Ατίθασος ερημίτης, η Georgia O’Keeffe πέρασε δύσκολα χρόνια, όπως κάθε πιονιέρος. Άνετα τη φανταζόσουν να σκαρφαλώνει τα κακοτράχαλα φαράγγια, βγάζοντάς τα πέρα μόνη της μέσα στην απεραντοσύνη της ερήμου.
Μια λήψη του φωτογράφου Ansel Adams, που τη δείχνει φασκιωμένη μ’ ένα σάλι κάτω από ένα πλατύγυρο μαύρο καπέλο, μορφάζοντας και γελώντας με τα λόγια κάποιου φίλου, έρχεται να απαλύνει κάπως τούτην την αυστηρή εικόνα.
Αυτός ο μύθος του μοναχικού καλλιτέχνη, κραταιός όσο και η αύρα που περιβάλλει τα αιδοιόσχημα φυτά της, μια χούφτα έργων τόσο πολυειδωμένων αλλά ποτέ περιεργασμένων, είναι ένα από τα πολλά κλισέ που αντιπαλεύει η έκθεση της Tate Modern, μια έκθεση αφιερωμένη σ’ αυτήν την ιδρυτική μορφή του αμερικανικού μοντερνισμού, εξίσου διάσημη στις ΗΠΑ με τον Jackson Pollock.
Μετά το «παρκούρ» που αφιέρωσε το Μουσείο της Γκρενόμπλ τον περσινό χειμώνα στο φωτογραφικό της βοτανολόγιο, τούτη η επιβλητική λονδρέζικη αναδρομική είναι η πρώτη αυτού του εύρους εκτός ΗΠΑ. Έρχεται να ρίξει φως σε μια πορεία της οποίας ο απελεύθερος χαρακτήρας και η αντοχή για ένα σχεδόν ολόκληρο αιώνα – ως το χαμό της το 1986 στα 98 της χρόνια- επισκιάζει ενίοτε το έργο της.
Κάρβουνο
Αν και ξέρουμε απ’ έξω κι ανακατωτά τις αναρίθμητες reproductions, στυλ γκοφρέ χαρτί ζωγραφικής της γιαγιάς, των σατινέ λουλουδιασμένων ζωγραφιών της, η έκθεση εστιάζει σε πλήθος επεισοδίων λιγότερο γνωστών, αν και εξίσου γόνιμων, όπως η πράσινη περίοδος της λίμνης George, στα βορεινά της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, όπου και κατέφευγε για σειρά καλοκαιριών.
Τα έργα των νεανικών της χρόνων είναι πολλά. Μια ολόκληρη αίθουσα ξεχειλίζει από σχέδια με κάρβουνο, τα οποία τραβούν την προσοχή των ειδικών, ενώ εκείνη δίδασκε τέχνη σε διάφορες Πολιτείες του Νότου.
Η σκηνοθεσία της Tate ιχνογραφεί έτσι με την τεχνοτροπία ενός πουαντιγίστα το πορτρέτο μιας αρτίστας πρώιμης και αλλόκοτης, σίγουρης για την κλίση της από τα 12 της χρόνια και απόλυτα αφοσιωμένης στην αποστολή της.
Μεγάλωσε σε μια οικογένεια Ιρλανδών και Ούγγρων εμιγκρέδων του Γουισκόνσιν. Παρακολουθεί μαθήματα τέχνης στη Βιρτζίνια. Και μετουσιώνει σε πράξη τα γραπτά του Kandinsky, τα οποία μόλις είχαν μεταφραστεί στα αγγλικά.
Έτσι καλλιεργεί την αγάπη της για την αφαίρεση, γεγονός που της επιτρέπει από τα πρώτα της βήματα να εκφράσει πάνω στον καμβά συναισθήματα και συγκινήσεις που πάνε από την ημικρανία έως τα ηχητικά κύματα.
Η έκθεση της Tate ξετυλίγει ταυτόχρονα τους μίτους διαφόρων αφηγήσεων: πρώτα είναι η ιστορία της αμερικανικής επικράτειας και της τιθάσευσής της μέσα από τα έργα της. Ιδιαίτερα εκείνα που έγιναν στο Νιού Μέξικο, περιοχή των ράντσων και των αυτοχθόνων, όπου σιγά-σιγά εγκαταστάθηκε μετά τη Νέα Υόρκη.
Διαβάστε ακόμα: Οι ανησυχητικές εικόνες του Ray Caesar.
Είναι επίσης η ιστορία ενός μοντερνιστικού κινήματος στη ζωγραφική, μια μεταβατική καμπή με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία που εκπροσωπεί η O’Keeffe σε διαρκή συγκρουσιακή σχέση με την αφαίρεση και την παραστατικότητα.
Tα έργα της είναι αναγνωρίσιμα, έχουν μια αμεσότητα, μια δύναμη, ο αισθησιασμός των χρωμάτων τους και η καθαρότητα των μοτίβων τους δεν ξεκολλάνε απ’ το μυαλό σου. Πρόκειται για μια σπάνια εξαίρεση στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η εικαστική σκηνή κυριαρχείται εξ ολοκλήρου από άντρες.
Μέσα απ’ αυτήν ξεφυτρώνει αναπάντεχα στην Ανατολική Ακτή ο Alfred Stieglitz, φωτογράφος, βασιλιάς της avant-garde σκηνής του Μεγάλου Μήλου και ιδιοκτήτης της περίφημης «291 Gallery». Παντρεύεται την O’Keeffe το 1924 στη Ν. Υόρκη, 4 μήνες μετά την έκδοση του διαζυγίου του. Έχει σχεδόν τα διπλάσιά της χρόνια.
Εκείνη δεν θ’ αλλάξει ποτέ το πατρώνυμό της για χάρη του. Ωστόσο, η συντροφικότητά τους θα είναι όχι μόνο ερωτική αλλά και καλλιτεχνική, αφού θα είναι η μούσα του από το 1917 έως το 1937 για πάνω από 300 πορτρέτα. Τη φωτογραφίζει εμμονικά, με τις μπογιές της. Κυρίως γυμνή. Κυρίως τα χέρια της.
Εκείνης, ένας από τους πιο δημοφιλείς της πίνακες είναι ασφαλώς το Grey Lines, σπηλιά που σε καλεί να χαθείς στα βάθη των βελουδένιων ατραπών της, ή το Jimson Weed, ένας υπερμεγέθης ύπερος μνημειώδους αισθησιασμού, μία παγωμένη βοτανική τέχνη, καθόλου διακοσμητική και απολύτως αμφίσημη.
Η βιομορφική ανάλυση κάθε στεφάνης άνθους της O’Keeffe φέρνει στο μυαλό ένα γενετήσιο όργανο, κι αυτή είναι η αίσθηση που υπερισχύει και σήμερα, αν κι εξακολουθεί να αποτελεί καρπό μιας ερμηνευτικής διαμάχης.
Διαβάστε ακόμα: Μια καλλιτέχνης μας πετάει στα μούτρα την εξάρτησή μας από τα κοινωνικά δίκτυα.
Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με τη λυσσαλέα μισογυνική κριτική της δεκαετίας του ’20, η οποία αφού πρώτα φαγώθηκε να δώσει ένα νόημα στο έργο της, μετά θέλησε να το παρουσιάσει ως νατουραλιστικό, μισώντας το «σωματικό», «ενστικτώδη», «θηλυκό» χαρακτήρα του.
Με δυο λόγια, έργο διόλου αυστηρό και καθωσπρέπει, γεγονός που συνέβαλε και στο «θάψιμο» του. Παρότι κέρδιζε περισσότερα χρήματα απ’ τον σύζυγό της, πράγμα ασυνήθιστο για την εποχή.
Ράντσα και χασιέντες
Από τη δεκαετία του ’70, η φεμινιστική κριτική επιχείρησε να οικειοποιηθεί ξανά αυτήν την ερμηνεία, να την επιβάλει προς ίδιον όφελος, ιδίως από καλλιτέχνες όπως η Judy Chicago ή η Yayoi Kusama.
Λυσσαλέα αντίθετη σε κάθε ψυχαναλυτική ή φυλετική θεώρηση της δουλειάς της, η Αμερικανίδα, εξοργισμένη, δεν έπαψε ποτέ να διαδηλώνει το φορμαλιστικό της πάθος.
Κατανοητό. Ένα ανέκδοτο το καθιστά ολοφάνερο. Δείχνει καθαρά πώς ο νεοϋρκέζικος μικρόκοσμος, σκανδαλισμένος, χρησιμοποίησε εναντίον της τα γυμνά που της είχε φτιάξει ο Stieglitz, κατακεραυνώνοντας την υποτιθέμενα προσβλητική σεξουαλικότητά τους.
Εξ ου και η προσπάθειά της να αποφεύγει τις νεκρές φύσεις, στρεφόμενη σε μια πολεοδομία «ισχύος», με μια σειρά πινάκων φίσκα στους νεοϋορκέζικους ουρανοξύστες (η οποία θεωρήθηκε φαλλική!).
Θέλοντας να βρεθεί επιτέλους μακριά, ανέγγιχτη, απ’ αυτήν την ύπουλη και κακόβουλη κριτική, το Νιού Μέξικο έμοιαζε με απάνεμο λιμάνι για την τέχνη της, το οποίο μπορούσε να οργώσει με τ’ αυτοκίνητο, από το Τάος ώς τη Σάντα Φε, προτού αγοράσει σειρά κτημάτων, με αγαπημένο της το Ghost Ranch, και μια χασιέντα στα βόρεια της Πολιτείας, όπου και πέθανε τυφλή.
Μακριά από τις νεοϋορκέζικες απιστίες του συζύγου της, ανασυστά σε ιριδίζοντες καμβάδες εκείνο το «κατάδικό της δωμάτιο» μεταξύ ουρανού και γης.
Συλλέκτρια οστών, αφού το λουλούδι της ερήμου σπανίζει, δημιουργεί μια νέα καλλιτεχνική ταυτότητα, ζωγραφίζοντας εκκλησίες με απειλητικούς σταυρούς και κουφάρια ζώων που φέρνουν στο νου το πνεύμα του πιονιέρου και ταυτόχρονα την απειλή του Dust Bowl (εκείνης της αμμοθύελλας που διέλυε τα πάντα στο πέρασμά της στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των 30’s).
Ο αισθησιασμός των τόνων της χρωματικής της παλέτας απηχεί τον Mark Rothko, τον Ellsworth Kelly ή τον Agnes Martin. Ενώ η φωτογραφική της προσέγγιση εξηγεί εν μέρει τη δύναμη των εικόνων της.
Το γνωστότερο έργο της σειράς απουσιάζει από την έκθεση. Είναι το περίφημο Cow’s Skull: Red, White, and Blue. Δείχνει το κρανίο μιας αγελάδας σε φόντο πατριωτικών χρωμάτων. Το είχε κάνει επίτηδες. απαντώντας στην τότε ανδρική πρωτοπορία, η οποία απολάμβανε αυτάρεσκα τη δοξολόγηση του Μεγάλου Αμερικανού Καλλιτέχνη.
Η Georgia O’Keeffe κάγχαζε: «Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους άντρες ποτέ δεν διέσχισαν τη χώρα και δεν ξέρουν τίποτα για την Αμερική».
Η καλλιτέχνης Petra Collins ζωντανεύει τους αισθησιακούς και άγριους πίνακες της Georgia O’Keeffe:
//100 έργα της Georgia O’Keeffe θα εκτίθενται στην Tate Modern του Λονδίνου ώς τις 30 Οκτωβρίου 2016. Tηλ. +44 (0)20 7887 8888, tate.org.uk, @tate #Tate2016.
Διαβάστε ακόμα: Η άγνωστη «επανάσταση» της Diane Arbus.