Αλέξης Αλεξίου: «Όλα πλέον έχουν χάσει το νόημά τους»
Συναντήσαμε το σκηνοθέτη στα γυρίσματα της νέας του ταινίας «Τετάρτη 04: 45». Ένα νεονουάρ για την ελληνική κρίση, με πρωταγωνιστή τον Στέλιο Μάινα.
Με την «Ιστορία 52», το ντεμπούτο του Αλέξη Αλεξίου το 2008, ο Έλληνας σκηνοθέτης απέκτησε τη φήμη ενός από τους πλέον υποσχόμενους δημιουργούς του νέου ελληνικού κύματος. Με τη δεύτερη ταινία του, «Τετάρτη 04: 45», ένα νεονουάρ γύρω από την ελληνική κρίση με αληθινούς χαρακτήρες και υποδειγματικό σενάριο, επιβεβαιώνει αυτό που φάνηκε την πρώτη φορά: ότι είναι ένας σκηνοθέτης που τολμάει να βουτήξει στα βαθιά χωρίς να φοβηθεί μήπως βραχεί! Η ταινία που προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσες επιλέχτηκε να πάρει μέρος στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ «Tribeca».
Στην «Τετάρτη 04: 45» παρακολουθούμε 32 ώρες από τη ζωή του πρωταγωνιστή της, τον οποίο υποδύεται ο Στέλιος Μάινας. Στο χρονικό αυτό διάστημα, ο ήρωας συνειδητοποιεί με αργό και βασανιστικό τρόπο πως ό,τι θεωρούσε κεκτημένο στη ζωή του έχει πλέον χαθεί. Η αφήγηση αρχίζει από τη Δευτέρα το βράδυ, για να καταλήξει ξημερώματα Τετάρτης. Ουσιαστικά, μιλάμε για μια αντίστροφη μέτρηση, στη διάρκεια της οποίας γινόμαστε μάρτυρες μιας απεγνωσμένης πάλης. Του αγώνα που δίνει ο ήρωας με το χρόνο. Το 04.45 είναι η κορύφωση του δράματος και η ώρα της ύστατης κρίσης – σύγκρουσης.
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ ΛΕΕΙ:
Ό,τι συμβαίνει γύρω μας αυτήν την περίοδο δεν επιτρέπεται κάποιος να το αγνοεί. Πρέπει να συμμετέχει καθένας με τον τρόπο του. Στην τέχνη, το ζητούμενο δεν είναι να καταδεικνύει το προφανές, ούτε να δημαγωγεί ή να ηθικολογεί. Το ρόλο αυτόν τον έχουν αναλάβει, καλώς ή κακώς, η οικογένεια, το σχολείο, η εκκλησία, η τηλεόραση και οι πολιτικοί. Η τέχνη πρέπει να υποβάλει τα κατάλληλα ερωτήματα. Να προκαλεί και να δίνει χώρο σε σκέψεις, συναισθήματα και αντιδράσεις. Να μπορεί να μετατρέπει το οικείο σε ανοίκειο. Αυτό επιτυγχάνεται με διάφορες μεθόδους. Άλλοτε με σαρκασμό και χιούμορ κι άλλοτε ανατρεπτικά. Ο καλύτερος τρόπος να μιλάς για κάτι σοβαρό είναι η αποφυγή της σοβαροφάνειας.
Αγαπώ το σινεμά, σε όλα του. Στις μορφές και τα είδη του. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω αγαπημένες ταινίες ή δημιουργούς, αλλά έχω μεγάλο θαυμασμό για τον Ντέιβιντ Μάμετ, έναν βαθιά πολιτικό δημιουργό του σύγχρονου αμερικανικού νουάρ.
Ένας συνδετικός κρίκος των πολιτικών γεγονότων και της ελληνικής παθογένειας που μας έφτασε ως εδώ είναι η φιλοδοξία που μπερδεύτηκε με τη ματαιότητα. Το μπέρδεμα ολοκληρώθηκε με ποικίλους τρόπους: βάζοντας στο ίδιο καζάνι το όνειρο με την αυταπάτη, το ρομαντισμό με το μεγαλοϊδεατισμό και, φυσικά, την ευθύνη με την ανευθυνότητα.
Όμως, το πρόβλημα που καλούμαστε να λύσουμε σήμερα δεν είναι μόνον ελληνικό. Το παρόν πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της Δύσης βρίσκεται στα όρια του και αρχίζει να καταρρέει. Το γεγονός ότι αυτή η κατάρρευση ξεκινά στην Ευρώπη από την Ελλάδα είναι ιδιάιτερα επώδυνο για μας. Στο φινάλε της ταινίας μου υπογραμμίζεται με ένα είδος χιούμορ αυτή η άποψη. Ο δυτικός τρόπος ζωής όπως τον ξέρουμε τελείωσε, καθώς όλα πλέον έχουν χάσει το νόημα τους. Φυσικά, κάτι καινούργιο και διαφορετικό θα δημιουργηθεί στη θέση του, αλλά κανείς δεν γνωρίζει τι θα είναι αυτό. Ελπίζω, πάντως, και αισιοδοξώ.
Οι φιλίες, οι συνοδοιπόροι, οι άνθρωποι που εμπιστεύεσαι με τυφλά μάτια είναι βασικός παράγοντας στη ζωή μας. Κανείς δεν πάει πουθενά μόνος του. Πάντα χρειάζεσαι και θέλεις να υπάρχουν κάποιοι δίπλα σου, ώστε όχι μόνο να σε συνοδεύουν ή να κάνεις παρέα μαζί τους, αλλά να σε στηρίζουν όταν πας να πέσεις. Χρειάζεται ένα χέρι να σε τραβήξει όταν βιάζεσαι και δεν ξέρεις που πας, αλλά και τα φωτεινά εκείνα μυαλά που θα σε παρασύρουν όταν εκείνα προπορεύονται.
Το νουάρ μου αρέσει, γιατί μέσα από τις συμβάσεις του έχει τον τρόπο να σχολιάζει έμμεσα την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Σου δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσεις με ένα πιο πλατύ κοινό που αισθάνεται όχι μόνο άνετα, αλλά σχεδόν οικειότητα με τη φόρμα ενός αγαπημένου είδους. Με αυτόν τον τρόπο «περνάς» πιο εύκολα και άμεσα στους θεατές το περιεχόμενο της σκέψης σου ως δημιουργός, αλλά και τις βαθύτερες επιθυμίες σου.
Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Τάρλοου – «Αν είναι, ας καταστραφούμε!