Η Καρυοφιλλιά Καραμπέτη ως Φραγκογιαννού και ως Ευτυχία.

Η σπουδαία Καρυοφιλλιά Καραμπέτη έχει συνδέσει το όνομά της με δύο από τις σημαντικότερες και σίγουρα από τις πλέον εμπορικές επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου των τελευταίων ετών. Η μια ήταν η εμφάνισή της ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (την είχε ενσαρκώσει στα ύστερα χρόνια της στιχουργού) στην ταινία «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή, η οποία είχε παιχθεί στους κινηματογράφους το 2019.

Τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, ως Φραγκογιαννού στη «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα, θριαμβεύει ξανά. Δεν τίθεται θέμα για το υποκριτικό της ταλέντο και ούτε περιμέναμε από αυτές τις δύο ταινίες να το διαπιστώσουμε. Ωστόσο, το θέμα είναι ευρύτερο και δείχνει πολλά για τις προτιμήσεις του ελληνικού κοινού. Η «Ευτυχία» αποδείχθηκε λίρα εκατό, καθώς έκοψε πάνω από 600.000 εισιτήρια και η μοναδική ταινία που κατάφερε να την υποσκελίσει ήταν ο θαυμαστός «Joker» που «έσπαγε» ταμεία εκείνη τη χρονιά.

Τώρα, με μόλις δύο εβδομάδες προβολής, η «Φόνισσα» έχει ξεπεράσει τα 200.000 εισιτήρια και συνεχίζει την πορεία της ακάθεκτη. Σχολεία σχεδιάζουν πολιτιστικές εκδρομές με σκοπό τα παιδιά να δουν αυτή την ταινία. Οικογένειες συρρέουν στις αίθουσες, κόσμος ενδιαφέρεται να την δει το προσεχές διάστημα. Γιατί τόσο ντόρος; Γιατί προτιμούν οι Έλληνες να δουν αυτή την ταινία και όχι κάποια άλλη χολιγουντιανή;

Τόσο η λαϊκή ποίηση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου όσο και η ωμή αλήθεια της Φραγκογιαννούς έχουν εγγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητό μας και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του είναι μας.

Κι όμως, υπάρχουν φορές (ελάχιστες, αλλά διακριτές) που δεν μας πιάνει η συνήθης ξενομανία μας (ειδικά στον κινηματογράφο) και συρρέουμε να δούμε κάτι που βγαίνει μέσα από τα έγκατα του συλλογικού φαντασιακού μας. Τυπικά ούτε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ούτε η Φραγκογιαννού έχουν άμεση σχέση με το σήμερα που βιώνει ο μέσος Έλληνας. Αναφέρονται σε άλλες εποχές, για πολλούς, δε, θεατές, εντελώς άγνωστες. Ειδικά η περίπτωση της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη είναι μια κλασική περίπτωση ηρωίδας του προνεωτερικού ελληνικού βίου.

Κι όμως, υπάρχει κάτι υπόγειο, σημαίνον και ουσιαστικό που μας ενώνει με αυτές τις δύο ηρωίδες. Είναι ο λαϊκός πολιτισμός μας, είναι η λόγια παράδοσή μας, είναι το ουσιώδες που συνενώνει τους Έλληνες και διαπερνάει τις γενιές εγκάρσια. Τόσο η λαϊκή ποίηση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου όσο και η ωμή αλήθεια της Φραγκογιαννούς έχουν εγγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητό μας και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του είναι μας.

Η «Φόνισσα» κουβαλάει κάτι αυθεντικά ελληνικό.

Αν και οι δύο ταινίες διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους σε καλλιτεχνικό επίπεδο και στόχευση, η ουσία είναι ότι καταφέρνουν να συνδέσουν τους θεατές με κάτι δικό τους. Η ταύτιση είναι άμεση και επιδραστική. Η χρονική απόσταση γεφυρώνεται εύκολα, καθώς αυτές οι ηρωίδες (αναλλοίωτες και αυθεντικές) γίνονται σημερινές. Απαντούν σε ένα αίτημα της σημερινής κοινωνίας που έχει να κάνει με τη θέση της γυναίκας, τους περιορισμούς που υφίσταται, το δράμα που κουβαλάει και τον ζωτικό χώρο που αποζητάει για να βιώσει την αληθινή φύση της.

Εχουν ειπωθεί πολλά για το επίπεδο του ελληνικού κινηματογράφου. Μπορεί ο Λάνθιμος να έχει ξεφύγει εντελώς από τα περιοριστικά ελληνικά πλαίσια, να «παίζει» σε μεγάλες αίθουσες του κόσμου και να διεκδικεί τα χρυσά αγαλματίδια των Όσκαρ, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει πως οι άλλοι σκηνοθέτες έχουν απομείνει στον βαρύ ίσκιο του. Το κάποτε δίπολο (που συγκροτούσε αντίπαλες παρατάξεις) μεταξύ καλλιτεχνικού οράματος και εμπορικής ευτέλειας, στις μέρες μας δεν υπάρχει. Κάτι που είναι πραγματικά καλό και καλλιτεχνικά άρτιο μπορεί να πάει και εμπορικά καλά.

Η «Φόνισσα» και η «Ευτυχία» είναι μέρος του εαυτού μας, της ταυτότητάς μας, της συλλογικής μας θέασης για το τι σημαίνει Ελλάδα.

Η ταινία της Νάθενα δεν είναι εύπεπτη. Τα πλάνα της είναι σαν πίνακες ζωγραφικής. Το δεύτερο επίπεδο της ταινίας υπάρχει και χρειάζεται να το δουλέψεις μέσα σου για να το κατανοήσεις. Τίποτα από όλα αυτά, ωστόσο, δεν έχουν κάνει το μεγάλο κοινό να γυρίσει την πλάτη στην ταινία θεωρώντας πως έχει να κάνει με μια κρυπική -άκρως ποιητική- ταινία που φτιάχτηκε για τους λίγους.

Κάπως έτσι μπαίνουμε στην ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας που εκκινεί πάντα από την ατόφια ανάγκη του δημιουργού να συνομιλήσει με τα δικά του «φαντάσματα» και τις εμμονές μου και στη συνέχεια να καταφέρει να τα κάνει όλα αυτά κοινό κτήμα. Να ξεφύγει από το προσωπικό και να αναφερθεί στο συλλογικό. Αυτές οι δύο ταινίες πέτυχαν το στόχο τους διότι μας αφορούν. Δημιουργήθηκαν για να τις δει το πλατύ κοινό δίχως ίχνος τύψεων ότι το εμπορικό θα «μιάνει» το καλλιτεχνικό σκέλος. Δεν το κάνει, άλλωστε.

Η «Φόνισσα» και η «Ευτυχία» είναι μέρος του εαυτού μας, της ταυτότητάς μας, της συλλογικής μας θέασης για το τι σημαίνει Ελλάδα. Τα πραγματικά «άγια των αγίων» μας δεν είναι η γαλάζια ή η ροζ σημαία (και όλος αυτός ο λάθος ντόρος), αλλά τα καλλιτεχνικά οράματα που φτιάχνουν την εθνική μυθοπλασία. Κάτι ήξεραν ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και ο Αγγελόπουλος επ΄αυτών.

 

Διαβάστε ακόμα: Είδαμε τη «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα: Μια ταινία από πέτρα και απόγνωση.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top