Τρέχοντας με την ψυχή του
Τον Νοέμβριο του 2010 ο Νίκος Καλοφύρης έγινε ο πρώτος Έλληνας που πήρε μέρος στο φημισμένο υπερμαραθώνιο ορεινού τρεξίματος «Solokhumbu Trail» του Νεπάλ. Στον οποίο όχι μόνο τερμάτισε τρίτος, αλλά και –εκεί, στο φειδωλό αέρα των Ιμαλαΐων– κατάλαβε πού βρίσκεται στ’ αλήθεια η ευτυχία.
Στις 11 Νοεμβρίου 2010, στις 8.30 το πρωί, στάθηκα στη γραμμή της εκκίνησης του «Solokhumbu Trail». Είχα ήδη κλείσει πέντε μέρες στο Νεπάλ, για να προσαρμοστώ στις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες της χώρας. Εκείνη τη στιγμή πλέον κοιτούσα μπροστά, τη διαδρομή: μια επίπονη εμπειρία διάρκειας 12 ημερών και 300 χιλιομέτρων με υψομετρικές διαφορές και αντίξοες εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Δίπλα στους 60 αθλητές από όλο τον κόσμο, που έλαβαν μέρος στον αγώνα, ένιωθα την καρδιά μου να σφίγγεται και ταυτόχρονα να φτερουγίζει από ενθουσιασμό, για το άγνωστο, το ξεχωριστό που με περίμενε.
Ψυχή του «Solokhumbu Trail» είναι ο Dawa Sherpa, ένας πολύ υψηλού επιπέδου Νεπαλέζος αθλητής ορεινού τρεξίματος. Πριν χρόνια ήρθε στην Ευρώπη για κάποιους αγώνες, σήμερα ζει στη Γενεύη. Εμπνεύστηκε το «Solokhumbu Trail» το 2008 και έκτοτε κάθε χρόνο, στα μέσα Νοεμβρίου, που δεν έχει συχνά χιόνι και βροχή, καλεί για τον αγώνα αθλητές απ’ όλο τον κόσμο. Εγώ συμμετείχα ως νικητής της προηγούμενης χρονιάς (το 2009) του Olympus Marathon. Οι δυο διοργανώσεις είναι αδελφοποιημένες και ο νικητής του Olympus Marathon έχει τη σπάνια τύχη να τρέξει στο Νεπάλ.
To «Solokhumbu Trail» είναι μια πραγματική εμπειρία ζωής. Ένας πολύ δύσκολος και απαιτητικός αγώνας απ’ όλες τις απόψεις, μια διαδικασία πολυήμερη κατά την οποία πρέπει να μπορέσεις να διαχειριστείς μια πολύπλοκη κατάσταση, που αφορά την ξεκούραση, την αποκατάστασή σου, απλά πράγματα, όπως το πού θα κοιμηθείς (5-6 μέρες διανυκτερεύσαμε σε υπνόσακους), τι θα φας, πώς θα προστατευτείς κάθε φορά για να συνεχίσεις… Η φύση, ωστόσο, είναι μοναδική. Όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα σου σε πλημμυρίζει δέος. Πάντα ονειρευόμουν να δω το Έβερεστ…
Διαβάστε ακόμα: «Πώς ανέβηκα στις 7 ψηλότερες κορυφές του κόσμου»
Στη διάρκεια του αγώνα συνάντησα πολλές δυσκολίες, υπήρξε όμως μια στιγμή που πραγματικά έφτασα στα όριά μου. Ήταν, αν θυμάμαι καλά, η όγδοη μέρα, περνούσαμε ένα πολύ δύσκολο ετάπ (από τα 13 συνολικά της διαδρομής), κατεβήκαμε από τα 5.600 μέτρα και ανεβήκαμε πάλι εκεί. Εκτός από την αναπόφευκτη κόπωση, εκείνη την ημέρα είχα να παλέψω και με μια ίωση που με ταλαιπωρούσε: ήμουν σε προχωρημένο στάδιο βρογχίτιδας, στα πρόθυρα πνευμονίας. Προσπαθούσα να κυνηγήσω όσο γινόταν το πρώτο γκρουπ, να κρατήσω επαφή, στο ρυθμό, μαζί τους. Ανεβαίνοντας όμως στα 5.200 μέτρα ένιωσα να «μαυρίζουν» όλα.
Άκουγα την καρδιά μου να χτυπάει μέσα στο κεφάλι μου, γονάτισα. Προσπάθησα να σηκωθώ, ένιωθα όμως πως δεν γινόταν να ακολουθήσω το ρυθμό των άλλων αθλητών. Παρ’ όλα αυτά έσφιξα τα δόντια και έφτασα στο τέλος του ετάπ, στα 5.600 μέτρα. Ο γιατρός, που μας ακολουθούσε, μου είπε πως πρέπει να εγκαταλείψω. Εγώ όμως δεν τον άκουσα. Ήθελα όσο τίποτα να συνεχίσω. Ως τον τερματισμό.
Υπάρχουν κάποια όρια που δεν μπορείς να ξεπεράσεις μόνο με το μυαλό, όσο κι αν το θες, όσο αποφασισμένος κι αν είσαι μέσα σου. Είμαι πάνω από 30 χρόνια αθλητής, τόσος καιρός προπόνησης έχει σφυρηλατήσει έτσι τον χαρακτήρα μου ώστε να διαχειρίζομαι δύσκολες καταστάσεις, πολλές φορές σχεδόν ασυνείδητα. Είναι κάτι σαν αλγόριθμοι που με κατευθύνουν στο τι πρέπει να κάνω κάθε φορά και πόσο μπορώ να πιέσω τον εαυτό μου.
Υπάρχει μια στιγμή στον αγώνα που έχει χαραχτεί πολύ έντονα στο μυαλό μου, που δεν θα την ξεχάσω με τίποτα. Είναι και λίγο για γέλια… Τραβερσάραμε μια γλυκιά ανηφόρα –ακόμα ήμασταν χαμηλά, στα 3.500 μέτρα. Τρέχοντας, αρκετά γρήγορα, μπήκα σε μια χαράδρα και εντελώς ξαφνικά αρχίζω να ακούω ταμπούρλα. Ντουπ- ντουπ ντουπ-ντουπ… «Τι στην ευχή, έχουν βάλει κάποιους να κρατάνε το ρυθμό για τους δρομείς;», αναρωτήθηκα. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβω πως δεν ήταν ταμπούρλα, αλλά… οι χτύποι της καρδιάς μου. Τόσο δυνατοί ήταν. Δεν μπορούσα να το πιστέψω!
Στο Νεπάλ μου έλειψε πολύ η οικογένειά μου. Ένιωθα πως μπορούσα ανταπεξέλθω στα πάντα, αυτό όμως δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Για να πω την αλήθεια, δεν ήθελα κιόλας… Τη μέρα που τερμάτισα η κόρη μου έτυχε να έχει τα γενέθλιά της. Νομίζω πως της έκανα ένα πολύ όμορφο δώρο. Ένα δώρο για το μέλλον, θα έλεγα σωστότερα.
Διαβάστε ακόμα: «Πώς έφτασα με μηχανή ως το Βόρειο Ακρωτήρι»
Ως ο πρώτος Έλληνας που συμμετείχε στο «Solokhumbu Trail» αισθάνθηκα εξαρχής ένα είδος ευθύνης για τους επόμενους που θα ακολουθούσαν. Με τον Φάνη Αρκουμάνη και την Ναταλία Παπουνίδου μιλήσαμε αναλυτικά πριν πάνε κι αυτοί στο Νεπάλ για τον αγώνα, το 2011 και το 2012 αντίστοιχα. Έχοντας ζήσει την εμπειρία, μπορούσα να τους συμβουλέψω ώστε να πάνε καλύτερα προετοιμασμένοι σε τεχνικά ζητήματα.
Το τοπίο στο Νεπάλ είναι μαγευτικό. Ουσιαστικά χωρίζεται σε τρεις περιοχές. Κατ’ αρχάς την πεδινή περιοχή, κοντά στην πρωτεύουσα, την Κατμαντού, όπου κατοικεί ο κύριος πληθυσμός των Νεπαλέζων. Έπειτα είναι οι χαμηλές πλαγιές των βουνών, στα 2.000-2.500 μέτρα, πολλά χωριά με μια θέα μοναδική, ένα «μπαλκόνι» πάνω από το κενό, όπου ζουν άνθρωποι και καλλιεργούν ό, τι μπορούν. Τέλος, είναι η ζώνη από τα 4.000 μέτρα και πάνω, η καρδιά των Ιμαλαΐων. Όλες τους περιοχές με διαφορετικά πρόσωπα. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το πώς τόσοι άνθρωποι παράτησαν τα υπέροχα χωριά τους, στα 2.500 μέτρα, για να κατέβουν να ζήσουν στην «κόλαση» της Κατμαντού και των μεγάλων πόλεων.
Συνάντησα πολλούς ανθρώπους στο Νεπάλ. Ανθρώπους φτωχούς, που ζουν με τα βασικά, με τα ελάχιστα, κι όμως δείχνουν ευτυχισμένοι. Όλη την ώρα είναι χαμογελαστοί και καλοδιάθετοι, παρότι έχουν όσα αρκούν για την επιβίωσή τους και μόνο. Στα 5.000 μέτρα, που δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις, καταλαβαίνεις πόσο σημαντικός είναι ο αέρας. Σε αυτό έχω καταλήξει στη ζωή μου, πως τα απλά πράγματα, αυτά που αποκτάμε εύκολα και τα έχουμε ανάγκη, είναι αυτά που έχουν πραγματική αξία. Τα υπόλοιπα δεν τα έχουμε στ’ αλήθεια ανάγκη, δεν χρειάζεται να μας απασχολούν τόσο πολύ, να πασχίζουμε γι’ αυτά. Σε μέρη σαν το Νεπάλ καταλαβαίνεις πού πραγματικά βρίσκεται η ευτυχία και πόσο μακριά βρισκόμαστε εμείς, οι δυτικοί, από αυτήν.
Βρίσκομαι συνεχώς σε κίνηση ακόμα και όταν δεν αθλούμαι. Θα ασχοληθώ με το σπίτι, θα πάω να καθαρίσω μονοπάτια… Γενικά μου αρέσει να καταναλώνω ενέργεια, έτσι νιώθω ευτυχισμένος. Δεν μπορώ το άραγμα σε μια καφετέρια, σε μια ταβέρνα. Όταν γεράσω, βλέπουμε.
Υ.Γ.: Ο Νίκος Καλοφύρης συνεργάζεται από τον Σεπτέμβριο του 2013 με την κορυφαία εταιρεία ένδυσης και εξοπλισμού στην ύπαιθρο, The North Face®, που βρίσκεται κοντά του και τον στηρίζει σε κάθε του προσπάθεια.
Φωτογραφίες: Μπάμπης Γκιριτζιώτης/Go Experience