-Τι βιάζεσαι και φεύγεις ξημερώματα; Η πόλη εκεί θα είναι και δύο και τρεις ώρες αργότερα. Ψιθύρισε η Αναστασία και άπλωσε το χέρι της στο λαιμό μου.
-Ναι, αλλά δεν θα είμαι εγώ. Δεν θα συνομιλήσουν με εμένα, αλλά με κάποιον άλλον. Θα συνομιλήσουν μ’ ένα μελαγχολικό βαριεστημένο τύπο, που θα γίνω τρεις ώρες αργότερα κι όχι με κάποιον έτοιμο να καταπιεί τα σκοτάδια και να σνιφάρει την πρωινή δροσιά και το χνούδι των λυμένων στιγμών. Σκέφτηκα περισσότερο παρά μίλησα.
Οι δρόμοι, οι γωνιές, οι διασταυρώσεις τα κτήρια και κυρίως οι άνθρωποι σε τρεις ώρες θα είναι κάτι άλλο από αυτό που ανασαίνει αυτή τη στιγμή ανάμεσα στα σκοτάδια, με το φως των λαμπιονιών και τις λάμψεις της αμφιβολίας. Το φως της ημέρας καταστρέφει τη μαγεία των αντικειμένων, των κτηρίων, καταστρέφει την πάχνη της δυσπιστίας και αναδεικνύει όλη τη φτήνια, τη σκονισμένη βεβαιότητα και την αιώνια ήττα των θλιμμένων πόλεων.
-Κοιμήσου, αυτή είναι η ώρα του πιο γλυκού ύπνου.
-Κι εσύ γιατί δεν μένεις; χώθηκε η Αναστασία στον ώμο μου.
-Ο μυαλωμένος κόσμος κοιμάται αυτήν την ώρα.
-Κι εσύ δεν είσαι μυαλωμένος;
– Μπα στα ταξίδια είμαι αλλοπαρμένος, όχι ότι είμαι καλύτερος και τις άλλες φορές αλλά στα ταξίδια ξεφεύγω, αλλιώς δεν θα γύριζα σαν φάντασμα ανάμεσα στο σκοτάδι και τη λαχτάρα, ανάμεσα στο χάραμα και τη φυγή. Άκουσα βαριά την ανάσα της Αναστασίας αλλά είχα ανάγκη να ολοκληρώσω τη σκέψη ακόμα και φορώντας τις κάλτσες της ανυπομονησίας μου.
Έτσι κάπως έληξε ο Γκονταρικός κι αλλοπαρμένος διάλογος. Η ασυνεννοησία είναι κόρη της επιθυμίας και αδελφή της παρεξήγησης.
Πρόσεχε τώρα πως συμβαίνει το κακό. Περνάει δίπλα σου μια ευκαιρία κι εσύ κείνη την ώρα ανοίγεις το συρτάρι να κρύψεις μια επιθυμία. Φεγγίζει πάνω σου ένα χαμόγελο κι εσύ τότε βρίσκεις να περιμαζέψεις το χαρτομάντιλο μιας απουσίας. Ξαπλώνει στο γόνατό σου μια ευχή κι εσύ τότε θυμάσαι να κλωτσήσεις το τόπι μιας σιωπής. Επιστρέφει στην αιχμή μιας ηλιαχτίδας η ελπίδα κι εσύ ρίχνεις τα στόρια της άρνησης. Έτσι απελπίζονται τα όνειρα, οι ελπίδες και τα θαύματα και γίνονται εφιάλτες, φθόνος και απελπισία. Γι αυτό ξεκούνα, είπα κι έκλεισα όσο πιο απαλά μπορούσα πίσω μου την πόρτα.
Η συνοικία του Μπερσί (Bercy), στο ανατολικό τμήμα της πόλης που αποτελούσε παλαιότερα – με τις άθλιες αποθήκες και τα φτωχόσπιτα – τόπο εμπορίου κρασιών, σήμερα έχει μεταβληθεί σε μια υπερμοντέρνα περιοχή. Η αυτόματη γραμμή 14 του μετρό τη συνδέει με το κέντρο της πόλης.
«Όταν πίνω, σκέφτομαι. Και όταν σκέφτομαι, πίνω», έγραφε, μάλλον όχι και τόσο νηφάλιος ο Ρακίνας. Παλιά καταστήματα κρασιών και κελάρια κατά μήκος της Κουρ Σεντ – Εμιλιόν έχουν μετατραπεί σε μπαρ, εστιατόρια και καταστήματα, ενώ σε μια παλιά οιναποθήκη στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Τεχνών Εμποροπανηγύρεων. ‘’Το κρασί είναι το πνευματικό μέρος ενός γεύματος. Τα κρέατα και τα λαχανικά δεν είναι παρά το υλικό μέρος’’. Μασουλούσε, καταπίνοντας ο Αλέξανδρος Δουμάς.
Πήρα τη Rue de Bercy, από κοντά μου οι μουσικές του Μωρίς Ζαρ, ο Λώρενς της Αραβίας, ο Δόκτωρ Ζιβάγκο, το Πέρασμα στην Ινδία, στο ρεπερτόριο ακολουθούσαν κινηματογραφικές μουσικές του γιου του μεγάλου μαέστρου, αλλά έφτασα στο Κέντρο Φρανκ Τζέρι, Cinémathèque Française η Γαλλική Κινηματοθήκη που στεγάζει το Σπίτι του Κινηματογράφου και την Κινηματογραφική Λέσχη της Γαλλίας, ένα εξαιρετικό μουσείο Κινηματογράφου, όπου συχνά γίνονται αφιερώματα σε σημαντικούς σκηνοθέτες.
Εδώ λίγο μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο τυλιγμένος στο όνειρο μιας νέας πολλά υποσχόμενης εποχής ο Ζαν Λικ Γκοντάρ περνούσε τον καιρό του, σκόρπιζε τις ανησυχίες του, τρόχιζε τις αιχμές και ψαχούλευε τα όρια του. Η Cinémathèque και το Ciné-club du Quartier Latin ήταν τα σημεία που ο Κλοντ Σαμπρολ, ο Ζακ Ριβέτ, ο Ερίκ Ρομέρ, ο Φρανσουά Τριφό και ο Γκοντάρ σκορπούσαν τον Ακαδημαϊκό κινηματογράφο και τον ξαναέστησαν εξ αρχής.
Κάποιες φορές με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω, κάποιες άλλες χωρίς άκρα και κεφαλή και κάποιες άλλες τον έκαναν θρύψαλα τον Ακαδημαϊκό και κυρίως τον αμερικάνικο κινηματογράφο και με τα κομμάτια του έστηναν ένα υπέροχο παζλ μιας άλλης αισθητικής, μιας άλλης ομορφιάς και σίγουρα ασύλληπτης ευρηματικότητας «Ήμασταν σαν χριστιανοί στις κατακόμβες» είπε ο ίδιος για τον εαυτό του και τους συντρόφους του εκείνη την εποχή, με τους οποίους ίδρυσε τη θρυλική σήμερα «Gazette du Cinéma», όπου ξεκίνησε την καριέρα του ως κριτικός. Πέντε τεύχη έβγαλαν και το 1951 την κοπάνησαν για τα «Cahiers du Cinéma» του Αντρέ Μπαζέν, μέσα από τις σελίδες του οποίου αναδύθηκε η νουβέλ βαγκ.
Μετά από πολυάριθμα περιστατικά -συμπεριλαμβανομένων των πολλαπλών μετατοπίσεων από μια μικρή αίθουσα προβολής σε μια άλλη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και μια πυρκαγιά στις τελευταίες εγκαταστάσεις της – η Cinémathèque Française μετακόμισε στο 51, rue de Bercy στο 12ο διαμέρισμα του Παρισιού και ξανάνοιξε τις πόρτες της σε ένα μεταμοντέρνο κτήριο από τον Frank Gehry, έναν Αμερικανό αρχιτέκτονα. Ένα εστιατόριο στο κάτω επίπεδο είναι ανοικτό στο κοινό.
Το Bibliothèque du Film, το οποίο δημιουργήθηκε το 1992 για να δείξει την ιστορία του κινηματογράφου, την παραγωγή του, τον αντίκτυπό του και την καλλιτεχνική του δύναμη, συγχωνεύθηκε πρόσφατα με το Cinémathèque Française. Η Cinémathèque Française εκμεταλλεύεται το μουσείο de la Cinémathèque, παλαιότερα γνωστό ως Musée du Cinéma – Henri Langlois, στο νέο κτίριο.
Ο Ζακ Λικ Γκοντάρ γεννήθηκε στο Παρίσι από γονείς αριστοκρατικής οικογένειας. Τα χρόνια του πολέμου τα πέρασε στην ουδέτερη πατρίδα των γονιών του. Στο Παρίσι γύρισε το 1946 όπου τελείωσε το λύκειο. Τις σπουδές Ανθρωπολογίας στη Σορβόννη που ξεκίνησε μετά το λύκειο δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ. Ο νεαρός Ζακ Λικ βυθιζόταν στις κατακόμβες της Rive Gauche μαζί με άλλους πιστούς στη θρησκεία της 7ης τέχνης και έσκαβαν και γκρέμιζαν, έχτιζαν και σχεδίαζαν ένα καινούργιο σινεμά με άλλη θεματολογία, διαφορετική δομή και κυρίως σχεδίαζαν ένα σινεμά μακριά από την πεζογραφία, το θέατρο και τις αφηγήσεις, σχεδίαζαν μια τέχνη με δικούς της κώδικες, γραμματική, συντακτικό, δηλαδή μια ολοκαίνουργια γλώσσα.
Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, ανήκει σε μία συνομοταξία καλλιτεχνών μιας άλλης εποχής που προέκυψε μετά τον πόλεμο, μιας γενιάς που ανήγαγε την αγάπη και το πάθος για τον κινηματογράφο σε αγώνα ενάντια στο σύστημα αξιών της καπιταλιστικής κοινωνίας της υπερκατανάλωσης. Ο άνθρωπος που φέρει τον τίτλο του «πάπα της νουβέλ βαγκ», δεν έχει πάψει τα τελευταία εξήντα χρόνια –από το 1954 μέχρι και σε προχωρημένη ηλικία– να στοχάζεται για την κατάσταση της ανθρωπότητας και να παράγει εικόνες μεγάλης αξίας.
Απόδειξη η τελευταία του συμμετοχή στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών –ανέκαθεν τόπο δράσης του, που όμως δεν παύει να το κατακεραυνώνει παντοιοτρόπως– την τελευταία του ταινία, το Adieu au langage, η οποία είναι και η μοναδική περίπτωση ταινίας του που βράβευσαν μόλις πριν από λίγες ημέρες με τον ίδιο απόντα. Από νωρίς ο σκηνοθέτης ξεκαθαρίζει ότι «Μια ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, όχι απαραίτητα μ’ αυτήν τη σειρά».
Από το 1955 ο Γκοντάρ αρχίζει να κινηματογραφεί είτε ντοκιμαντέρ «Επιχείρηση Τσιμέντο», είτε δυο χρόνια αργότερα το «Όλα τα αγόρια λέγονται Πατρίκ», είτε τη «Σαρλότ και το αγόρι» εδώ έχουμε μια ωραία συνάντηση με τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό, ακολουθεί το «Μια ιστορία νερού» πριν φτάσουμε στα 1960 και για μια στιγμή ο παγκόσμιος κινηματογράφος κρατήσει την ανάσα του, είχε φτάσει η εποχή του «Με κομμένη την ανάσα (À bout de souffle)» έχουμε μια ερωτική ιστορία με αναφορές έρωτα και αποστροφής απέναντι στο φιλμ νουάρ. Ο Μπελμοντό μιμείται τον Μπόγκαρτ πουλάει εφημερίδες και είναι θανάσιμα ερωτευμένος με την Αμερικανίδα Τζιν Σίμπεργκ την οποία προσπαθεί να κερδίσει.
Η ανατρεπτική αφήγηση, τα πλάνα με κάμερα στο χέρι, διάλογοι διαλεγμένοι την τελευταία στιγμή από τον σκηνοθέτη και τον Τριφό λίγο πριν το σκηνοθετικό «πάμε», πλάνα τραβηγμένα από τον διευθυντή φωτογραφίας Ραούλ Κουτάρ, που έγινε ο πιο πιστός του συνεργάτης για πάρα πολλά χρόνια και ο κινηματογράφος βλέπει τον κόσμο με άλλους φακούς, άλλες προοπτικές και άλλες προτεραιότητες. Ο κινηματογράφος πια δεν αφηγείται μόνο ιστορίες, αφηγείται ιδέες, εμμονές, γνώμες και προτάσεις.
Ανάμεσα στα διαλείμματα της δράσης μηρυκάζει τον εαυτό του, αναζητώντας τρόπους να απομακρυνθεί από τη λογοτεχνία, το μυθιστόρημα και τις επιρροές των άλλων τεχνών. Αναμασά τον εαυτό του ο κινηματογράφος του Γκοντάρ για να διαμορφώσει τη δική του γραμματική, το δικό του συντακτικό, εν τέλει να μορφοποιήσει τη δική του γλώσσα.
Έχω δει κινηματογράφο, το απόγευμα, το βράδυ, μεταμεσονύχτιες προβολές ένα κάρο, ακόμα και πρωινά έβλεπα Σινεάκ πιτσιρικάς αλλά χαράματα έξω από το μουσείο κινηματογράφου της Γαλλίας στο Μπερσί το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να χαζέψω το φουτουριστικό κτήριο, που έμοιαζε με φιλμ χυμένο στην παλάμη μιας ασπρόμαυρης ταινίας, νομίζω στον «κανόνα του παιχνιδιού» του Ζαν Ρενουάρ. Είναι κι αυτός ο χρόνος, η στιγμή που τρυπώνει από παντού και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε, να ξεχαστούμε, να ξελογιαστούμε από το τίποτα, το πουθενά και το καθόλου, είναι αυτή η αιχμή του χρόνου που μας τσιγκλάει σαν βουκέντρα να προχωρήσουμε. Δεν τον νοιάζει τον χρόνο προς τα πού, αρκεί να προχωρήσουμε ακόμα και στο χαμό.
Ο Γκοντάρ αμφισβητεί όλο το κινηματογραφικό κατεστημένο κυρίως αυτών που έφερναν τα κύματα του Ατλαντικού από την άλλη του πλευρά, αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα και καταφεύγει σε συνεχείς αλλαγές θέσεων κάποιες φορές και απόψεων για να μη γίνει κι αυτός κατεστημένο ή για να μην τον στοχοποιήσουν ως κατεστημένο.
«Αντί να γράφω ένα κριτικό δοκίμιο, γυρίζω μια ταινία και δίνω στον ίδιο τον κινηματογράφο μια κριτική διάσταση. Θεωρώ τον εαυτό μου δοκιμιογράφο» σημειώνει ο Ζαν Λικ Γκοντάρ.
Τρία χρόνια καθυστέρησε να πάρει άδεια προβολής «ο μικρός στρατιώτης (Le petit soldat)», γιατί αφορούσε τον πόλεμο στην Αλγερία, μια ταινία που με καυστικό τρόπο σχολιάζει τη στάση της Γαλλίας στον εν λόγω πόλεμο. Στην ταινία πρωταγωνιστεί η Άννα Καρίνα, μοντέλο από τη Δανία και γυναίκα του σκηνοθέτη. Η όμορφη Άννα Καρίνα θα αποτελέσει το μέλος ενός ερωτικού τριγώνου οι άλλοι δύο είναι ο Ζαν-Κλοντ Μπριαλί και ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό στην ταινία «Η κυρία θέλει έρωτα (Une femme est une femme)» του 1961 οι ήρωες απευθύνονται στους θεατές και το πνεύμα του Μπρεχτ γυρίζει τα γρανάζια της κινηματογραφικής μηχανής.
Οι θεατές δεν θα υποδεχτούν θερμά την επόμενη ταινία του Ζ.Λ. Γκοντάρ το 1963 το αντιπολεμικό μανιφέστο του σκηνοθέτη με τον τίτλο Οι Καραμπινιέροι (Les Carabiniers. «Το σινεμά είναι η πιο όμορφη απάτη του κόσμου» λέει ο Γκοντάρ και συναρμολογεί κάμερες και συνεργεία, ιδέες και φωτεινούς πρωταγωνιστές για την εμβληματικής «Περιφρόνησης (Le Mépris)» την ίδια χρονιά με τους Καραμπινιέρους. Η Περιφρόνηση στηρίχτηκε σε μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια με πρωταγωνίστρια την Μπριζίτ Μπαρντό και η οποία εμφανίζεται στην ταινία όπως «την έπλασε ο θεός», μαζί με του Μισέλ Πικολί και τον Τζακ Πάλανς να ανταλλάσσουν απόψεις ιδέες με τον Φριτς Λαγκ στο Κάπρι, για τον κινηματογράφο, για την τέχνη. «Οι Αμερικανοί δεν έχουν παρελθόν, έτσι αγοράζουν το παρελθόν των άλλων», έλεγε ο σκηνοθέτης, πάντως Αμερικανοί χρηματοδότησαν την ταινία του.
Για να τ’ αποφύγω όλα αυτά τα αντιφατικά χώθηκα στο Πάρκο. Η φύση έχει τον μαγικό τρόπο να καθαρίζει και το πνεύμα και τα πνευμόνια. Στα όρια της περιοχής βρίσκεται το σχεδιασμένο με ευφάνταστο τρόπο πάρκο του Μπερσί, έκτασης 70 εκταρίων, που αποτελεί όαση πρασίνου, με λίμνες, γλυπτά που θυμίζουν Υποσαχάρια Αφρική, αλέες, καταπράσινα ανοίγματα, λοφίσκους, δενδρόφυτες εκτάσεις κι ό,τι έχει ανάγκη η όραση και η ψυχή για να ανασάνει από το μπετόν, την άσφαλτο και την κατήφεια.
Στην περιοχή βρίσκεται και το Παλαί Ομνισπόρτ ντε Παρί – Μπερσί. Η πελώρια αυτή πυραμοειδής κατασκευή αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιοχής. Η ζωή μπορεί να φτιάχτηκε για να διαιωνίσουμε το είδος μας, μπορεί για να πλουτίζουμε, μπορεί για να μορφωνόμαστε και για να ταξιδεύουμε αλλά σίγουρα για να ρουφήξουμε και να την ευχαριστηθούμε, μονολογούσα ενώ έβγαινα από το Παλαί στη Rue de Bercy η οποία κυλιόταν κάτω από το Υπουργείο Οικονομικών.
Το 1965 το Αλφαβίλ μπαίνει στις ράγες μιας παράξενης περιπέτειας με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Πολ Ελιάρ, η δράση της τοποθετείται στο Οργουελικό 1984 σε ένα κόσμο φανταστικό, σε έναν απομακρυσμένο Γαλαξία, που όμως χωρίς καμιά επέμβαση, είναι το Παρίσι του 1965 κι όλα αυτά κάτω από την καθοδήγηση του Γκοντάρ και τις προσομοιώσεις του κοινού του, που πια είχε εξοικειωθεί με τον περίεργο, ανατρεπτικό, φανταστικό κόσμο του δημιουργού.
Ο Ζακ Λυκ Γκοντάρ με τον «Τρελό Πιερό (Pierrot le fou)» αφήνει κατά μέρος τις διευκρινίσεις και τις εξηγήσεις και βυθίζεται στον κόσμο της ποίησης και της αφαίρεσης με συνταξιδιώτες τον Πολ Μπελμοντό και την Άννα Καρίνα. Η ταινία τυλιγμένη σε ένα καταιγισμό δράσης και ανολοκλήρωτων ενεργειών, χωρίς σαφείς προθέσεις και στόχους εκβάλει στις άνυδρες εκτάσεις της αφαίρεσης και της αποστασιοποίησης.
Ο Γκοντάρ βασίζει το όλο εγχείρημα στο Obsession του Λάιονελ Χουάιτ και τινάζει τα πάντα με ένα τέλος εκρηκτικό. Ο σκηνοθέτης δήλωσε για την ταινία «Πριν δυο τρία χρόνια είχα την εντύπωση ότι τα πάντα είχαν γίνει, ότι τίποτα δεν έμενε να γίνει σήμερα. Με δυο λόγια ήμουν αποκαρδιωμένος. Μετά τον Πιερό, δεν έχω καθόλου το ίδιο συναίσθημα. Ναι πρέπει να γυρίσουμε τα πάντα, να μιλήσουμε για τα πάντα. Μένει να γίνει το καθετί απ’ την αρχή». Η νουβέλ βαγκ απέκτησε την ταινία που έγινε το σύμβολό της και οι θεατές ανακάλυψαν έναν κινηματογράφο που δεν αφηγείται ιστορίες αλλά εξιστορεί ανθρώπινες προσδοκίες με φόντο τη φαντασία και την ουτοπία.
Το «Αρσενικό Θηλυκό (Masculin Féminin)», «είναι μια έρευνα, όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης «για τη νεολαία και το σεξ στη Γαλλία, τον Δεκέμβριο του 1965». Ασχολείται με μια γενιά που δεν την αγγίζουν τα μεγάλα γεγονότα που αναπτύσσονται γύρω της, παρά μόνο η συνεχής κατανάλωση βιομηχανικών προϊόντων. Οι επαναστάσεις ατομικές και συλλογικές είναι αδιέξοδες και ο Γκοντάρ βιώνει την αγωνία του κενού και της ήττας.
Το «Συνέβη στην Αμερική (Made in USA)» συμβαίνει το 1966. Ο Γκοντάρ αγαπά να πολεμά την μεγάλη του λατρεία τον αμερικάνικο κινηματογράφο. Στο «Συνέβη στην Αμερική» μια νέα γυναίκα ως άλλος διώκτης του κακού, προσπαθεί να βρει στο Ατλάντικ Σίτι τον εραστή της. Ο Ρίτσαρντ Ράουντ σημειώνει «ο Γκοντάρ έχει διαλέξει να κάνει δυο πράγματα σε μια ταινία, να ωθήσει μπροστά την αντιδιηγηματική τεχνική του και το κομμάτιασμα της πλοκής, για να φτάσει το παράλογο και την ίδια στιγμή να επιδείξει το παράλογο του κόσμου που ζούμε». Ο Γκοντάρ ερωτοτροπεί με τον αμερικάνικο κινηματογράφο και ταυτόχρονα κατασκευάζει ταινίες έξω από κάθε πλαίσιο που θέτει αυτού του είδους ο κινηματογράφος.
Την ίδια χρονιά δημιουργείται το «Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν (Deux ou trois choses que je sais d’ elle)» ο ίδιος ο Γκοντάρ σε δήλωσή του ισχυρίζεται πως το «Αυτήν» του τίτλου αναφέρεται στο Παρίσι, μια πόρνη που τόσο λίγα πράγματα ξέρουμε γι αυτήν. Η αφήγηση έχει πια αντικατασταθεί από ένα αλλοπρόσαλλο κινηματογραφικό κολάζ που περιέχει από ποίηση και κοινωνιολογία μέχρι διαφήμιση και αταξινόμητη κριτική για τον καταναλωτικό τρόπο ζωής. Εν κατακλείδι έχουμε ένα Γκονταρικό δοκίμιο για την πορνεία, την αναδόμηση του Παρισιού στα ’60s και τον δυτικό τρόπο ζωής. Η ταινία μιλά γι όλα αυτά χωρίς τα οποία καμιά οικονομία δεν μπορεί να ζήσει, όπως μας λέει η ιστορία και καμιά κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Βγήκα από την Accor Arena και έπεσα, καλομελέτα κι έρχεται, πάνω στο Υπουργείο Οικονομικών το οποίο στεκόταν σαν πλατυκέφαλος γίγαντας μ’ ανοιχτά πόδια και τ’ αυτοκίνητα περνούσαν από κάτω του. Όλα τα υπουργεία οικονομικών ξέρουμε πού μας έχουν γραμμένους, απλώς το υπουργείο οικονομικών της Γαλλίας μας το δείχνει κιόλας περίτρανα.
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η δημοκρατία που ανέτρεψε το φεουδαρχικό σύστημα και νίκησε βασιλιάδες θα υποχωρήσει μπροστά σε εμπόρους και καπιταλιστές» έγραφε ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ Γάλλος πολιτικός και φιλόσοφος. Κι όμως Αλεξίς όχι μόνο υποχώρησε, πολλές φορές γονάτισε κιόλας.
Υπάρχει ένα σύνολο από εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα που κυριαρχούν στην περιοχή του Μπερσί. Το πιο επιβλητικό όμως, είναι το κτήριο του Τσεμετόφ, που στεγάζει το Υπουργείο Οικονομικών και το οποίο μεταφέρθηκε εδώ από το Λούβρο. Ανταγωνισμός και κέρδη: το ένα είναι πόλεμος το άλλο είναι τα λάφυρα, έλεγε ο Γάλλος αναρχικός Pierre-Joseph Proudhon κι εδώ μέσα φροντίζουν το ένα, φροντίζουν και το άλλο και καταφέρνουν να βγάζουν τους ανθρώπους στους δρόμους και να τους ντύνουν με τα κακόγουστα κίτρινα γιλέκα και με απελπισμένες ιαχές, συντονισμένες και ενορχηστρωμένες από τα άκρα του πολιτικού συστήματος.
Αφού χάζεψα λίγο τα φαραωνικά, κρατικά κτήρια, εντυπωσιακά μεν αλλά άγρια, απρόσωπα και τερατώδη, κατευθύνθηκα προς τη γέφυρα του Μπερσί. Αυτό το σύνολο κατασκευών της περιοχής, μου θύμισαν λίγο τα κτήρια του «σοσιαλιστικού παραλογισμού» των ανατολικών χωρών, από κείνα που βουλιάξαμε μέσα μας παλιότερα για να ανασάνουμε τον αέρα των καινούργιων ιδεών. Προχωρούσα, προχωρούσα και στα δεξιά μου με ακολουθούσε το υπουργείο οικονομικών, μέχρι που αυτό το τέρας, έφτασε και βούτηξε κιόλας στα νερά του Σηκουάνα. Κάτι θέλει να μας πει, κάτι υπονοεί το αρχιτεκτόνημα για τη ζωή των πολιτών και την οικονομική τους κατάσταση, αλλά συγκρατιέται στις όχθες του ποταμού και στης ανάγκης μας το πεζούλι.
Το μπετόν μπαίνει μέσα στο νερό και οι αισθητικές αναζητήσεις πάνω στη φόρμα, ξεμένουν στα ρηχά γιατί ο λόγος γίνεται κυρίαρχος στο έργο του Γκοντάρ αυτή την εποχή, με «την Κινέζα (La Chinoise)» ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται σε αισθητικό αναρχισμό, που θα βρει την ολοκλήρωσή του τα επόμενα χρόνια με την ομάδα «Τζίγκα Βερτόφ».
Η μικρή μαοϊκή ομάδα της ταινίας «παίζει» την πολιτική και την επανάσταση σαν θεατρική παράσταση, διατελώντας σε πλήρη σύγχυση. «Το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο για να υπερασπισθείς μια ιδέα, δεν είναι η υπεράσπιση μιας ιδέας, είναι ο φόνος ενός ανθρώπου», αυτό λέει ο Γκοντάρ την ώρα που στην Κίνα του Μάο σκοτώνονται οι άνθρωποι σαν τις μύγες και η επανάσταση τραβά την ανηφόρα του πλήρους ολοκληρωτισμού και της βαρβαρότητας. Στο ομαδικό Μακριά από το Βιετνάμ (Loin du Vietnam), μαζί με τους Γιόρις Ίβενς, Γουίλιαμ Κλάιν, Κλοντ Λελούς, Ανιές Βαρντά, Κρις Μαρκέρ και Αλέν Ρενέ αποτυπώνουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την οργή τους για τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Στο «Weekend» ο μέσος άνθρωπος σκοτώνεται στη δουλειά ολόκληρη την εβδομάδα, ξεπουλά τα πάντα ακόμα και την ψυχή του για να αποκτήσει το δικαίωμα του Σαββατοκύριακου μακριά από την πόλη. Η καταγγελία του αστικού υλισμού, απλώνεται στους δρόμους για την πολυπόθητη έξοδο από την πόλη. Ο άνθρωπος έγινε θηρίο όχι στην προσπάθεια του να απελευθερωθεί και να χειραφετηθεί αλλά για να υποδουλωθεί πλήρως στα κελεύσματα των καιρών και της κατανάλωσης που ξεπερνά κάθε ώρα και φτάνει στο εξωφρενικό πλάτωμα του κανιβαλισμού.
Ο Γκοντάρ δεν θα μπορούσε να λείπει από τον Μάη του 1968, συμμετείχε και στους αγώνες των φοιτητών και με το δικό του τρόπο στο Φεστιβάλ των Καννών. Αργότερα θα έλεγε: «Ο Μάης του 1968 υπήρξε ένα σκούπισμα για πολλούς ανθρώπους και το να σκουπίσεις τη σκόνη δεν σημαίνει να ξεχάσεις το παρελθόν. Το να σκουπίσεις επιτρέπει να δεις καλύτερα αυτό που υπάρχει μέσα στο δωμάτιο, και το σκούπισμα του εαυτού μου μού επέτρεψε να αρχίσω να τοποθετούμαι ιστορικά και ως Γάλλος και ως κινηματογραφιστής. Δηλαδή ως κινηματογραφιστής που εργάζεται στη Γαλλία». Μαζί με τον Φρανσουά Τριφό και τον Κλοντ Λελούς, αλλά και όποιους τους ακολούθησαν, κατάφεραν, με μια επεισοδιακή εισβολή στο φεστιβάλ που άφησε εποχή, να ακυρώσουν την ολοκλήρωσή του και να μη δοθούν βραβεία.
Ανέβαινα τη γέφυρα και κοίταζα τα πράγματα γύρω μου μ’ όλη την ευφυΐα και την ευαισθησία που μου είχε απομείνει, από τις πρωινές ιδεολογικές και άλλες μανούβρες. Στο βάθος, δεξιά, φαινόταν μέσα στο πρώτο πρωινό φως η γέφυρα Σαρλ Ντε Γκωλ, πιο πίσω η οδογέφυρα και ακόμα πιο πίσω η γέφυρα του Αουστερλιτς. Αριστερά στα ΝΑ χάιδευαν τη ράχη του Σηκουάνα η πεζογέφυρα Σιμόν ντε Μποβουάρ και η Γέφυρα του Τολμπιάκ με λίγη ομίχλη αφημένη εκεί από το βιβλίο του Ταρντι Ζακ «Παρίσι, 1956.
Πυκνή ομίχλη στις συνοικίες, η φωνή του Ζορζ Μπρασένς από τα τζουκμπόξ στα μπιστρό, το σφύριγμα των τρένων, τα φώτα στο λιμάνι, οι φωνές των εργατών στις αποβάθρες, ένα ρεύμα παγωμένου αέρα από το Σηκουάνα, που παρασέρνει πεταμένα χαρτιά και κιτρινισμένα φύλλα. Ο ντετέκτιβ Νέστωρ Μπουρμά, παλιός αναρχικός, τύπος ανεξάρτητος και πνευματώδης, με μια ιδιαίτερη φιλοσοφία για τη ζωή, λαμβάνει στο Γραφείο του ένα σημείωμα»
Όμως αρκετά γράψαμε, εδώ μέσα στο μεσοκαλόκαιρο πασπαλίσαμε με ομίχλη πάνω από την έρμη τη γέφυρα χάριν της ατμόσφαιρας και του μυστηρίου, αλλά όλα έχουν και τα όρια τους. Λίγο φως με τη βοήθεια της πρωινής υγρασίας, άπλωνε πάνω από τη γέφυρα ένα φωτοστέφανο που κάθε ένας το βάφτιζε με ότι είχε διαβάσει τελευταία, ή είχε ακούσει στην εξώπορτα κάποιας βιαστικής εξομολόγησης των αισθήσεων.
Έκανα ένα αργό πανοραμικό, από αυτά που κάθε σοβαρός κινηματογραφιστής επαναλαμβάνει για λόγους σεβασμού στην στοιχειώδη τεχνική του κινηματογράφου, από το Γκαρ ντ’ Οστερλιτς μέχρι το Ιβρί συρ Σεν, χωρίς να το επαναλάβω. Όλη η ντροπή δική μου ή αλλιώς για το αποτέλεσμα «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη» που λένε όλοι οι πολιτικά και όχι μόνο, ανεύθυνοι.
Με τον υπεύθυνο θεωρητικό Ζαν-Πιερ Γκορέν, ο Γκοντάρ δημιουργεί την κολεκτίβα Dziga-Vertov. Γύρισε τη «Χαρούμενη γνώση (Le gai savoir)» ακολούθησε το «Μια ταινία σαν τις άλλες (Un film comme les autres)», στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βρετανία για το ντοκιμαντέρ One plus one (Sympathy for the devil), φιλμάροντας την ηχογράφηση του «Sympathy for the devil» από τους Rolling Stones, συνέχισε κάνοντας άλλες τέσσερις ταινίες με την ομάδα Dziga-Vertov.
Έξι μήνες μετά τη σοβιετική εισβολή γύρισε παράνομα στην Τσεχοσλοβακία το ντοκιμαντέρ «Pravda»1969, τον «Ανατολικό Άνεμο (Vent d’ Εst)»1969, τους Αγώνες στην Ιταλία (Luttes en Italie) στηριγμένο σε κείμενο του Λουί Αλτουσέρ. «Ποτέ δεν μπορεί να γίνει επαναστατική ταινία μέσα στο σύστημα. Πρέπει να περιθωριοποιηθείς, προσπαθώντας να επωφεληθείς από τις αντιφάσεις του συστήματος, ώστε να επιβιώσεις έξω από αυτό» σημείωνε μετά από όλες αυτές τις εμπειρίες.
Η γερμανική τηλεόραση παρήγγειλε, αλλά αρνήθηκε να προβάλει τον «Βλαδίμηρο και τη Ρόζα (Vladimir et Rosa)» 1971 το οποίο φέρει την υπογραφή όλης της ομάδας, χαρακτηρίστηκε ασεβής και προκλητική ταινία κι έτσι έμεινε στο ράφι. Ο Γκοντάρ δημιουργεί σταθμούς στους οποίους ανεβαίνει και κατεβαίνει, μαζεύοντας μένος εναντίον των πάντων γύρω, αλλά είναι άξιο απορίας το ότι αποσιωπά τα εγκλήματα του «προέδρου» Μάο στα βάθη της Ασίας και κάτι ψελλίζει αλλά δεν διαμαρτύρεται έντονα και δυνατά για τα Σταλινικά εγκλήματα με το πάθος και τη ζέση που καταφέρεται εναντίον της Δυτικής κοινωνίας.
Το Γκαρ ντ’ Οστερλιτς – μέχρι το Ιβρί συ Σεν μετά από ένα δεκάχρονο πρόγραμμα θεωρείται πλέον περιοχή αξιόλογης αστικής ανάπλασης. Η περιοχή, που κάποτε είχε περιέλθει σε αχρηστία, σήμερα έχει ζωντανέψει. Εκεί δημιουργήθηκε ένα νέο Πανεπιστήμιο στο οποίο φοιτούν 30.000 σπουδαστές η βιβλιοθήκη ΜΚ2, καθώς και συγκρότημα 14 κινηματογραφικών αιθουσών, καφετέριες και εκθεσιακοί χώροι. Καθώς η περιοχή, ενώνεται με γέφυρα με το Μπερσί, έχει αποκτήσει νέα συγκροτήματα κατοικιών, νέα σχολεία, καθώς και νέες θέσεις εργασίας.
Καθώς το φως ξέπλενε κάθε γωνιά του Μπερσί απέναντι, σκεφτόμουν ότι και το σκοτάδι έχει το δίκιο του, μόνο που το χάνει – πνίγεται μέσα στα χρώματα του πρωινού και γι αυτό θα μένει πάντα έρμο και ορφανό. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που κάθε πρωί θα το αγαπώ, όχι από ταπεινό έλεος, αλλά από παντοτινές τύψεις. Άνοιξα τις σημειώσεις μου. Η Βιβλιοθήκη Ντομινίκ Περό είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά και αμφιλεγόμενα κτήρια των Μεγάλων Έργων, με τα οποία ο πρόεδρος Μιτεράν αναζωογόνησε το ανατολικό τμήμα της πόλης. Τέσσερις μεγάλοι πύργοι στεγάζουν 12.000.000 τόμους βιβλίων. Οι βιβλιοθήκες αναφορών και ερευνών βρίσκονται στο κεντρικό τμήμα. Η βιβλιοθήκη έχει και 50.000 ψηφιακές καταχωρίσεις, αρχεία ήχου και CD-ROM. Συχνά, γίνονται εκθέσεις με πολλές από τις κρυμμένες συλλογές της βιβλιοθήκης.
Στο «Όλα πάνε καλά» του 1972 συμμετέχουν ο Υβ Μοντάν και η Τζέην Φόντα δυο σταρ οι οποίοι μαζί με τον Γκοντάρ, εξασφαλίζουν κεφάλαια για την ταινία και ταυτόχρονα ξανασυνδέουν τον δημιουργό με το ευρύτερο κοινό. Η ταινία πραγματεύεται το ζήτημα της πάλης των τάξεων και το θέμα της στάσης των διανοουμένων απέναντί της.
Το 1975 εγκατέλειψε την ομάδα Dziga-Vertov και στράφηκε στον πειραματισμό με χρήση φιλμ και βίντεο, συνυπογράφοντας δύο ταινίες με την Αν-Μαρί Μιεβίλ: το Numéro Deux, σχόλιο πάνω στις σχέσεις εξουσίας στον κινηματογράφο και στην οικογένεια, και το Πώς πάει; (Comment ça va?), όπου κριτικάρει τα ΜΜΕ και την πολιτική, με την Αν-Μαρί Μιεβίλ να υποδύεται μια αριστερή δημοσιογράφο.
Όταν το 1980 επέστρεψε στη μυθοπλασία με το «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω [Sauve qui peut (la vie)», μια ακριβή για τα δεδομένα του Γκοντάρ παραγωγή, την οποία χαρακτήρισε «η δεύτερη “πρώτη” μου ταινία». Ένα άκρως απαισιόδοξο φιλμ με πρωταγωνιστές την Ιζαμπέλ Ιπέρ, τη Ναταλί Μπέι και τον Ζακ Ντουτρόν. Ο τίτλος σηματοδοτεί τη νέα στροφή του σκηνοθέτη.
Ο Γκοντάρ καλεί τον καθένα μας να σώσει τον εαυτό του, ο ίδιος για να σώσει τον δικό του από τη φθορά επιστρέφει στην ώριμη τέχνη του και η ολοκλήρωση του εγχειρήματος θα φανεί πιο καθαρά στο «Πάθος» και στο «Όνομα Κάρμεν». Το «Σώζων εαυτόν σωθήτω» είναι δουλεμένο με βίντεο και φιλμ σε τέσσερις ενότητες το «φανταστικό», τον «φόβο», το «εμπόριο» και τη «μουσική». Ο Γκοντάρ αποδεικνύει ότι είναι πάλι σε θέση να δημιουργήσει μεγάλες ταινίες.
Πολύς όγκος, πολύ μπετόν και λίγη έμπνευση. Ανέβηκα τα σκαλιά κερκίδες της Βιβλιοθήκης. Μαζί με τον ήλιο είχε έρθει κι ένα αεράκι που σε υποχρέωνε να κουμπώνεις όλα τα κουμπιά του πουκαμίσου και το πρώτο κουμπί της διάθεσής σου. Αριστερά η πεζογέφυρα κυμάτιζε πάνω από το ποτάμι μοιάζοντας με γυναικεία σιλουέτα. H πεζογέφυρα Σιμόν ντε Μποβουάρ συνδέει την εσπλανάδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης με το πάρκο Μπερσί στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα.Είναι η 37η και πιο καινούργια γέφυρα του Παρισιού, η οποία συνδέει δύο μοντέρνες αστικές περιοχές: τις Bercy και Tolbiac, στη δεξιά και στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα αντίστοιχα. Το κυματοειδές σχήμα της έχει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ενώ η ξύλινη επένδυση του δαπέδου δημιουργεί ένα όμορφο ντεκ, ιδανικό για στιγμές ξεκούρασης – κάποιοι ίσως πάρουν κάπου εδώ κι έναν υπνάκο.
Θα σου αφήσω, έπαιζα πρωινά παιχνίδια με τον εαυτό μου, μια αγκαλιά από εντυπώσεις, ξεδιάλεξέ τες κράτα αυτές που θες και τις υπόλοιπες κάντες προσάναμμα για τις παγωμένες μέρες. Εγώ μ’ αυτήν την περιοχή δεν έβγαλα άκρη, χρειάζεται ο χρόνος να βάλει την πατίνα του να την εξανθρωπίσει. Αν και οι όγκοι, αυτοί οι τεράστιοι όγκοι, ποιος χρόνος και ποια πατίνα θα κατεβάσει στο ανθρώπινο μέτρο και κλίμακα;
Ο Γκοντάρ όμως ξαναείχε βρει το μέτρο και την κλίμακα των σημαντικών έργων έτσι στο Πάθος (Passion) του 1982 η Ιζαμπέλ Ιπέρ αναζητά τον έρωτα σε ένα κινηματογραφικό πλατό, ένα ξενοδοχείο κι ένα εργοστάσιο. Ο Γκοντάρ επιτέλους έχει απαλλαγεί από την γάγγραινα του Μαοϊσμού, η οποία είχε προσβάλλει μεγάλο μέρος της Γαλλικής διανόησης και έχει γίνει ο προσεκτικός ερευνητής της κοινωνίας του θεάματος.
Εγκαταλείπει το οργισμένο του ύφος και αναρωτιέται, ποια στάση πρέπει να τηρήσουμε απέναντι στα κοινωνικά γεγονότα, σε τι ωφελεί η ανατροπή της αφήγησης, τι επιτυγχάνουμε με το να καταργούμε τους άξονες και τα ρακόρ, έτσι γιατί κάτι πρέπει να καταργήσουμε ή να ανατρέψουμε; Στηριγμένο πάνω σε όλα αυτά το Πάθος γίνεται το πιο ολοκληρωμένο δοκίμιο του δημιουργού πάνω στην τέχνη του κινηματογράφου.
Με το Όνομα Κάρμεν (Prénom Carmen) κέρδισε το 1983 τη Χρυσή Άρκτο. Πρόκειται για μια γοητευτική ταινία στην οποία μπλέκει τη διάσημη νουβέλα του Μεριμέ με τη μουσική, τον έρωτα και την τρομοκρατία. Η «αιρετική» ανάγνωση της αμώμου συλλήψεως υπό τους ήχους του Μπαχ στο Χαίρε, Μαρία (Je vous salue, Marie) προκάλεσε το 1984 την αντίδραση της Εκκλησίας –να κάνει δηλώσεις μέχρι ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’, έφτασε.
Το Ντετέκτιβ (Détective) του 1985, ένα γκονταρικό φιλμ-νουάρ, το αφιέρωσε στον Τζον Κασσαβέτη και με τη δική του εκδοχή του Βασιλιάρ Λιρ (King Lear) έκανε το 1987 μια ριζοσπαστική ανάγνωση της τραγωδίας του Σαίξπηρ, τοποθετημένη σε έναν κατεστραμμένο κόσμο, μετά το Τσέρνομπιλ. Ανάμεσα στους ερμηνευτές ήταν ο ίδιος ο Γκοντάρ, ο Γούντι Άλεν, ο Νόρμαν Μέιλερ και ο Λεό Καράξ. Την ίδια χρονιά, με το Πρόσεχε το δεξί σου ή Μια θέση στη γη όπως στον ουρανό (Soigne ta droite a.k.a. Une place sur la terre comme au ciel), οι ήρωες αναζητούν τη θέση τους σε αυτό τον κόσμο, στη σκιά ή στο φως, σε μια σπάνια έκρηξη του κωμικού στοιχείου, φόρο τιμής στον Ζακ Τατί.
Κατρακύλησα τα σκαλιά της βιβλιοθήκης γρήγορα – γρήγορα αναζητώντας το σταθμό του μετρό υπ’ αριθμ’ 14. 14η Ιουλίου ημέρα Κυριακή σήμερα, δεν ήταν για πειράματα με λεωφορεία και τέτοια. Το κέντρο του Παρισιού θα ήταν ανάστατο για να γιορτάσει με παρελάσεις κι άλλα ταρατατζούμ την πτώση της Βαστίλης. Οι συνταξιδιώτες, η γυναίκα και ο γιός μου, είχαν ήδη φύγει από το ξενοδοχείο και με το λεωφορείο κινούνταν προς το κέντρο για να βρεθούμε στο Σατλέ. Οι εκδηλώσεις δεν επηρέαζαν σοβαρά την από δω από το Λούβρο πλευρά της πόλης. Το μεγάλο κομφούζιο γινόταν από το Λούβρο μέχρι την αψίδα του Θριάμβου. Ήταν τα πάντα κλειστά κι απολύτως ελεγχόμενα.
Το 1995, 65 ετών πια, ο Γκοντάρ αυτοβιογραφείται κινηματογραφικά με ειρωνεία και χιούμορ ανάμεσα σε αγαπημένα βιβλία, μουσικές και τσιτάτα στο ντοκιμαντέρ ΖΛΓκ/ΖΛΓκ. Αυτοπροσωπογραφία του Δεκέμβρη (JLG/JLG, Autoportrait de Décembre).
Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τον ενέπνευσε να γυρίσει το «Η δική μας μουσική (Notre Μusique)», ένα τρίπτυχο βασισμένο στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, ενώ το μνημειώδες «Socialism (Film Socialisme)» αποτέλεσε το 2010 την πρώτη του απόπειρα να δημιουργήσει, με την ψηφιακή τεχνολογία, μια ταινία χωρισμένη σε τρία μέρη («Αυτά τα πράγματα», «Η δική μας Ευρώπη», «Οι ανθρωπότητές μας»). Στην πρεμιέρα της στο «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών προβλήθηκε με υπότιτλους στην «ινδιάνικη διάλεκτο». Το ίδιο έτος η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του απένειμε ειδικό τιμητικό βραβείο, το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει.
«Ως ερασιτέχνης πάντα μαχόμουν τους επαγγελματίες και ως επαγγελματίας μαχόμουνα τους ερασιτέχνες, κι ακόμα ως Ελβετός μαχόμουν τους Γάλλους» έχει πει. «Au contraire» (Αντιθέτως) ζήτησε να γραφεί στον τάφο του. Γιατί όλη του η ζωή υπήρξε μια αντίθεση σε κάθε σύμβαση: κινηματογραφική, κοινωνική, πολιτική. Ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό αντίθετος στάθηκε ο Γκοντάρ, μπορεί να μην είδε πάντα καθαρά, να μην άκουσε πάντα σωστά, αλλά αναζήτησε παντού την αλήθεια και στα πιο σκοτεινά και αφώτιστα σημεία των ανθρώπινων έργων και των ανθρώπινων σκέψεων.
Βρήκα εύκολα τη στάση του μετρό Bibliothèque François Mitterrand. Καινούργιος σταθμός, υπερσύγχρονος με κάποιες επιρροές Ισλαμο – Μαυριτάνικες, δεν ήμουν και σίγουρος, τα τόξα και οι καμπύλες αυτά μουρμούριζαν, αλλά μπορεί και να μετέφραζα λάθος.
Το ταξίδι είναι τα φτερά που σε βγάζουν από τη φτώχεια, το στένεμα, την απελπισία του χρόνου. Ο χρόνος χωρίς τα ταξίδια έχει δύο διαστάσεις τη διάρκεια και την επανάληψη. Με τα ταξίδια αποκτά κι άλλες, βάθος, ύψος, όγκο και κυρίως προσμονή και όνειρο.
Στο σταθμό παρατηρούσα τα ραγισμένα βήματα των ανθρώπων που άνοιγαν χώρο ανάμεσα στη βιασύνη και τη ρουτίνα. Αυτά τα βήματα πολλαπλασιάστηκαν όταν κατέβηκα στο σταθμό του Σατλέ. Τόσο πλήθος σε κλειστό χώρο φάνταζε τρομαχτικό. Τόσο πλήθος που δεν άλλαζε ούτε χαμόγελο, ούτε κουβέντα, ούτε ματιά. Με λίγη προσπάθεια και λίγη τύχη όλα τα πλάνα πλήθους του Κογιανισκάτσι μπορούσες να τα γυρίσεις σε τούτο τον αχανή χώρο. Επειδή δεν θα μπορούσαμε να βρεθούμε μέσα σε αυτό το χάος είχαμε δώσει σημείο συνάντησης στην πλατεία. Στηρίχτηκα στη λεκάνη του σιντριβανιού, περιμένοντας το παρεάκι μου.
Έβγαλα και ξεφύλλισα τα σκονάκια μου, ο Ζακ Λικ Γκοντάρ χοροπηδούσε στις άκρες των σκέψεων μου επίμονα, σαρκαστικά, χλευαστικά. «Μερικές φορές η πραγματικότητα είναι υπερβολικά περίπλοκη. Οι ιστορίες που λέμε της δίνουν κάποιο σχήμα», είπε κάποια στιγμή προσπαθώντας κι ο ίδιος να δώσει σχήμα σε όλη την πυκνή, κάποιες φορές αμετροεπή κι αφηνιασμένη διαδρομή του. Από εδώ που ήμουν φαινόταν καλά όλη η Pont au Change μέχρι τον Πύργο του Ρολογιού του Παλατιού της Πόλης. Προσπαθούσα, ανάμεσα στο πλήθος, να διακρίνω τις φιγούρες της γυναίκας μου και του γιου μου, ήδη είχαν καθυστερήσει. Το φως, από τα αριστερά μου, τεμάχιζε το πρωινό μου σε μερίδες αισιόδοξης αναμονής. Το ίδιο μου συνέβαινε πάντα κι όταν έβγαινα από κάθε ταινία του Γκοντάρ.
Η ποίηση σε οποιαδήποτε μορφή της, είναι στενάχωρο, δύσκολο τέχνασμα, στρυφνό θεώρημα, σαν τη ζωή χωρίς ισορροπία. Όμως όταν διαβείς τις δυσκολίες της, χαίρεσαι που φτάνεις στην αντίπερα όχθη και ήδη στην απέναντι πλευρά του Σηκουάνα διέκρινα τη φιγούρα του Αλέξανδρου να τέμνει με τα χοροπηδητά του το ορθολογικό και ευθυτενές βάδισμα του πλήθους, σε μια άναρχη, ανατρεπτική παιδική φλυαρία που τόσο είχα ανάγκη μετά από τόσες συνοφρυωμένες που πέρασα μονάχος.
Η μέρα είχε πάρει τον δρόμο της για τα καλά και η προσμονή μου τυλίχτηκε τη συμπονετική απλωσιά της γέφυρας Pont au Change, που χωρούσε μέσα το βάδισμα της Αναστασίας, τις αγωνίες των πολιτών της πόλης οι οποίοι διέσχιζαν κάθετα το πρωινό τους και το ανορθόδοξο βάδισμα του Αλέξανδρου ο οποίος πότε έτρεχε, πότε πηδούσε, πότε παραπατούσε, πότε λοξοδρομούσε και πότε κινδύνευε να πέσει, αλλά πάντα ερχόταν προς το μέρος μου, ποτέ δεν έχανε την κατεύθυνση του, σαν μια ασπρόμαυρη ταινία του Γκοντάρ, σαν ένα ημιτελές ποίημα που αναζητούσε κατακλείδα.
Διαβάστε ακόμα: Τζιμ Τζάρμους, ένας 70άρης ταξιδευτής του σινεμά.