H ταινία μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’60 (φωτογραφία: Kimberley French/Focus Features via AP).

Σκοπός κάθε νουνεχή ανθρώπου είτε μέσω της οικογένειας, είτε μέσω της κοινότητας, είτε μέσω της κοινωνίας, είναι να παρέμβει με όλες του τις δυνάμεις του ούτως ώστε ένα παιδί να έχει αρμονικά παιδικά χρόνια και έναν ήμερο βίο, γιατί κάποιοι δεν το χουν σε τίποτα μαζί με την αυτοκαταστροφική τους μανία να συμπαρασύρουν και μικρά παιδιά στον χαμό.

Πολλές φορές οι οικογένειες είναι οι ίδιες που οδηγούν τα παιδιά στα βάσανα, την απογοήτευση και τέλος στην σκληρότητα. Η ευγένεια, η ενσυναίσθηση και η αγάπη είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να  επικρατήσει το δίκαιο πάνω στη δύναμη, η πειθώς  επί της βίας, ο διάλογος στην επιβολή, το πνεύμα στην αλαζονεία και την πλεονεξία.

Στους «Οικογενειακούς Δεσμούς – Let Him Go», που θέμα τους έχουν αυτούς τους συλλογισμούς, βρισκόμαστε στη δεκαετία του ‘60 ο συνταξιούχος σερίφης Τζορτζ Μπλάκλετζ (Κέβιν Κόστνερ) και η σύζυγος του Μάργκαρετ ζουν (Νταιάν Λέιν) ζουν με τον γιο τους, τη γυναίκα του και το εγγονάκι τους κάπου στη Μοντάνα, ήσυχα και αρμονικά στη μικρή τους φάρμα.

Ο Κέβιν Κόστνερ υποδύεται το ρόλο ενός σερίφη (φωτογραφία: Kimberley French/Focus Features via AP).

Ο γιος του σερίφη πέφτει από το άλογό του, σπάει το λαιμό του και πεθαίνει αφήνοντας την οικογένεια του μέσα στο θρήνο και την οδύνη. Η θλίψη του σερίφη και της γυναίκας του γίνεται αφόρητη όταν η χήρα του γιου τους απότομα και ξαφνικά αποφασίζει να παντρευτεί κάποιον νέο, αλλά το σημαντικότερο φεύγει από την περιοχή για τη βόρεια Ντακότα, χωρίς να ενημερώσει τους γονείς του άνδρα της, στερώντας του αναπάντεχα και τη μόνη παρηγοριά μετά τον χαμό του γιου τους, τον εγγονό τους.

Ο σκηνοθέτης Τόμας Μπεζούκα διασκευάζοντας το μυθιστόρημα του Λάρι Γουότσον μας βγάζει σε απρόσμενα τοπία που τα περιγράφει με νεύρο, δύναμη και έμπνευση.

Η φυγή είναι οδυνηρή παράξενη και αναπάντεχη αλλά κυρίως ύποπτη. Ο Τζορτζ αλλά κυρίως η Μάργκαρετ δεν εννοούν να ησυχάσουν, μέχρι να διαπιστώσουν πού και κάτω από ποιες συνθήκες ζει ο εγγονός τους. Ξεκινώντας για τη Βόρεια Ντακότα το ζευγάρι αφήνει πίσω τον κοινό νου, τη συνεννόηση και την ευγένεια,  θα βρεθεί σε έναν άλλο τόπο στον οποίο τον πρώτο λόγο έχει η ισχύς, η αγένεια, τα όπλα και η άρρωστη μητριαρχία.

Στο σκηνικό μεταφέρεται στη Βόρεια Ντακότα όπου τον πρώτο λόγο έχει η ισχύς, η αγένεια, τα όπλα και η άρρωστη μητριαρχία (φωτογραφία: Kimberley French/Focus Features via AP).

Φτάνοντας στη Βόρεια Ντακότα το ζευγάρι διαπιστώνει ότι ο εγγονός τους και η νύφη τους ασφυκτιούν κάτω από την αφόρητη πίεση της μητέρας και των αδερφών της οικογένειας. Στην πρώτη σκηνή που συναντώνται οι δυο κόσμοι της άγριας απολίτιστης Αμερικής, με την ευγενική και καλότροπη εκδοχή της η απειλητική ατμόσφαιρα κατακλύζει τα πάντα.

Ο μικρός αγκαλιάζει τη γιαγιά του και δεν λέει να ξεκολλήσει από πάνω της, γιατί κοντά της ξαναβρίσκει τη χαμένη θαλπωρή, την τρυφερότητα που καιρό τώρα έχει στερηθεί και τη σιγουριά ότι κάποιος τον αγαπά γι αυτό που είναι και όχι για τα «κατορθώματα» που μπορεί κάποτε να επιτύχει. Η κηδεμονία του μικρού είναι ένα διακύβευμα που θα κινηθεί σε αρκετά κινηματογραφικά είδη, από το οικογενειακό δράμα θα διολισθήσει μέσα στους ανοιχτούς ορίζοντες και τα αχανή τοπία σε ένα νωχελικό γουέστερν, σιγά, σιγά θα μετατραπεί σε μια βίαιη περιπέτεια με έπαθλο τον μικρό για να καταλήξει σε ένα ακόμα πιο βίαιο θρίλερ που κόβει την ανάσα.

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τόμας Μπεζούκα μας  έχει συνηθίσει σε πιο ανάλαφρους τόνους («Big Eden», «Η Πέτρα του Σκανδάλου», «Monte Carlo»), διασκευάζοντας το μυθιστόρημα του Λάρι Γουότσον κάνει μια ενδιαφέρουσα όσο και απότομη στροφή, η οποία μας βγάζει σε απρόσμενα τοπία, στα οποία ο δημιουργός μας περιγράφει με νεύρο, δύναμη και έμπνευση.

Οι αργές κινήσεις και τα λίγα λόγια του Κέβιν Κόστνερ στα σχεδόν δύο τρίτα του φιλμ κάνουν την κορύφωση ακόμα πιο απρόσμενη (φωτογραφία: Kimberley French/Focus Features via AP).

Ο Τόμας Μπεζούκα με αυτό το οδοιπορικό μας «ξεναγεί» στις δυο «Αμερικές» και στην κρίση της χώρας που έχει κατακλύσει τα πάντα. Η ασυνεννοησία, οι διαφορετικές αξίες, η αντιπαλότητα, η επιβολή και η εχθροπάθεια, δεν αφήνουν τίποτα θετικό να ανθήσει. Όλα τα δύσκολα και άγρια που θα συναντήσει το ζευγάρι των Μπλάκλετζ, θα δοκιμάσει τις αντοχές τους, την επιμονή και την υπομονή τους, καθώς συγκρούονται με νόμους και συνήθειες μιας άλλης εποχής στην οποία τα όπλα και η ισχύς έχουν τον πρώτο και κυρίως τον τελευταίο λόγο.

Η ταινία είναι ένα οδοιπορικό στις δυο «Αμερικές» και στην κρίση της χώρας που έχει κατακλύσει τα πάντα.

Ο μικρός μετά από όλη αυτή τη διαμάχη θα αποκτήσει ένα μέλλον, αυτό το μέλλον με τρόμο παρακολουθούμε να γέρνει πότε από τη μια πλευρά πότε από την άλλη και στις δυο περιπτώσεις θα είναι δύσκολο, ακανθώδες και κυρίως αιματοβαμμένο. Απλώς καταλαβαίνει κανείς ότι το ζευγάρι των Μπλάκλετζ με τη δύναμη της αγάπης και του δίκαιου και γνώμονα τη ζωή και το μέλλον του μικρού τους εγγονού τους, ενώ η οικογένεια των άγριων της Βόρειας Ντακότα αντιμετωπίζει τον μικρό σαν λάφυρο, το οποίο θα διευρύνει την οικογενειακή της ισχύ.

Ούτως ή άλλως η οικογένεια του άνδρα, λειτουργεί περισσότερο σαν μαφιόζικη φαμίλια παρά σαν κανονική οικογένεια. Οι αργές κινήσεις και τα λίγα λόγια του Κέβιν Κόστνερ στα σχεδόν δύο τρίτα του φιλμ κάνουν την κορύφωση ακόμα πιο απρόσμενη και δικαιώνουν συνολικά τις επιλογές του ηθοποιού, η επιμονή, η συμπόνια και η αγάπη  διατρέχουν την ερμηνεία της Νταιάν Λέιν, ενώ η ορμητική Λέσλι Μάνβιλ κυριαρχεί όχι μόνο επί της ανισόρροπης οικογένειας της, αλλά και σε όλο το δεύτερο μισό της ταινίας. Ένα φιλμ που ξεκινά σαν ένα βραδυφλεγές οικογενειακό δράμα και εξελίσσεται σαν ένα  ενός ασυγκράτητο νεογουέστερν στο ημίφως του θρίλερ.

Μπορεί η οικογενειακή ζωή να συνιστά  κάποιες φορές επέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και κάποιες άλλες η οικογένεια να μετατρέπεται σε βαρύ καταπιεστικό μηχανισμό, ο οποίος τσαλακώνει τις προσωπικότητες των μελών της. Μια λειτουργική  οικογένεια όμως με ενσυναίσθηση και ειλικρίνεια, μπορεί να αποτελέσει το βασικό κύτταρο μιας αρμονικής, γαλήνιας και νηφάλιας κοινωνίας.

 

Διαβάστε ακόμα: Είδαμε τον νέο «Ιντιάνα Τζόουνς». O Ίντι γέρασε και μυαλό δεν έβαλε.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top