο. Σαν να έχουν μετακινηθεί οι μοίρες του κόσμου μέσα σου ή όπως έλεγε ο Γιώργος Βιζυηνός: «Μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου». Δεν ξέρεις τι μπορεί να φταίει. Προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως είναι κάτι παροδικό: οι δυσκολίες στη δουλειά, η σχέση σου που δεν προχωράει, τα πράγματα που μένουν μετέωρα και ατακτοποίητα.

Πιστεύεις πως πολύ σύντομα όλα θα έχουν επιστρέψει στους κανονικούς ρυθμούς, τους οικείους. Όμως δεν συμβαίνει. Το βάθεμα γίνεται κάθε μέρα και πιο εναγώνιο και πιο έντονο. Και τότε συνειδητοποιείς πως είσαι ένας άλλος. Είσαι ένα μαύρο σύννεφο στον ουρανό των άλλων – κυρίως, όμως, στον δικό σου. Έχεις ακούσει πως αυτό λέγεται κατάθλιψη, αλλά δεν θέλεις να το παραδεχθείς. Ενδεχόμενα σε τρομάζει η προοπτική να πέσεις στην παγίδα της νόσου.

Τι είναι όλο αυτό που ζούμε; Πόσο μπορεί να επηρεάσει τη ζωή μας; Κι αν τελικά πάσχουμε, υπάρχει ελπίδα να επιστρέψουμε στην κανονικότητα αλώβητοι; Ο ψυχίατρος και ποιητής Γιάννης Ζέρβας εξηγεί στο Andro την συμπτωματολογία της νόσου, τις προοπτικές ανάταξης, την ανάγκη να απευθυνθεί ο πάσχων σε έναν εξειδικευμένο γιατρό κι αν τα φάρμακα είναι η μόνη οδός σωτηρίας.

– Για τους αμύητους η έννοια της κατάθλιψης συγχέεται με την έντονη στεναχώρια. Μπορείτε να μας δώσετε έναν ορισμό;
Συναισθήματα θλίψης, απογοήτευσης, ακόμη και απόγνωσης είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και της καθημερινής μας ζωής και δεν σημαίνουν αναγκαστικά ψυχοπαθολογία. Είναι αλήθεια όμως ότι η διαφοροποίηση ανάμεσα στα φυσιολογικά αυτά συναισθήματα και στην παθολογική κατάσταση που ονομάζουμε ‘κατάθλιψη’ δεν είναι πάντοτε σαφής. Η κατάθλιψη για να ορισθεί ως διαταραχή που απαιτεί εξειδικευμένη αντιμετώπιση πρέπει να περιλαμβάνει μια επίταση των φυσιολογικών συναισθημάτων θλίψης και απογοήτευσης στην ένταση, τη διάρκεια και τον βαθμό που αυτά επηρεάζουν τη λειτουργικότητα μας. Και πάλι όμως υπάρχουν διαβαθμίσεις βαρύτητας.

– Και πώς ορίζονται αυτές οι διαβαθμίσεις; 
Η ελαφριά κατάθλιψη εκδηλώνεται με μια μείωση του ενδιαφέροντος στα ζητήματα της καθημερινότητας. Ο αυθορμητισμός χάνεται καθώς ατονεί η βούληση. Τα πάντα απαιτούν μεγαλύτερη προσπάθεια και δίνουν λιγότερη ικανοποίηση απ’ ότι προηγουμένως. Μπορεί να υπάρχει ένα αίσθημα αυξημένης ή συνεχούς κούρασης και μια δυσφορία από διάφορες σωματικές ενοχλήσεις ενώ μεγάλώνει η ανησυχία για διάφορες καθημερινές έγνοιες. Μπορεί να υπάρχει ευσυγκινησία ή ευερεθιστότητα, να αυξάνουν οι προστριβές στο σπίτι και όλα να δείχνουν δυσκολότερα. Παύουν να έρχονται στο νου ευχάριστες αναμνήσεις, όνειρα, σχέδια, ελπίδες. Η σκέψη παρασύρεται εύκολα σε μια απαισιοδοξία και μια αρνητικότητα. Ένας ασθενής με κατάθλιψη συνήθως μπορεί να συνεχίσει τις ασχολίες ή την εργασία του και συνήθως δείχνει φυσιολογικός στους γνωστούς. Το στενό περιβάλλον όμως συνήθως διαπιστώνει ότι κάτι έχει αλλάξει.

»Στην κατάθλιψη μέτριας βαρύτητας κανείς αισθάνεται ανήμπορος για τα περισσότερα πράγματα και μπορεί να νιώθει άρρωστος το μεγαλύτερο μέρος της μέρας. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν κλάματα, αδυναμία συγκέντρωσης, αναποφασιστικότητα, επιβράδυνση στη σκέψη ή και στις κινήσεις, ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου, μεγάλη κόπωση – ίσως μέχρι σημείου να αναγκάζεται να περνάει κάποιο μέρος της μέρας στο κρεβάτι και άγχους στην προοπτική των συγκεκριμένων υποχρεώσεων στις οποίες δεν μπορεί να ανταποκριθεί – ευχές ή σκέψεις θανάτου. Τα συμπτώματα ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο αλλά μερικές φορές και από καταθλιπτικό επεισόδιο σε καταθλιπτικό επεισόδιο.

«Τα συμπτώματα που τυπικά χαρακτηρίζουν ένα επεισόδιο μείζονος κατάθλιψης είναι τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά».

»Στην βαριά κατάθλιψη ο ασθενής δεν μπορεί να εργαστεί πια αλλά ούτε και να κάνει βασικές δουλειές στο σπίτι. Μπορεί να επηρεαστούν πολλές από τις ‘φυτικές’ λειτουργίες, να εμφανιστούν τα λεγόμενα «μελαγχολικά συμπτώματα», που δείχνουν ότι έχουν επηρεαστεί οι υποθαλαμικές λειτουργίες: μεγάλη ανορεξία με σοβαρή απώλεια βάρους ή και απίσχανση, καμιά φορά άρνηση λήψης υγρών με κίνδυνο αφυδάτωσης, έντονη αϋπνία, κυρίως από τη μέση της νύχτας και μετά ή και ολική αϋπνία. Μπορεί να υπάρχει απώλεια οποιασδήποτε αντιδραστικότητας στα εξωτερικά γεγονότα, μεγάλη ψυχοκινητική επιβράδυνση μέχρις αναστολής της κινητικής λειτουργίας έτσι ώστε ο ασθενής να μοιάζει κατατονικός (καταθλιπτική ‘εμβροντησία’), μειωμένη παραγωγή λόγου, διαταραχή των νοητικών λειτουργιών μέχρι σημείου μερικές φορές να δίνει την εντύπωση ανοϊκής συνδρομής (η ονομαζόμενη ‘ψευδοάνοια’ της κατάθλιψης), αδυναμία να φροντίσει τον εαυτό του που μπορεί να φτάσει μέχρι σημείου να μην πλένεται και να ουρεί επάνω της. Μπορεί να εμφανιστούν ψυχωτικά συμπτώματα, ακουστικές ψευδαισθήσεις που μπορεί να κατηγορούν τον ασθενή για διάφορα πράγματα, ακόμη και παραλήρημα που μπορεί να φορά θέματα αναξιότητας και ενοχής, θέματα βαριάς σωματικής νόσου ( φερ’ ειπείν πεποίηθηση ότι έχει καρκίνο ότι σαπίζουν τα εσωτερικά όργανα), θέματα πτωχείας, καταδίωξης, ζηλοτυπίας. Ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι υπαρκτός και σοβαρός.

O κωμικός ηθοποιός Jim Carrey έχει παραδεχθεί δημόσια ότι έπασχε από κατάθλιψη και για μεγάλο διάστημα έπαιρνε χάπια Prozac (youtube).

– Ποια είναι η βασική συμπτωματολογία για να μας προϊδεάσει;
Τα συμπτώματα που τυπικά χαρακτηρίζουν ένα επεισόδιο μείζονος κατάθλιψης είναι τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά. Στα ψυχικά συμπτώματα περιλαμβάνονται καταθλιπτική διάθεση, μείωση ενδιαφερόντων και μείωση ευχαρίστησης από τις συνήθεις δραστηριότητες (συμπεριλαμβανομένης και της ερωτικής διάθεσης), αισθήματα ενοχής, απελπισίας και αναξιότητας και σκέψεις αυτοκτονίας. Στα σωματικά βρίσκουμε διαταραχή ύπνου, μεταβολές στην όρεξη ή και στο βάρος, δυσκολίες συγκέντρωσης και προσοχής, και διαταραχές στην ‘ψυχοκινητική’ συμπεριφορά (π.χ. βραδύτητα ή ‘νευρικότητα’ ). Για τα διάγνωση, τα συμπτώματα πρέπει να είναι τέτοιας βαρύτητας ώστε να διαταράσσουν την λειτουργικότητα του ασθενούς ( κοινωνική, επαγγελματική ή σχολική) .

– Τα οποία πόσο διάστημα μπορεί να διαρκέσουν;
Τα ισχύοντα διαγνωστικά κριτήρια για το καταθλιπτικό επεισόδιο απαιτούν να μην αξιολογηθούν τα καταθλιπτικά συμπτώματα ως κατάθλιψη αν είναι παρόντα στην ελάχιστη διάρκεια της οξείας φάσης ενός φυσιολογικού πένθους, χονδρικά μέσα τους δύο πρώτους μήνες από την απώλεια. Παρόλα αυτά, η διάρκεια του φυσιολογικού πένθους καθορίζεται από διάφορους παράγοντες και επιπλέον το πένθος δεν αφορά μόνο θάνατο πολύ στενού συγγενούς, αλλά και άλλες πολύ σημαντικές απώλειες όπως σχέσεων, σημαντικών αγαθών, τρόπου ζωής αλλά και αυτοεκτίμησης.

– Άρα, τελικά, δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο διαρκούν τα συμπτώματα;
Το κριτήριο της διάρκειας των συμπτωμάτων και της σημαντικής μείωσης της λειτουργικότητας στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή προσωπικό τομέα γίνεται τόσο σημαντικότερο όσο πιο μακριά βρισκόμαστε από το γεγονός της απώλειας, δεδομένου ότι σηματοδοτεί την αδυναμία του οργανισμού ή της προσωπικότητας να ανακάμψει, συχνά εξαιτίας της κατάθλιψης που έχει εγκατασταθεί στο μεταξύ. Επιπλέον, αν πρέπει να επιλεγεί ένα μόνο σύμπτωμα ως το πιο χαρακτηριστικό της κατάθλιψης, ορισμένοι θεωρητικοί επιμένουν πως αυτό είναι ο βαθμός της αδυναμίας του ασθενούς να αντλήσει χαρά από γεγονότα, καταστάσεις ή σχέσεις που τον ικανοποιούσαν στο παρελθόν, φερ’ ειπείν μιας μητέρας να χαρεί την παρουσία των παιδιών της. Μια κάποια θετική αντιδραστικότητα του συναισθήματος σε ορισμένα πολύ σημαντικά πράγματα ή πρόσωπα δεν εξαλείφεται εντελώς ακόμη και στο πένθος.

– Είναι η κατάθλιψη ένα σπιράλ από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς;
Είναι αλήθεια ότι η κατάθλιψη δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο αρνητικότητας. Νιώθει κανείς άσχημα για τον εαυτό του, την αξία του, τις ικανότητές του, την δυνατότητα του να ξεπεράσει τις δυσκολίες, τις αντοχές του, τις προοπτικές που υπάρχουν μπροστά του και αντίστοιχα νιώθει για την δυνατότητα των άλλων να το βοηθήσουν και το βάρος που τους προκαλεί. Καταφέρνει να ανασύρει μόνο δυσάρεστες αναμνήσεις και όλος ο διανοητικός μηχανισμός του είναι καθηλωμένος στις αρνητικές όψεις των πραγμάτων. Είναι σημαντικό να υπενθυμίζει κανείς πάντα σε έναν άνθρωπο με κατάθλιψη ότι είναι τα συμπτώματα της κατάθλιψης που τον κάνουν να βλέπει τα πράγματα τόσο ‘μαύρα’ κι ότι μόλις συνέλθει, μπορεί να μην δείχνουν ευχάριστα ίσως αλλά σίγουρα ευκολότερο να αντιμετωπιστούν. Και σε βιολογικό επίπεδο, όσο περισσότερο διαρκεί μια κατάθλιψη τόσο επιβαρύνει σωματικά τον οργανισμό στην προσπάθειά του να την καταπολεμήσει.

– Θεραπεύεται; Μπορεί να πει κάποιος ότι σε βάθος χρόνου δεν θα ξαναπέσει στη «μαύρη» τρύπα;
Πέραν πάσης αμφιβολίας ένα επεισόδιο κατάθλιψης θεραπεύεται, κι αυτό είναι ένα μήνυμα που πρέπει να περάσει με έμφαση, γιατί είναι εύκολο να παραιτηθεί κανείς από την προσπάθεια όταν δεν νιώθει καλά. Σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις που υπάρχει μεγαλύτερη θεραπευτική δυσκολία και χρονιότητα αλλά η κατάθλιψη γενικά είναι από τις πιο αντιμετωπίσιμες καταστάσεις στην ψυχιατρική. Καταρχήν, ένα ποσοστό περνάει από μόνο του με την πάροδο του χρόνου, αλλά όταν διαρκεί πολύ έχει σημασία να αναζητηθεί ενεργά κατάλληλη θεραπεία και σύντομα πριν αρχίσει να καταβάλει τον οργανισμό. Και σε παραμελημένες περιπτώσεις όμως υπάρχουν πολλά περιθώρια θεραπείας.
Το θέμα της υποτροπής σε βάθος χρόνου είναι μια άλλη ιστορία. Με σωστή παρακολούθηση και προφύλαξη μπορεί να μειωθεί πολύ σημαντικά η πιθανότητα υποτροπής.

«Στην Ελλάδα δεν είμαστε πολύ καλοί στο να δεχόμαστε τις δυσκολίες του άλλου χωρίς κριτική, διδακτισμό και σχόλια».

– Γίνεται να αντιμετωπίσει κάποιος την κατάθλιψη χωρίς τη χρήση φαρμάκων;
Στις ελαφρές καταθλίψεις αρκεί η ψυχοθεραπεία με εξειδικευμένο θεραπευτή, αν υπάρχει η διαθεσιμότητα και η δυνατότητα εκ μέρους του ασθενούς. Και στο δημόσιο υπάρχουν αρκετές δυνατότητες για ψυχοθεραπεία χωρίς κόστος.

– Υπάρχει θεραπεία χωρίς την καταφυγή σε κάποιον ειδικό; Μπορούμε να την ξεπεράσουμε μόνοι μας;
Κατά την γνώμη μου δεν είναι καλή ιδέα αυτό. Πάντα χρειάζεται κάποια στήριξη και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η οικογένεια ή οι φίλοι ξέρουν πώς να το κάνουν χωρίς να επιτείνουν τις ενοχές του ασθενούς ή χωρίς να κουραστούν μη κατανοώντας την σοβαρότητα της κατάστασης. Συχνά μπερδεύονται και πολλές δοξασίες του καθενός, λένε η κάνουν πράγματα που επιδεινώνουν την κατάσταση ή στιγματίζουν ακόμα χειρότερα τον ασθενή. Ένας ειδικός ξέρει πως να χειριστεί τα πράγματα, μπορεί να βοηθήσει την οικογένεια να το χειριστεί και επιλέον νομιμοποιεί την ανάγκη για βοήθεια. Με δυο λόγια ξέρει να αποκαταστήσει και την υγεία και την αξιοπρέπεια του πάσχοντος.

«Ο άνθρωπος με κατάθλιψη είναι κυρίως επικίνδυνος για τον εαυτό του» (Martin Rowson).

– Υφίσταται ακόμη στις μέρες μας ο κοινωνικός αποκλεισμός ή ο στιγματισμός προς τον πάσχοντα;
Παρά τα δηλούμενα, ναι, υπάρχει. Διεθνώς. Και ειδικά στην Ελλάδα δεν είμαστε πολύ καλοί στο να δεχόμαστε τις δυσκολίες του άλλου χωρίς κριτική, διδακτισμό και σχόλια. Επιπλέον, επειδή πρόκειται για ψυχική οδύνη και όχι σωματική ο κόσμος δυσκολεύεται πολύ να καταλάβει ότι πρόκειται για πραγματική διαταραχή όλου του οργανισμού, ότι η βούληση παραλύει μέσα από σωματικούς μηχανισμούς, που δεν ξεπερνιέται με κάποια απόφαση αλλά χρειάζεται θεραπεία για να αποκατασταθούν. Είναι σαν να λες σε κάποιον με σπασμένο πόδι, “πάρτο απόφαση και σήκω να περπατήσεις, απλώς νομίζεις ότι έχει σπάσει”.

– Αν υπάρχουν άλλα ζητήματα (διπολισμός, σχιζοφρένεια), ο καταθλιπτικός είναι ένα επικίνδυνο άτομο;
Ο άνθρωπος με κατάθλιψη είναι κυρίως επικίνδυνος για τον εαυτό του, αν είναι βαριά η απόγνωσή του και έχει αυτοκτονικές σκέψεις. Αλλά και εκεί που η κατάθλιψη συνυπάρχει με βαρύτερες ψυχώσεις, η επικινδυνότητα για άλλους είναι πολύ σπάνια. Και πάλι όμως, με κατάλληλη αγωγή και παρακολούθηση συνήθως τα πράγματα πάνε καλά. Τα προβλήματα δημιουργούνται όταν αποφεύγονται οι ειδικοί επιστήμονες, όχι όταν τους συμβουλεύεται κανείς.

– Χρησιμοποίησα τη λέξη «πάσχοντας» σε προηγούμενη ερώτηση. Μιλάμε για έναν άρρωστο άνθρωπο; Έναν άνθρωπο που νοσεί;
Στο ¼ των περιπτώσεων αποτελεί νόσο με την κλασική έννοια, κάτι που κάνει απότομα την εμφάνισή του για βιολογικούς λόγους, όπως η θυρεοειδοπάθεια ή ο διαβήτης, και στην πορεία εμφανίζει υποτροπές χωρίς εξωτερικά γεγονότα να τις πυροδοτούν. Τα υπόλοιπα ¾ σχετίζονται με το στρες και τα γεγονότα ζωής και σιγά σιγά, αν συμβούν πολλά και ειδικά αν έχουν ξεκινήσει νωρίς στη ζωή ευαισθητοποιούν τον οργανισμό να κάνει κι άλλα επεισόδια. Και να ξεκινάει κάποιο επεισόδιο για ψυχολογικούς ή κοινωνικούς λόγους στην πορεία όσο βαθαίνει ή παρατείνεται, καθώς προσπαθεί ο οργανισμός από μόνος του να το αντιμετωπίσει, κουράζεται και εξαντλεί τους αντιρροπιστικούς μηχανισμούς του καταλήγοντας να νοσεί πια το βιολογικό σώμα, ασχέτως αν εκδηλώνεται με ψυχικά συμπτώματα.

– Η κληρονομικότητα παίζει ρόλο;
Ναι, παίζει, κατά το ήμισυ. Όπως και το περιβάλλον και οι συνθήκες ζωής. Ένα ευάλωτο υπόστρωμα για γενετικούς λόγους “ενεργοποιείται” από αρνητικά γεγονότα ζωής.

«Η κρίση ήταν τεράστιο στρες, και επέφερε τεράστιες αρνητικές αλλαγές στη ζωή πολλών ανθρώπων.».

– Η κρίση μεγέθυνε το πρόβλημα; Όξυνε την εσωτερική πάλη των ανθρώπων βγάζοντας στον αφρό τα όποια προβλήματα βρίσκονταν μέσα τους σε ύπνωση;
Η κρίση ήταν τεράστιο στρες, και επέφερε τεράστιες αρνητικές αλλαγές στη ζωή πολλών ανθρώπων. Ακόμη και γι’ αυτούς που δεν υπέστησαν άμεσες συνέπειες δημιούργησε ένα κλίμα απειλής, ανασφάλειας, αβεβαιότητας, και δυσπιστίας. Ο ψυχολογικός παράγοντας δεν ήταν ποτέ το φόρτε των οικονομικών διαχειριστών της κοινωνίας.

– Επίσης, οι αμύητοι συχνά μπερδεύουν τις έννοιες «ψυχολόγος», «ψυχίατρος», «ψυχαναλυτής». Μπορείτε να μας ξεκαθαρίσετε τις ιδιότητες ενός εκάστου;
Ο ψυχίατρος είναι ιατρός που έχει εξειδικευτεί στα ψυχικά νοσήματα, μπορεί να δώσει φαρμακευτικές αγωγές όπως ο οποιοσδήποτε ιατρός και μπορεί να κάνει ψυχοθεραπείες αν έχει λάβει ειδική εκπαίδευση γι΄αυτό, πέρα από την εκπαίδευση του στην ιατρική και στην ψυχιατρική. Οι ψυχολόγοι προέρχονται από σχολές ψυχολογίας, όχι ιατρικής και δεν εκπαιδεύονται ειδικά στην αντιμετώπιση της ψυχοπαθολογίας, ασχολούνται κυρίως με την φυσιολογική συμπεριφορά. Μια ειδικότητα των ψυχολόγων, οι κλινικοί ψυχολόγοι μόνο έχουν εκπαιδευτεί για να ασχολούνται με τις ψυχικές διαταραχές, κυρίως διαγνωστικά. Για να μπορεί να κάνει ο ψυχοθεραπείες ένας ψυχολόγος πρέπει κι αυτός να έχει κάνει ειδική εκπαίδευση. Δεν αρκεί το δίπλωμα της ψυχολογίας. Οι ψυχαναλυτές είναι ειδικός κλάδος των ψυχοθεραπευτών, εκείνοι που εκπαιδεύονται στην ψυχανάλυση και την ασκούν κατ’ αποκλειστικότητα. Ψυχοθεραπευτής είναι ο ειδικός ( συνήθως ψυχίατρος ή ψυχολόγος, αλλά όχι μόνο) που έχει εκπαιδευτεί σε κάποια σχολή ψυχοθεραπείας, όπως η ψυχαναλυτική, η γνωσιακή, η συστημική, η διαπροσωπική κλπ. , και βέβαια την ασκεί επαγγελματικά.

– Εσείς έχετε και την ιδιότητα του ποιητή; Σας έχει βοηθήσει να προσεγγίσετε τους ανθρώπους και με άλλο πρίσμα;
Νομίζω πιο πολύ με έχει βοηθήσει στην κατανόηση του εαυτού μου αυτό.

– Τελευταία στα social media ολοένα και περισσότερο αναφέρονται άνθρωποι στην κατάθλιψή τους. Το λένε, το διατυμπανίζουν. Ίσως ακουστεί κυνικό (δεν είναι η πρόθεσή μου, όμως) αλλά τείνει να γίνει της μόδας να είσαι καταθλιπτικός.
Το οτιδήποτε, εκτός από την πραγματική του φύση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως κοινωνικό προσωπείο. Αυτό δεν έχει να κάνει με την ίδια την ψυχική πάθηση. Έχει περισσότερο να κάνει με την κοινωνική ταυτότητα που θέλει να προωθήσει ο καθένας, για δικούς του λόγους και χρήσεις.

 

Διαβάστε ακόμα: Αχιλλέας Κυριακίδης, «ούτε ανησυχώ, ούτε ονειρεύομαι. Το μέλλον μου έχει προδιαγραφεί από το παρελθόν μου».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top