Συχνά είναι πιο ασφαλές, πιθανόν πιο ξέγνοιαστο αλλά σίγουρα πιο βολικό, να είναι κανείς κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο, με το κλειδί παρατημένο στην πίσω αυλή της μνήμης, από το να είναι ελεύθερος. Γιατί έτσι κι αλλιώς ελευθερία δεν είναι ο τρόπος που ενεργεί κάποιος, αλλά αυτό που κάνει όταν συνειδητοποιεί αυτό που του κάνουν αυτοί που τον έχουν κλειδώσει στο δωμάτιο με τους φόβους του. Αυτό συνειδητοποίησαν οι χίπις της δεκαετίας του ’60 κι αυτό ανακαλύπτουν κάθε φορά οι νέοι άνθρωποι και αναζητούν με αγωνία το κλειδί της εξόδου και τον δρόμο για το όνειρο.
Στη σειρά «Παραλία» της ΕΡΤ βρισκόμαστε στην Κρήτη, Σεπτέμβριος του 1969, στον πανέμορφο τόπο των Ματάλων. Η νεαρή γιατρός Υπατία Αρχοντάκη (Δανάη Μιχαλάκη), επιστρέφει από το Λονδίνο στον γενέθλιο τόπο την Κρήτης για να περάσει λίγες μέρες ξεγνοιασιάς και ξεκούρασης. Στα Μάταλα την υποδέχονται η μητέρα της Αντιγόνη (Γιούλικα Σκαφιδά), ο πατέρας της Διονύσης (Αλέξανδρος Λογοθέτης) τοπικός επιχειρηματίας με στόχους υψηλούς και επιδιώξεις όχι πάντα ηθικές.
Η Υπατία στο οικογενειακό τραπέζι ανακοινώνει ότι θα αρραβωνιαστεί άμεσα και σκοπεύει να παντρευτεί τον Γιώργο (Γιάννης Κουκουράκης), με τον οποίο ζουν μαζί στην Αγγλία και ασχολείται με τα ναυτιλιακά και ετοιμάζεται να καταφθάσει στην Κρήτη, για να γνωρίσει την οικογένεια της Υπατίας και να ζητήσει επισήμως πλέον το χέρι της.
Στο τραπέζι υποδοχής η γιαγιά της Υπατίας Νικολίνα (Μπέτυ Λιβανού), ρωτά και ρωτά την εγγονή της για τα συναισθήματά της για τον υποψήφιο γαμπρό ενώ ο Διονύσης Αρχοντάκης αν και χαρούμενος ψάχνει τρόπους για να αποκτήσει τα κτήματα της Ρηνιώς Γερωνυμάκη (Νάνσυ Μπούκλη), καρδιακής παιδικής φίλης της Υπατίας. Ο επιχειρηματίας πιέζει με όλους τους τρόπους τη Ρηνιώ να αποδεχτεί την προσφορά του μέσω του υποτακτικού του Γράντου Μαυριτσάκη (Νικόλας Παπαγιώννης), ο οποίος είναι ένας αγριάνθρωπος που σβήνει το θυμό του μέσα στο ποτό και τη βία.
Η Υπατία ξαναβρίσκει τις παιδικές της φίλες, ξαναγνωρίζει τη μικρή τοπική κοινωνία, αλλά έρχεται σε επαφή και με νεοφερμένους χίπηδες που έχουν καταλάβει τις σπηλιές και την ήσυχη παραλία των Ματάλων. Τα «παιδιά των λουλουδιών» ξέρουν να αγαπούν, να γλεντούν αλλά και να βοηθούν όταν και όπου τους χρειάζονται.
Ο Χάρι (Δημήτρης Μοθωναίος) είναι ο γιατρός της κοινότητας που παρακολουθεί και τους κατοίκους της γύρω περιοχής. Στο πάρτι που στήνεται στην παραλία φτάνουν όλοι οι προσκεκλημένοι, όλοι, εκτός από τη Ρηνιώ, που δολοφονείται άγρια μέσα στα σκοτάδια και οι ισορροπίες θα ανατραπούν, οι μικρές κοινωνίες θα χάσουν τον προσανατολισμό τους και οι άνθρωποι τις βεβαιότητές τους.
«Η Παραλία», είναι μια καθημερινή σειρά της ΕΡΤ βασισμένη στο μυθιστόρημα «Το κορίτσι με το σαλιγκάρι» της Πηνελόπης Κουρτζή, σε σκηνοθεσία του Στέφανου Μπλάτσου και σενάριο των Γιώργου Χρυσοβιτσάνου και Κώστα Γεραμπίνη.
Το όλο εγχείρημα στηρίζεται σε ένα ζωντανό σενάριο, το οποίο χωρίς να μας εκπλήσσει και να μας συναρπάζει, με ενδιαφέρουσες καταστάσεις που αναπτύσσει, στο οποίο διαπλέκονται όλες οι συνθήκες που ζουν και ανασαίνουν στις μικρές αυτές κοινωνίες, προβλήματα οικονομικά, οικογενειακά, αντιζηλίες και έχθρες, συμπάθειες και έρωτες, αντιπάθειες και μίση, δένονται πάνω στην κεντρική αφήγηση με αμεσότητα και ρεαλισμό.
Οι καλές ερμηνείες των ηθοποιών προσδίδουν βάθος και αυθεντικότητα στους χαρακτήρες. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι από ένα επίπεδο και πάνω προεξάρχοντος Αλέξανδρου Λογοθέτη αλλά και του Δημοσθένη Παπαδόπουλου, της Γιούλικα Σκαφιδά, της Νάνσυ Μπούκλη, του Νικόλα Παπαγιώννη, του Μάκη Παπαδημητρίου και βέβαια της ολόφωτης Δανάης Μιχαλάκη. Η σειρά αναμφισβήτητα επωφελείται από τη συμμετοχή τόσων ταλαντούχων ηθοποιών.
Στη φωτογραφία, οι ώρες που επιλέγονται για τα εξωτερικά γυρίσματα είναι οι σωστές κι έτσι η κινηματογράφηση όμορφα και ανάγλυφα αποτυπώνει τα τοπία, τις φιγούρες στο χώρο και τα εκφραστικά πρόσωπα των ηθοποιών. Αλλά και φωτισμοί στους εσωτερικούς χώρους είναι προσεγμένοι και φροντισμένοι.
Αλλά υπάρχουν και αρκετές προβληματικές πτυχές στη σειρά. Η αποτύπωση της εποχής πάσχει σε όλα τα επίπεδα. Η σειρά σε καμία περίπτωση δεν αποτυπώνει την ουσία των χίπις του 1969 στα Μάταλα. Την πιστή αναπαράσταση της εποχής και του κινήματος της αντικουλτούρας της, των παιδιών των λουλουδιών την καταπίνουν τα κύματα της προχειρότητας και του ερασιτεχνισμού. Η έλλειψη αυθεντικότητας όσον αφορά τη μόδα, τον τρόπο ζωής και το ήθος προβληματίζει κι αφήνει αμήχανο όποιον έχει πρόθεση και διάθεση να παρασυρθεί στα γεγονότα της σειράς και τα ήθη της εποχής.
Η ιστορική ανακρίβεια και τα στερεότυπα πνίγουν τη σειρά, διαιωνίζοντας ενδεχομένως εσφαλμένες αντιλήψεις για το κίνημα της αντικουλτούρας και τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτό. Αυτή η υπεραπλούστευση μειώνει την πολυπλοκότητα της ιστορικής περιόδου που προσπαθεί να απεικονίσει.
Ο ρυθμός της σειράς χωρίς λόγο και αιτία είναι αργός, στα πλάνα οι ουρές είναι ατελείωτες και οι περιγραφές αφόρητες. Πολλές σκηνές έχουν διάρκεια πολύ μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπει η ουσία του σεναρίου και οι νωχελικοί περίπατοι και το ατελείωτο κουβεντολόι των χίπις στην παραλία κουραστικό.
Η “Παραλία” έχει τόσο θετικές όσο και αρνητικές πτυχές. Τα δυνατά της σημεία είναι η σταθερή αφήγηση, οι πιστευτές καταστάσεις, οι καλά αναπτυγμένοι χαρακτήρες και το ταλαντούχο καστ. Ωστόσο, υπολείπεται από άποψη ιστορικής ακρίβειας και απογοητεύει αυτούς που εύλογα προσδοκούσαν μια πιο πιστή αναπαράσταση της εποχής.
Παρά τις ελλείψεις αυτές, η “Παραλία” καταφέρνει χάρις στη συνοχή του σεναρίου και τις ερμηνείες των ηθοποιών της να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα που κρατά τους θεατές στον κόσμο του, καθιστώντας το άξιο παρακολούθησης για όσους μπορούν να παραβλέψουν τις ιστορικές ανακρίβειες και τις προβληματικές πτυχές της.
Οι χίπις είχαν συνειδητοποιήσει ότι οι καταπιεστές είτε για λόγους συμφέροντος, είτε συνήθειας, είτε εμμονών ποτέ δεν προσφέρουν το κλειδί της ελευθερίας στον καταπιεζόμενο με τη θέλησή τους με χαρά και χάρη. Είχαν καταλάβει ότι ο καταπιεζόμενος πρέπει να διεκδικήσει μέχρι τελευταίου μορίου την ελευθερία που θα ήθελε να εισπνεύσει. Γι’ αυτό και δεν άφησαν τίποτα στη θέση του και γι αυτό εμπνέουν ακόμα και σήμερα όσους σηκώνουν το βλέμμα στο φως.
Διαβάστε ακόμα: «Πλάσματα Μεγάλα και Μικρά». Μια γοητευτική απόδραση στη βρετανική επαρχία.