Δεν είναι το χειρότερο ελάττωμα ο εγωισμός, αν σκεφτεί κανείς ότι με το τέλος του σβήνει και η νεότητα, δεν είναι και το μεγαλύτερο χάρισμα η υπομονή, αν σκεφτεί κανείς ότι με την ανατολή της καταφθάνουν τα γηρατειά. Όμως τίποτα δεν μπορεί φοβίσει έναν νέο άνθρωπο, τίποτα δεν μπορεί να τρομάξει έναν έφηβο, εκτός ίσως από τη μοναξιά κι αυτή μόνο ανάμεσα στο πυκνό πλήθος.
Στο «Milky Way», σε μια ορεινή πόλη, μακριά από τα μεγάλα κέντρα που όλα τα χωνεύουν και τα μεταποιούν, ζει η Μαρία, μια μαθήτρια που τελειώνει το Λύκειο και ονειρεύεται τον εαυτό της μέσα σε μουσικές, κίνηση και έκφραση. Ανυπομονεί «να την κάνει» από την επαρχιακή κατακόμβη και να ζήσει το χορευτικό όνειρό της στο κλεινόν άστυ. Στο μεταξύ μέσα από τα social media προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον «έξω κόσμο», να αφήσει μια ανάσα από αυτά που σκέφτεται, να ταξιδέψει, να στείλει ένα σήμα με αυτά που την απασχολούν, μήπως και κάποιος την καταλάβει. Η κλειστή κοινωνία που την περιβάλλει δεν της αφήνει πολλά περιθώρια και το όνειρο της φυγής κάθε μέρα γιγαντώνεται.
O Τάσος το παιδί του βενζινάδικου, είναι το αγόρι που έχουν σχέση και ο ορίζοντάς του κλείνεται από τις βουνοκορυφές της ορεινής πολιτείας. Κάθε αυτοκίνητο της περιοχής λίγο πριν ξεμείνει, στο βενζινάδικο του Τάσου φτάνει για να φουλάρει. Όμως κι ο Τάσος έχει ξεμείνει από όνειρα, σχέδια, φιλοδοξίες και βολεύεται με ότι ψίχουλο πέφτει από το στραπατσαρισμένο τραπέζι της ζωής. Αν εμφανιστεί κάποια αχτίδα έμπνευσης ή επιθυμίας πέραν των γνωστών και τετριμμένων, ο Τάσος φροντίζει να την καταχωνιάσει στα βάθη του ανεξερεύνητου, του ανομολόγητου και του απίθανου. Η Γκόλφω, συγγνώμη η Μαρία ήθελα να πω, μένει έγκυος από τον Τάσο και όλα παίρνουν τον στραβό δρόμο τους.
Η οικογένεια της εγκυμονούσας μαθήτριας μετά το πρώτο στραπάτσο, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, δέχεται κακήν κακώς το απρόσμενο μαντάτο της εγκυμοσύνης. Ο παραιτημένος από τη ζωή πατέρας της, με τη μόνιμη απορία στο βλέμμα και όλα του τα σχέδια καταχωνιασμένα στα βάθη της λήθης, σιωπηλά υπομένει το αναπάντεχο. Η μητέρα της Μαρίας, γνωρίζοντας, εξ ιδίων, το θέμα προσπαθεί να προσγειώσει την κατάσταση όσο πιο ανώδυνα γίνεται και η γιαγιά αγκομαχάει να γίνει η σταθερά που η Μαρία μπορεί να ακουμπήσει πάνω της. Αλλά μέσα στη βιασύνη των γεγονότων και εντός της προχειρότητας που αντιμετωπίζεται το όλο θέμα, κανείς δεν την ακούει και κανείς δε έχει χώρο και χρόνο για να μιλήσει σοβαρά μαζί της.
Οι σανίδες σωτηρίας δεν προκύπτουν μέσα από καλούς σχεδιασμούς, μελετημένες κινήσεις και προγραμματισμένες λύσεις, επιπλέουν στα αγριεμένα νερά της τύχης κι εμφανίζονται μπροστά μας όταν έχει χαθεί κάθε ευκαιρία διάσωσης και κάθε πιθανότητα επιβίωσης. Θα μπορούσε ο Τζο να είναι μια τέτοια σανίδα σωτηρίας για τη Μαρία; Σε πρώτη εξέταση ο Τζο, έτσι λένε το φίλο της Μαρίας, είναι πολύ ιδιαίτερος, πολύ μυστήριος και αλλιώς, για να δύναται να βοηθήσει και να δώσει λύσεις στην απελπισμένη Μαρία. Ένα αγόρι που βάφει τα νύχια του με τα πιο σκούρα μανό, που το ντύσιμό του δεν έχει καμιά σχέση με τον τρόπο που ντύνονται οι μαντράχαλοι της ηλικίας του, που η συμπεριφορά του είναι αρκετά διαφορετική και οι απόψεις του λίγο πειραγμένες, δεν μπορεί καλά- καλά να βοηθήσει τον εαυτό του, όχι να στηρίξει μια έφηβη εγκυμονούσα στη βαθιά επαρχία.
Ο Τζο κατέφθασε από την Αθήνα, σπρωγμένος από τη μάνα του, για να τα βρει με τον πατέρα του, σε μια προσπάθεια να ανασύρει, από τον πάτο, την κατεστραμμένη σχέση του με αυτόν. Πιστεύει ο Τζο στον εαυτό του ή τουλάχιστον έτσι δείχνει, για να μπορέσει να επιβιώσει στον ασφυκτικό επαρχιώτικο παραλογισμό. Οι πρώτες τριβές μεταξύ της Μαρίας και του Τζο μάλλον είναι δείγματα πνευματικής συγγένειας και ενώ η οικογένεια και ο περίγυρος την τραβολογούν από δω κι από κει, από τους γιατρούς στη εκκλησία και όταν συντρίβεται κάτω από τις απαγορεύσεις, (μην ανεβαίνεις στο ποδήλατο, μην πηγαίνεις στο σχολείο), ο Τζο είναι αυτός που θα τις θυμίσει, θα τις επισημάνει, ότι δικιά της είναι η ζωή, δικές της οι επιλογές, δικός της και ο δρόμος που θα ακολουθήσει. Όμως η μαγική λέξη έκτρωση θα ακουστεί πρώτη φορά από την εγκυμονούσα Μαρία, κατόπιν της αποκαλυπτικής παρουσίας του ινδάλματος της, της Ελένης Φουρέιρα.
Τα διλήμματα της Μαρίας διογκώνονται και οι αποφάσεις που πρέπει να λάβει την πνίγουν. Ο περίγυρος προσπαθεί με κάθε τρόπο να της επιβάλλει την άποψή του και το τελευταίο που λαμβάνει υπόψιν του είναι τις βαθιές επιθυμίες, τα διάσπαρτα όνειρα και οι ημιτελείς σχεδιασμοί της νεαρής εγκυμονούσας γυναίκας.
Η σειρά έχει τη δομή ταινίας μεγάλου μήκους χωρισμένη σε επεισόδια, το πλανάρισμα, η φωτογραφία, η δομή, η αισθητική, το μοντάζ λειτουργούν με όρους κινηματογραφικούς. Το Milky Way θέλει να βουτήξει στον κόσμο των εφήβων με ορμή, να κοιτάξει κατάματα τα αχανή προβλήματά τους, τη δύσκαμπτη σχέση τους με τους οικείους τους και με το ευρύτερο περιβάλλον, να ακουμπήσει τις ευαίσθητες χορδές τους, τα δικά τους προβλήματα, τις queer ανησυχίες τους, τις ελπίδες και τα όνειρά τους. Ο σκηνοθέτης Βασίλης Κεκάτος προσπαθεί με τη δική τους γλώσσα να προσεγγίζει τους έφηβους, τα προβλήματά τους, τις αγωνίες τους ακόμα και τις παραξενιές και τα λάθη τους. Προσπαθεί να σκιαγραφήσει την ελληνική κοινωνία με ενάργεια και σαφήνεια, να αναδείξει όλη τη στενομυαλιά, τη μιζέρια, τις φοβίες, την πατριαρχική ακινησία, τη σεξουαλική άγνοια, τα αδιέξοδα, την αποξένωση και στο τέλος την αδιαφορία και την ακινησία.
Ο σκηνοθέτης σημειώνει: «Δεν πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη να δει αυτό που φτιάξαμε. Αλλά δεν σημαίνει και κάτι αυτό. Δεν ξέρω αν πράγματι αλλάζει κάτι με την Τέχνη. Είναι μία μικρή σπίθα, που μπορεί να γίνει παρανάλωμα ή να σβήσει αμέσως. Εμείς πήγαμε να φτιάξουμε μία φωτιά μέσα στο χιόνι. Δεν έχω ελπίδες ότι θα αλλάξει κάτι. Ξέρουμε ότι κάναμε αυτό που θέλαμε και ότι προσπαθούμε για κάτι, όχι μόνο ως καλλιτέχνες, αλλά και ως άνθρωποι».
Ο Βασίλης Κεκάτος στοχεύει με το Milky Way να δημιουργήσει μια ιστορία ενηλικίωσης με φόντο την επαρχία και τις βαθιές πληγές της, με πρώτο στόχο να «συνομιλήσει» με τους νεότερους ανθρώπους για αυτά που τους καίνε και αυτά που τους συντρίβουν, τα καταφέρνει; Η προσπάθεια είναι ενδιαφέρουσα και ειλικρινής αλλά όταν μπει κανείς σε αυτό το καμίνι πρέπει πια τα πράγματα να φτάσουν στα άκρα δεν γίνεται να μείνουμε στις εκπτώσεις, τις αλλοιώσεις και τις οπισθοχωρήσεις.
Ο δημιουργός της σειράς κάνει ένα βήμα, αλλά ανολοκλήρωτο. Στην ουσία ψηλαφεί το χώρο και προσπαθεί να μιλήσει για αυτά τα πράγματα αλλά έχουμε την αίσθηση ότι την τελευταία στιγμή αυτολογοκρίνεται, δεν θέλει να αφήσει να ειπωθούν τα πράγματα όπως πρέπει, γιατί τρομάζει. Πιθανόν να μην φοβάται την απόρριψη, πιθανόν να φοβάται ότι το κοινό δεν είναι έτοιμο να ακούσει αυτά που θέλει να του πει. Όπως και να χει πάντως το βήμα αν και είναι ενδιαφέρον μένει μετέωρο.
Όποιος σταματά να ανησυχεί, να μαθαίνει και να επιθυμεί, βρίσκεται σε βαθιά γεράματα κι ας είναι είκοσι δύο χρονών κι ας είναι τριάντα. Όποιος πάψει να επιθυμεί και να ανησυχεί έχει κιόλας γεράσει και καλό θα είναι να μην ξεχνάμε, νέοι είμαστε μόνο μια φορά, αλλά ανώριμοι μπορούμε να είμαστε σε όλον μας τον βίο.