Οι άνδρες φαντάζονται τις γυναίκες κάπως, τις ζωγραφίζουν με χίλιους τρόπους που τους βολεύει, τις περιγράφουν όπως τους κατέβει, τις κάνουν ηρωίδες όπως τους αρέσει και στο τέλος με αγανάκτηση και οργή διαπιστώνουν ότι δεν χωρούν στο πατρόν που έχουν σχεδιάσει γι αυτές και αποφαίνονται ότι δεν φταίει η περιγραφή ή το πατρόν αλλά οι γυναίκες και το ότι δεν μπαίνουν στο ανδρικό καλούπι. Όμως στο βάθος όλοι γνωρίζουμε, οι γυναίκες είναι οι θύρες του σώματος, οι γυναίκες είναι τα παράθυρα της ψυχής, οι γυναίκες αυτές είναι τα σύνορα του κόσμου.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συγγραφική του πορεία με περιπετειώδη ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά γρήγορα στράφηκε προς το «ρεαλιστικόν» διήγημα. Aποφασιστικός παράγοντας για αυτή τη στροφή στάθηκε η ανάγκη του συγγραφέα, που ένιωθε εγκλωβισμένος μέσα στην αποπνικτική αστική ζωή της Αθήνας, να ξαναβρεί τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων, να αναζητήσει μέσα από λυρικές αναδρομές τον χαμένο χρόνο της αθωότητας.
Η «Φόνισσα», από τα καλύτερα του έργα, κεντρικό τραγικό πρόσωπο έχει τη Φραγκογιαννού. Η Χαδούλα, όπως είναι το όνομά της, είναι υφάντρα, αλλά κάνει και τη μαμή και την «ψευδογιάτρισσα» με βότανα που η ίδια μαζεύει. Είναι πια μια ηλικιωμένη χήρα που έζησε μια ζωή γεμάτη βάσανα ως παιδί, σύζυγος, μητέρα και γιαγιά. Εκπαιδευμένη και αφιερωμένη να υπηρετεί αγόγγυστα το περιβάλλον της και κυρίως τα αρσενικά της οικογένειας και της μικρής νησιωτικής κοινωνίας, έχει νιώσει ότι η ζωή μιας γυναίκας είναι γεμάτη αβάσταχτες δυσκολίες και αφόρητες αντιξοότητες. Έχοντας νιώσει στο πετσί της αυτήν την κατάσταση, πιστεύει ότι η γέννηση ενός κοριτσιού φέρνει μόνο δυστυχία, ειδικά αν η οικογένεια είναι φτωχή.
Κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης νύχτας, καθώς φροντίζει την άρρωστη νεογέννητη εγγονή της, σαν φιλμ περνούν από μπροστά της όλες οι δύσκολες στιγμές του σκληρού και επαχθούς βίου της. Στην έκσταση του πόνου, στη μίξη της απελπισίας και της οδύνης, αποφασίζει να σταματήσει τη ζωή του βρέφους, προκαλώντας του ασφυξία. Στην αρχή νιώθει κάποιες τύψεις, βαθιά μέσα της όμως δεν μετανιώνει. Σιγά, σιγά αρχίζει να πιστεύει ότι το πεπρωμένο της έχει αναθέσει το σκληρό, όμως, θεάρεστο έργο να γλιτώσει τον κόσμο από τον «καταδικασμένο» ρόλο των μικρών κοριτσιών και να τα σώσει από τη ζωή που σαν εφιάλτης τα καρτερά καθώς θα μεγαλώνουν και θα υπηρετούν υπομονετικά και αδιαμαρτύρητα τη σκληρή πατριαρχική κοινωνία.
Τρία αθώα κορίτσια είναι τα επόμενα θύματα της αλλοπαρμένης πια και χωρίς ενοχές φόνισσας. Η Χωροφυλακή υποψιάζεται και αποφασίζει να τη συλλάβει, μάλιστα για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Η Φραγκογιαννού βρίσκεται κοντά σε ένα πηγάδι όπου ένα κοριτσάκι πνίγεται, ενώ αυτή εύχεται τον θάνατό του. Παρόλο που ευχήθηκε τον θάνατο, δεν το προκάλεσε ποτέ. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τη σύλληψη η Χαδούλα, καταφεύγει στο ερημικό καταφύγιο ενός ασκητή και του εξομολογείται τα αμαρτήματά της. Καθώς προσπαθεί να περάσει ένα στενό πέρασμα, πνίγεται από την παλίρροια, ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη θεϊκή τιμωρία.
Η ομώνυμη νουβέλα γράφτηκε στην καθαρεύουσα, δημοσιεύθηκε σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903 με τον υπότιτλο «κοινωνικό μυθιστόρημα» και αποτελείται από 17 κεφάλαια. Η εξέλιξη της δράσης αναπτύσσεται στη Σκιάθο, την ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα. Η Φραγκογιαννού καθώς λογαριάζει την ανέχεια, τον παιδεμό, τις στερήσεις και τα βάσανα της μικρής κοινωνίας σκέφτεται, «Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!… Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους εκάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. (Θε μ’, σχώρεσέ με!) Ας ήτον και παλικαροβότανο! επέφερε. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι αυτή η φτωχιά!… Θαρρώ πως έχει πέντ’ έξι ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα… απ’ αυτά τα εφτάψυχα!»
Η Φραγκογιαννού (ή Φράγκισσα) έγινε αντικείμενο μελέτης από εγκληματολόγους, νομικούς, ψυχολόγους και ψυχίατρους, καθώς και από λογοτέχνες και κριτικούς. Αναζητώντας τα κίνητρα της, αναδύεται εύκολα η ερώτηση αν υπάρχει συγχώρεση για το αποτρόπαιο κακό που διαπράττει. Είναι απλά μια έκρηξη του μυαλού της, «ψηλώνει ο νους της», ή είναι θύμα μιας κοινωνίας που μισεί τις γυναίκες; Κάθε ειδικός προσεγγίζει τη φιγούρα της με δική του οπτική, επιχειρώντας να εξηγήσει τις φρικαλεότητές της και να κατανοήσει την ασύλληπτη πράξη της παιδοκτονίας.
Κατά το νεοελληνιστή Λίνο Πολίτη η «Φόνισσα είναι ένα δυνατό έργο ψυχογραφικό, η γυναίκα αυτή με την αβυσσαλέα ψυχολογία, που τοποθετείται έξω από την ανθρώπινη κοινωνία, είναι ένα πρόσωπο αινιγματικό και ολότελα ξένο από τους αφελείς (πονηρούς πολλές φορές, αλλά καλόκαρδους πάντα) νησιώτες που γεμίζουν τα άλλα του διηγήματα. Η ψυχολογική περιγραφή δίνεται με τελείως διαφορετική αδρότητα…». Άλλοι μελετητές βρίσκουν στη «Φόνισσα» απηχήσεις από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Έγκλημα και Τιμωρία».
Η Εύα Νάθενα, έμπειρη σκηνογράφος κι ενδυματολόγος που για πρώτη φορά από τη θέση στην του σκηνοθέτη, διασκευάζει το λογοτεχνικό αριστούργημα του Παπαδιαμάντη, σημειώνει σε συνέντευξή της: «Η Φραγκογιαννού είναι μια γυναίκα που δεν σκοτώνει παιδιά, αλλά τον εαυτό της. Εάν αντιμετωπίσουμε κάθε φόνο που διαπράττει συμβολικά, θα δούμε ότι αφορούν διαφορετικούς ρόλους που είχε στη ζωή της. Αυτοκτονεί ως μητέρα, γιαγιά, σύζυγος, παιδί και στη συνέχεια οδηγείται στην έσχατη ύβρι, να διαγράψει τη δική της ύπαρξη. Μια πορεία που, αναπόφευκτα, κλιμακώνεται στο φινάλε. Αυτή η γυναίκα, η οποία έπνιγε παιδιά, πλέον επιστρέφει στο νερό, το οποίο, συμβολικά και πάλι, υποδηλώνει τη μήτρα».
Τη Φραγκογιαννού υποδύεται η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. «Κάναμε τη Φόνισσα επειδή είχαμε τη Φόνισσα, δηλαδή την Καρυοφυλλιά!» επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία η σκηνοθέτις Εύα Νάθενα. Και δεν έχει καθόλου άδικο, γιατί η ερμηνεία της σπουδαίας ηθοποιού είναι συγκλονιστική. Στο ρόλο της μητέρας της φόνισσας εμφανίζεται η Μαρία Πρωτόπαππα. Στο cast συμμετέχουν ακόμα, μεταξύ άλλων, οι Έλενα Τοπαλίδου, Γεωργιάννα Νταλάρα, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιάννης Τσορτέκης, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Χρήστος Στέργιογλου, Στάθης Σταμουλακάτος.
Η πολύχρονη ενασχόληση της σκηνοθέτιδος με την ηρωίδα της νουβέλας του Παπαδιαμάντη, πήρε σάρκα και οστά σε μια ταινία λιτή, βυθισμένη και επηρεασμένη από τις εικόνες – οράματα του Ταρκόφσκι, του Αγγελόπουλου και του Παζολίνι. Η ασκητική και λεπτομερής προσέγγιση της ηθογραφίας – ψυχογραφίας του «αγίου των ελληνικών γραμμάτων», συναντιέται με την αποχρωματισμένη φωτογραφία και τα γυμνά πέτρινα τοπία του άγονου νησιού, τα πέτρινα σπίτια του φτωχικού χωριού και τα «πέτρινα» πρόσωπα των αφυδατωμένων ηρωίδων της ταινίας.
Το δυστοπικό νησί ζωντανεύει με σχολαστική προσοχή στη λεπτομέρεια, μεταφέροντας μας στις αρχές του 20ου αιώνα. Η Κατερίνα Μπέη («Ευτυχία», «Η Καρδιά του Κτήνους») στο σενάριο της κάνει μικρές αλλαγές στη σειρά των πραγμάτων χάριν της κλιμάκωσης και της κορύφωσης των γεγονότων. Η κινηματογράφηση, σε συνδυασμό με μια στοιχειωτικά όμορφη μουσική επένδυση, ενισχύει την ατμόσφαιρα, τυλίγοντας μας με τη σκληρή, αυταρχική, ανδροκρατούμενη, πατριαρχική πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Φραγκογιαννού. Ο νους της Χαδούλας ψηλώνει μέσα σε τούτη την εφιαλτική και βασανιστική ζωή και βρίσκει διέξοδο, στο αδιανόητο και στο απόκοσμο. Η ταινία ξεφεύγει από τον νατουραλισμό και τον ρεαλισμό των πρώτων πλάνων και βυθίζεται στη μεταφυσική και υπαρξιακή αγωνία των ηρωίδων.
Όμως όσες φορές και να διαβάσουμε τη Φόνισσα, θα ανατρέχουμε στην πρώτη φόρα, τότε που η συγκίνηση ήταν σύγκορμη και η μέθεξη πλήρης, αλλά αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί. Σε κάθε επόμενη φορά θα βρούμε διάφορα πράγματα που δεν είχαμε προσέξει την πρώτη φορά, πολλές λεπτομέρειες στις οποίες δεν είχαμε δώσει την πρέπουσα προσοχή, αλλά η συγκίνηση της πρώτης φοράς δεν επαναλαμβάνεται, το ίδιο συνέβη και με την ταινία, η οποία ανέδειξε πολλές επιμέρους σκοτεινές πλευρές της νουβέλας, αλλά δεν κατάφερε να σκορπίσει τη συγκίνηση της πρώτης ανάγνωσης. Η ταινία φέρνει στην επιφάνεια πολλές σκοτεινές πτυχές του κόσμου των γυναικών, αλλά όχι την αβίαστη, άμεση συγκίνηση της πρώτης ανάγνωσης.
Οι γυναίκες έχουν ένα υπέροχο ένστικτο για τα πράγματα, γι αυτό γνωρίζουν τα πάντα και δεν τα έμαθαν μετά από μελέτη, ούτε μετά από βαθιά ενασχόληση, ούτε από βαθυστόχαστες αναλύσεις, οι γυναίκες μοιάζουν να τα γνωρίζουν όλα, από ένα υπερευαίσθητο μαγικό ένστικτο που κατοικεί στην άκρη της ανάγκης, στο μέσον της ενσυναίσθησης και στο βυθό της τρυφερότητάς τους.
Διαβάστε ακόμα: Είδαμε τον «Ναπολέοντα». Χορταστικό θέαμα, αναποφάσιστη οπτική γωνία.