Άξονας και του βιβλίου και της παράστασης είναι η  ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ.

«Θηρίο είναι ο άνθρωπος» όχι μόνο γι αυτά που δύναται να κάμει στον συνάνθρωπο, αλλά και γι αυτά που είναι ικανός ν’ αντέξει και να υπομείνει, για να επιβιώσει. Μπορεί να πνίξει ένα μωρό για να μην προδοθεί από το κλάμα του, μπορεί να βασανίσει μέχρι αβάσταχτου πόνου τον εχθρό, αυτόν που μέχρι χθες ήταν φίλος και γείτονας, μπορεί να βιάσει και να βιαστεί.

Μπορεί να ξεχάσει μια μεγάλη αγάπη, έναν έρωτα για να επιβιώσει, μπορεί ν’ ανασαίνει ανάμεσα σε βρώμικους τραυματίες, παρέα με κατσαρίδες και τρωκτικά, ανάμεσα σε νεκρούς και βασανισμένους, ανάμεσα στην αηδία και τον θάνατο, ανάμεσα στην απελπισία και την πείνα, ανάμεσα στη δυστυχία και τον εξανδραποδισμό. Θηρίο γίνεται ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να επιβιώσει.

Η παράσταση ξεκινά από την προκυμαία της Σμύρνης, στην οποία είχαν στοιβαχτεί χιλιάδες ξεριζωμένοι, απελπισμένοι και εξουθενωμένοι άνθρωποι.

Η παράσταση «Τα ματωμένα χώματα» ξεκινά από μια φωτογραφία στο ασφυκτικά γεμάτο θέατρο του Πειραιά από Μικρασιάτες πρόσφυγες. Κάπου 40.000 διωγμένοι άνθρωποι έφτασαν στο λιμάνι, με αποσκευές ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν πάνω τους και την ελπίδα να στήσουν μια καινούργια ζωή.

Η παράσταση ξεκινά από την προκυμαία της Σμύρνης, στην οποία είχαν στοιβαχτεί χιλιάδες ξεριζωμένοι, απελπισμένοι και εξουθενωμένοι άνθρωποι ενώ πίσω τους ακολουθούσαν εξαγριωμένα στίφη Τσετών και φανατισμένων Τούρκων στρατιωτών.

Μέσα από σκηνές – σεκάνς, προσπαθούν οι συντελεστές να μιλήσουν για τα χρόνια του Μικρασιατικού ξεριζωμού.

Η παράσταση αφήνει την απελπισία να αιωρείται πάνω από την πόλη και γυρίζει πίσω στις αρχές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στα 1914 και αφού υπαινιχθεί μερικά πράγματα για  τους βαλκανικούς πολέμους, θα διατρέξει εγκάρσια τα χρόνια των πολέμων και των σπουδαίων νικών, των καταστροφών και των μεγάλων επιτευγμάτων και αφού διανύσει έναν μεγάλο κύκλο, σαν απελπισμένη αγκαλιά, καταλήγει στον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1922 της μεγάλης καταστροφής. “Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια;” αναρωτιέται η συγγραφέας με σπαραγμό.

Άξονας και του βιβλίου και της παράστασης είναι η  ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του, την οικογένειά του. Άνθρωπος του καθήκοντος, με ευαισθησίες, με δύναμη κουράγιο κι αντοχές ήταν ο Μανώλης Αξιώτης, ο οποίος υπέμεινε καρτερικά την απανθρωπιά στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915, όταν γύρω του από τις αρρώστιες, την απελπισία, τους βασανισμούς και τη βαρβαρότητα έλιωναν οι συγκρατούμενοί του.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης σε συνεργασία με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο διασκεύασαν ένα βιβλίο ποταμό, με συνέπεια να είναι εμφανές το άγχος να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα επεισόδια.

Άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή ήταν ο Αξιώτης ο οποίος πήγε εθελοντής στο μέτωπο και πολέμησε με κουράγιο, αυταπάρνηση και ηρωισμό στο Αφιόν Καραχισάρ το 1922 για την ελευθερία κι έβρισκε δύναμη τις ώρες της απόγνωσης να οχυρώνει την ψυχή του με τα λόγια των αντρείων και των ελεύθερων ανθρώπων. “Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις”.

Άντεξε την καταστροφή και τη λαίλαπα πέρασε κολυμπώντας σε ένα νησάκι απέναντι από τη Σάμο κι από εκεί τον περιμάζεψαν κάποιοι ψαράδες και τον μετέφεραν εξουθενωμένο στο νησί, για να φτάσει στη συνέχεια στην καταπονημένη Ελλάδα. Δια πυρός και σιδήρου πέρασε ο Μανώλης Αξιώτης αλλά είχε δύναμη, κουράγιο και κορμί από γρανίτη, ψυχή ουρανό και πνεύμα από ατσάλι ο αγρότης από το Κιρκινζέ. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: “Θηρίο είν’ ο άνθρωπος!” γι αυτά που μπορεί ν’ αντέξει αλλά και για εκείνα που μπορεί να κάμει.

Η παράσταση στηρίζεται στο μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας της Διδώς Σωτηρίου που χαρακτηρίστηκε “Βίβλος της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού”. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης σε συνεργασία με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο διασκεύασαν ένα βιβλίο ποταμό, με συνέπεια να είναι εμφανές το άγχος να χωρέσουν στην παράσταση όσο το δυνατόν περισσότερα επεισόδια, να αφομοιωθούν οι πιο έντονες εικόνες και τα πιο δυνατά περιστατικά, να εξιστορηθούν τα πιο σημαντικά γεγονότα και να αναδειχθούν τα μηνύματα με ειδικό βάρος και σπουδαία σημασία.

Μέσα από σκηνές – σεκάνς που ολοκληρώνονται γοργά, για να διαδεχτεί η μία την άλλη και να στοιβαχτούν όσο γίνεται περισσότερες, προσπαθούν οι συντελεστές να μιλήσουν για τα χρόνια του Μικρασιατικού ξεριζωμού, να αναπαραστήσουν την καταστροφή, με βάση τα «Ματωμένα Χώματα», χάνεται όμως σ’ αυτή την αγχωτική δημιουργική διαδρομή, η αφηγηματική δύναμη του βιβλίου της Σωτηρίου.

Όλα συμβαίνουν στη διαπασών, οι σκηνές όλες βρίσκονται σε μια ισοπεδωτικά υψηλή ένταση, έτσι που χάνεται κάθε εσωτερικότητα.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι καλύτερες στιγμές της παράστασης είναι εκείνες που συναντιέται ο λόγος της συγγραφέως και η αφηγηματική της δεινότητα με την απόδοση – ανάγνωση του κεντρικού αφηγητή του Μανώλη Αξιώτη με την ζεστή φωνή και τη βιβλική παρουσία του Νικήτα Τσακίρογλου.

Όλα συμβαίνουν σε μια συνεχή και ασταμάτητη  δράση με υπερτονισμένες τις πολιτικές, κοινωνικές και θεωρητικές αναλύσεις.

Το ίδιο συμβαίνει όταν η Μαρία Νεφέλη Δούκα, προς το τέλος της παράστασης μας διαβάζει με μοναδική λιτότητα και καθαρότητα ένα κομμάτι του βιβλίου και μας συγκινεί χωρίς στολίδια σκηνοθετικά και αχρείαστες κινήσεις και δράσεις οι οποίες θα μουτζούρωναν τη συγκινητική σκηνή. Το ίδιο αποτέλεσμα έχουμε και σε κάποιες στιγμές, όταν ησυχάζει η ακατάσχετη δράση από τον Μιχάλη Σαράντη, τον Αντίνοο Αλμπάνη και τον Στέλιο Δημόπουλο.

Η ηλεκτρική μουσική προσέγγιση του Κώστα Νικολόπουλου λειτουργούσε αντιστικτικά προς τα τεκταινόμενα και ανέπτυσσε έναν ενδιαφέροντα διάλογο μαζί τους, οι μουσικοί  Αθηνόδωρος Καρκαφίρης και Βαγγέλης Παρασκευαϊδης κάλυπταν εύηχα το δεξί μέρος της σκηνής.

Oι καλύτερες στιγμές της παράστασης είναι εκείνες που συναντιέται ο λόγος της συγγραφέως με την ζεστή φωνή και τη βιβλική παρουσία του Νικήτα Τσακίρογλου.

Όλα όμως συμβαίνουν στη διαπασών, οι σκηνές όλες βρίσκονται σε μια ισοπεδωτικά υψηλή ένταση, έτσι που χάνεται κάθε εσωτερικότητα, οποιαδήποτε νοσταλγία για το σπίτι και τα περασμένα, οποιοσδήποτε καημός για τις μέρες που χάθηκαν, θλίψη για την ανθρώπινη μοίρα και το πεπρωμένο του, επιθυμία για τη ζωή, τον έρωτα, την αγάπη , οποιοδήποτε πόθο για τα ειρηνικά έργα. Όλα συμβαίνουν σε μια συνεχή και ασταμάτητη  δράση με υπερτονισμένες τις πολιτικές, κοινωνικές και θεωρητικές αναλύσεις στα πλαίσια του δίωρου μιας θεατρικής παράστασης.

Η βεβαιότητα της συγγραφέως ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να αντέξει τις πιο σκληρές δοκιμασίες στις πιο δύσκολες συνθήκες αλλά και να διαπράξει τα πιο αποτρόπαια, στυγερά και αποκρουστικά εγκλήματα δεν χάνεται μέσα στη συνεχή πολεμική δράση, αλλά οι σκέψεις της Σωτηρίου και τα λόγια του άλλου μεγάλου της λογοτεχνίας του Νίκου Καζαντζάκη έρχονται συνεχώς στην επιφάνεια και μπολιάζουν τη ζωή μας, «Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις —το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά».

 

Διαβάστε ακόμα: Είδαμε τα Μαγνητικά Πεδία. Γιατί συζητιέται τόσο η ελληνική πρόταση για τα Όσκαρ;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top