“Με τα έργα μου μιλάω για το πώς μπορούμε να είμαστε πλήρεις ως οντότητες αλλά ταυτόχρονα να έχουμε επαφή”. ©Patroklos Skafidas

Θα ομολογήσω πως ανακάλυψα τον Δημήτρη Αγιοπετρίτη-Μπογδάνο μόλις δύο χρόνια πριν ενώ η πορεία του είναι πολύ μακρύτερη. Λάτρεψα πραγματικά τη σκηνοθετική του ματιά, το «Μπιλ και Λου» του θα είναι για πάντα ένα από τα πιο αγαπημένα μου έργα ενώ ο «Άντι» του (Γουόρχολ) ήταν ποίηση. Ο Δημήτρης δεν πλατειάζει, είναι εύστοχος, έχει διακριτικά καυστικό και έξυπνο χιούμορ, ευαισθησία χωρίς μελό, φρεσκάδα.

Πρωτοπορεί χωρίς να θέλει να στο τρίψει στη μούρη με ακραίες μάταιες υπερβολές. Επίσης είναι πάρα πολύ ευγενικός και από κοντά πιο «απαλός» από ό,τι περίμενα (δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενα, μάλλον έναν πιο ενθουσιώδη και έντονο τύπο): διηγείται ήρεμα και προσεκτικά τη ζωή του, σχολιάζει μετά από σκέψη, δεν προτρέχει, δεν είναι απόλυτος.

Ο Δημήτρης κρατά την ένταση και τη φαντασία για τις δημιουργίες του. Ανυπομονώ για τα δύο έργα που αναμένουμε: το γνωστό υπέροχο «Closer» και τα Χριστούγεννα το «Into the Woods». (Να σημειώσω πως η μητέρα του υπήρξε για εμάς παράδειγμα δημοσιογράφου, κάτι που θα με δένει πάντα με το άκουσμα του επιθέτου του)

 –Πού μεγαλώσατε;

Στην Κυψέλη, εκεί που μένω και τώρα. Φύγαμε όταν ήμουν περίπου εννέα χρονών και μετακομίσαμε στα βόρεια, πρώτα στην Πεντέλη και μετά στον Διόνυσο. Στο μεταξύ, εγώ ως φοιτητής, ξανακατέβηκα στην Κυψέλη και παράλληλα ξεκίνησα τη δραματική σχολή.

-Πήγατε σε ιδιωτικό σχολείο, στη Σχολή Μωραΐτη. Από τα σχολικά σας χρόνια έχετε καλές αναμνήσεις;

Ναι, πέρασα πολύ ωραία στο σχολείο, αλλά και λίγο δύσκολα σε κάποια σημεία – δεχόμουν και bullying, γιατί τα παιδιά είναι σκληρά. Είχα, λοιπόν, τρομερή αγωνία να γίνω αποδεκτός και εκεί ήταν που το θέατρο με αγκάλιασε. Μπήκα στον θεατρικό όμιλο του σχολείου από την πρώτη γυμνασίου και ξαφνικά απέκτησα ταυτότητα. Μέχρι την τρίτη λυκείου, όλοι ήξεραν ότι ο Δημήτρης είναι αυτός που πρωταγωνιστεί στις θεατρικές παραστάσεις. Από την άλλη, με τους καθηγητές έφερα το βάρος αν ήμουν τόσο καλός όσο ο αδερφός μου, ο οποίος ήταν αριστούχος, έπαιζε μουσική, άρεσε στα κορίτσια -ήταν τέλειος σε όλα. Μετά πέρασα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στο τμήμα Πλαστικών Τεχνών και κατόπιν έδωσα κατατακτήριες και τελείωσα και τη σχολή Καλών Τεχνών -αυτό το πτυχίο το πήρα το 2018.

Να μην ξεχνάμε ότι στην Αθήνα έχουμε πολύ και καλό θέατρο. Στην Αμερική, ο σκηνοθέτης είναι το τέταρτο όνομα. Στις αφίσες, είναι δίπλα στον set designer.

“Πίστευα ότι το θέατρο έχει στρώσει το κόκκινο χαλί και με περιμένει, ένιωθα ότι είχα ένα προβάδισμα ερεθισμάτων. Η ζωή σε φέρνει σε μια ισορροπία”. ©Patroklos Skafidas

-Πώς ασχοληθήκατε με το θέατρο;

-Ήταν τυχαίο, δεν κατάλαβα καν πώς έγινε. Είχαμε καθηγήτρια την Κατερίνα Δεναξά, η οποία μας έκανε αρχαίο δράμα, και θα κάναμε τότε τον «Πλούτο». Το έργο αυτό έχει τρεις βασικούς ρόλους, τον Καρίωνα, τον Χρεμύλο και τον Πλούτο. Δόθηκαν οι ρόλοι του Καρίωνα και του Πλούτου και εγώ λιγωμένος περίμενα αν θα πάρω τον άλλο ρόλο, γιατί στη σκηνή ένιωθα λες και ήταν το βασίλειό μου. Πράγματι πήρα τον ρόλο και το έβλεπα ακόμη και στον ύπνο μου. Δεν είχα κανένα πρόβλημα με την έκθεση μπροστά σε κόσμο, το μόνο μου πρόβλημα, και στη Δραματική Σχολή του Γιώργου Αρμένη που πήγα αργότερα, ήταν ότι δεν ήμουν ο ηθοποιός που θα του έλεγες να «ξεβρακωθεί», ψυχή τε και σώματι, και θα το έκανα -είχα ένα κράτημα. Στη σχολή, που είχα δάσκαλο τον Καταλειφό, ο οποίος ήταν ο κύριος λόγος που πήγα εκεί, μου έλεγαν να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία και εγώ το έπαιρνα ότι μου το έλεγαν επειδή δεν είμαι καλός ηθοποιός. Σήμερα θα μπορούσα να πω ότι όντως, δεν είμαι τόσο καλός ηθοποιός, αλλά τα χρόνια που πέρασα πάνω στη σκηνή και η τριβή με τους ηθοποιούς με έχουν κάνει να τους θαυμάζω τόσο πολύ και να τους καμαρώνω με τρέλα.

-Βγαίνοντας από τη σχολή, ήρθε αμέσως η σκηνοθεσία;

Ετυχε να αναλάβω τις θεατρικές ομάδες του λυκείου στη Σχολή Μωραΐτη, όπου είχα και εγώ περάσει όλα τα σχολικά μου χρόνια. Ταυτόχρονα έγινα βοηθός σκηνοθέτη της καταπληκτικής Αθανασίας Καραγιαννοπούλου, όπου έμαθα πολλά πράγματα. Επαιξα και σε κάποια τηλεοπτικά και θεατρικά έργα, αλλά πέρασαν περίπου πέντε χρόνια που έκανα κυρίως αυτό. Δεν είχα εξαρχής πάντως τη σκηνοθεσία στο μυαλό μου, αυτό που έκανα το έβλεπα σαν μια καλή μαθητεία. Πέρασαν χρόνια για να πω ότι πραγματικά μου αρέσει η σκηνοθεσία.

-Υπάρχουν σπουδές σκηνοθεσίας;

Σπούδασα σκηνοθεσία στη Royal Academy of Dramatic Art (RADA) στο Λονδίνο και στο St Martins, performance.

-Στα έργα σας που έχω παρακολουθήσει, έχω διακρίνει έναν συνδυασμό φαντασίας, ευγένειας και ακραίων συνθηκών με ποιοτικό χιούμορ ταυτόχρονα, που τον βρίσκω μοναδικό. Πώς φτιάχνεται αυτό το πράγμα στο μυαλό σας και πόσο καιρό μπορεί να το δουλεύετε; Διαβάζετε και βλέπετε πολύ κινηματογράφο και παίρνετε ιδέες;

 Πρώτα απ’ όλα με συγκινείτε με τα λόγια σας, αλλά δεν έχω μια έτοιμη απάντηση στην ερώτησή σας. Δυστυχώς, δεν είμαι άνθρωπος που προλαβαίνει να βουτήξει σε references, αν και δεν θα έπρεπε να συμβαίνει αυτό. Φυσικά έχω δει κινηματογράφο, αλλά θα έπρεπε να βλέπω πολύ περισσότερο. Επίσης τα περισσότερα references που έχω αποκτήσει είναι είτε σε περιόδους που σπούδαζα είτε σε ταξίδια, γιατί τότε έχεις τον χρόνο να ρουφήξεις και να καταγράψεις. Συλλέγω εικόνες από μουσεία, από παραστάσεις, δημιουργώ στο μυαλό μου ένα πάτσγουορκ, το οποίο σίγουρα κάτι βγάζει. Αυτό όμως είναι κάπως σαν ένα απόσταγμα, δεν μπορεί να είναι συγκεκριμένο.

Ο ηθοποιός είναι ένα τόσο δομικό συστατικό, που μπορεί να μην κάνω ένα έργο, αν δεν υπάρχει ο σωστός ηθοποιός.

Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης στο «Andy». ©Patroklos Skafidas

-Στη σχολή είχατε κάποιους καθηγητές που σας έμαθαν να μπορείτε αυτά που έχετε στο κεφάλι σας να τα βγάζετε στη σκηνή;

Στη RADA μάς έλεγαν κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Δηλαδή μας μάθαιναν κάτι και εμείς το αποκαλούσαμε «the method». Και εκείνοι μάς έλεγαν, «όχι, δεν είναι μια μέθοδος, ό,τι σας δίνουμε, είναι για να το πάρετε και να το κάνετε ό,τι θέλετε εσείς («to use and abuse»). Αυτό ήταν ένα ξεκλείδωμα για μένα, μαζί με όσα έμαθα πλάι στην Αθανασία, η οποία είναι πολύ καλή δασκάλα. Αυτό προσπαθώ να κάνω και εγώ τώρα και στους μαθητές μου και στους ηθοποιούς. Δηλαδή να τους δίνω πολλά εργαλεία και μέσα από αυτά να φτιάχνεται ένας κώδικας, ο οποίος ναι μεν να είναι κοινός, αλλά ταυτόχρονα να είναι και προσωπικός. Για το τελικό αποτέλεσμα, ένα ακόμη πολύτιμο συστατικό είναι η αλληλεπίδραση με τον ηθοποιό σου. Η διαδικασία η δική μου είναι η εξής: Αποφασίζω να κάνω ένα έργο ή να αφηγηθώ μια ιστορία. Το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να φτιάξω ένα mood board, δηλαδή ένα σημειωματάριο με εικόνες που μου αρέσουν. Το δεύτερο είναι να φτιάξω ένα σάουντρακ, που μπορεί να μην παίξει ποτέ στην παράσταση αλλά η μουσική είναι πάρα πολύ σημαντική για μένα. Το τρίτο είναι ότι παρουσιάζω στον θίασο αυτό το όραμά μου, για να το εξελίξουμε όλοι μαζί.

 –Τους ηθοποιούς τούς επιλέγετε εσείς εκ των προτέρων;

Οχι πάντα αλλά στον «Andy» έτσι έγινε. Από την πρώτη στιγμή ήθελα να το κάνω με τον Μιλτιάδη Φιορέντζη. Τον «Andy» τον ανέβασα πρώτη φορά το 2010 στο Λονδίνο -αρκετά διαφορετικό- και επιστρέφοντας είπα ότι ήθελα να το κάνω εδώ με τον Μίλτο. Γενικά ο ηθοποιός είναι ένα τόσο δομικό συστατικό, που μπορεί να μην κάνω ένα έργο, αν δεν υπάρχει ο σωστός ηθοποιός. Το «Μπιλ και Λου», το οποίο είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει, επειδή ένας εκ των τριών ηθοποιών δεν μπορούσε, δεν θα το έκανα.

-Γιατί δεν μείνατε στην Αγγλία;

Πρώτα απ’ όλα θα πω για τις δύο σχολές. Η RADA είναι πολύ αυστηρή, κάνεις πολύ στοχοθετημένη σπουδή. Το St Martins είναι «τρέλα», είμαστε καλλιτέχνες, άρα να κάνουμε ό,τι πιο παλαβό μπορούμε. Αν είχα κάνει ένα εκ των δύο, νομίζω ότι δεν θα ήμουν ευχαριστημένος. Ήμουν τυχερός που μπόρεσα να κάνω και τα δύο και έτσι βρήκα μια πολύ ωραία ισορροπία. Στο Λονδίνο πέρασα καταπληκτικά την περίοδο που έμεινα και άρχισα να έχω και δουλειά μετά τις σχολές, σε διάφορα projects. Για να έμπαινα όμως στην ουσιαστική βιομηχανία του θεάτρου εκεί, θα έπρεπε να περάσουν άλλα έξι-εφτά χρόνια και εγώ ήμουν ήδη 26 χρονών. Το Λονδίνο συγκεκριμένα είναι ένα ευλογημένο μέρος για να ανοίξουν τα μάτια σου, αλλά ταυτόχρονα είναι ένα σταυροδρόμι ανθρώπων που δεν ριζώνουν ποτέ. Ένιωθα ότι δεν μπορείς να χτίσεις σχέσεις, γιατί οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται. Αυτό συμβαίνει και στη Νέα Υόρκη, όπου πήγα αμέσως μετά. Έκανα ένα τουρ τριμήνων, που ήταν Νέα Υόρκη – Λος Άντζελες – Ιταλία. Στη Νέα Υόρκη θα καθόμουν, αλλά ήταν μεγάλη η απόσταση και ένιωθα ότι έχασα τους δικούς μου ανθρώπους -ακόμη και λόγω διαφοράς ώρας. Επίσης να μην ξεχνάμε ότι στην Αθήνα έχουμε πολύ και καλό θέατρο. Στην Αμερική, ο σκηνοθέτης είναι το τέταρτο όνομα. Στις αφίσες, είναι δίπλα στον set designer. Εκεί κάνουν παραστάσεις έργων, όχι σκηνοθετών.

Σήμερα βλέπω πολλά νέα παιδιά, που λένε ότι θα δηλώσουν «non binary» χωρίς όμως να είναι μια συνειδητοποιημένη απόφαση.

“Η γενιά μου μεγάλωσε λίγο γκαζωμένα, σε μια καθημερινότητα υψηλών ταχυτήτων” ©Patroklos Skafidas

 –Τι είναι η Αμερική;

Εμένα που μου αρέσει η τζαζ, που λατρεύω το μιούζικαλ, αυτά ήταν πράγματα που ήθελα πολύ να πάρω και τα έζησα εκεί. Αυτά τα ταξίδια που είχα την πολυτέλεια να κάνω, είναι ένας λόγος που σήμερα με κάνουν να νιώθω αρκετά πλήρης, να μην έχω απωθημένα. Ευτυχώς, είχα πάρει κάποιες υποτροφίες και επίσης ευγνωμονώ την τηλεόραση που έκανα πριν φύγω, ένα σίριαλ στον ΑΝΤ1 και άλλο ένα στον Alpha, και έβγαλα πολύ καλά χρήματα. Από την άλλη, να πω βέβαια ότι είχα και τους γονείς μου, οι οποίοι χρηματοδότησαν τις σπουδές μου στη δραματική σχολή και μου έστελναν και ένα χαρτζιλίκι όταν ήμουν στην Αγγλία. Δεν ήμουν ένα παιδί που αναγκαζόταν παράλληλα να δουλεύει σε ένα καφέ για να τα βγάλει πέρα.

-Να έχει κάποιος λοιπόν λεφτά ή όχι; Μήπως είναι κίνητρο το να μην έχει;

-Φυσικά να έχει, αλλά παντού χρειάζεται το μέτρο. Όταν πήγαινα σχολείο στον Μωραΐτη, θυμάμαι παιδιά τα οποία δεν ήξεραν τι είχαν. Πηγαίναμε σε πάρτι σε κάτι σπίτια που μας έπεφταν τα σαγόνια. Εγώ όμως μεγάλωσα σε ένα όμορφο ρετιρέ στην Κυψέλη. Έβλεπα την οικονομική διαφορά και καμιά φορά με πείραζε. Έχει πλάκα όμως, γιατί μπορεί στο σχολείο να νιώθεις ο τελευταίος και μετά βγαίνοντας από αυτό να νιώθεις ο πρώτος, γιατί είχα τέτοια όρεξη, που πίστευα ότι το θέατρο έχει στρώσει το κόκκινο χαλί και με περιμένει, ένιωθα ότι είχα ένα προβάδισμα ερεθισμάτων. Η ζωή σε φέρνει σε μια ισορροπία.

-Παλιότερα βέβαια ο πλούτος δεν έπαιρνε τη διάσταση ή την επίδειξη που παίρνει σήμερα μέσα από τα social media. Εσείς βέβαια ανήκετε στη γενιά του Internet.

Οριακά. Η γενιά μου μεγάλωσε λίγο γκαζωμένα, σε μια καθημερινότητα υψηλών ταχυτήτων -με δραστηριότητες, φροντιστήριο, ξένες γλώσσες, πτυχίο, κι άλλο πτυχίο, μεταπτυχιακό και πάει λέγοντας-, γιατί όλο αυτό θα μας έδινε τα εφόδια να βγούμε στην κοινωνία και να διαπρέψουμε. Το θετικό με αυτό είναι ότι ερχόμαστε πιο έγκαιρα στην αυτογνωσία. Δηλαδή τις σκέψεις που οι γονείς μας έκαναν στα 60, εμείς τις κάνουμε στα 40 -για το τι αξίζει στη ζωή, από ποια πράγματα παίρνουμε χαρά… Σε σχέση με το οικονομικό, διάβαζα πριν από χρόνια, μια έρευνα που έλεγε ότι ο πλούτος συμβαδίζει με την ευτυχία μέχρι ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο. Τότε, η αντιστοιχία στην ελληνική πραγματικότητα σε ευρώ ήταν 4.000 τον μήνα. Ελεγε λοιπόν ότι με αυτό περίπου το ποσό αγγίζεις την ευτυχία. Αν είσαι πάνω από αυτό το ποσό, η καμπύλη της ευτυχίας αρχίζει πάλι να πέφτει, γιατί αρχίζουν άλλα προβλήματα και έγνοιες. Αρα σε έκανε να σκεφτείς ότι δεν χρειάζεσαι τα πάντα, αλλά να μην αγωνιάς για κάποια πράγματα καθημερινά.

Τα έργα που έχω ανεβάσει φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Και όμως, εγώ διακρίνω σε όλα τη μοναξιά ως κοινό παρονομαστή.

Το «Into the Woods» θα παίζεται στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής μέσα στις γιορτές.

 –Κάνετε ψυχοθεραπεία;

Ναι, κάνω ψυχοθεραπεία εδώ και οκτώ χρόνια και δεν ξεκίνησα με σκοπό την πυρόσβεση κάποιου γεγονότος. Ήθελα να κάνω αυτή τη βουτιά. Στην πορεία βέβαια βγήκαν στην επιφάνεια αρκετά θέματα που χρειάζονταν πυρόσβεση. Τώρα θέλω σιγά σιγά να τον κλείσω αυτόν τον κύκλο, γιατί φοβάμαι και την εξάρτηση. Πέρυσι, θυμάμαι συχνά να λέω στον εαυτό μου, πότε έρχεται η Τρίτη; -και αυτό δεν το θέλω. Την πρώτη φορά που είχα πάει, είχα πάρει μαζί μου και το τεφτέρι μου με σημειώσεις, για να μην ξεχάσω να πω κάτι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, σιγά σιγά κάποια πράγματα σβήνονταν από το τεφτέρι και τώρα έχω να το χρησιμοποιήσω πάρα πολύ καιρό.

-Ο σκηνοθέτης είναι ένας άνθρωπος που αφουγκράζεται τα πράγματα γύρω του και πολλά από αυτά τα αναπαριστά με έναν τρόπο. Ζούμε σε δύσκολους καιρούς. Εσείς γιατί κάνετε θέατρο σήμερα;

Εμένα μου αρέσει να φτιάχνω κόσμους και να προσκαλώ ανθρώπους να μπουν σε αυτούς. Το ίδιο έκανα και ως πιτσιρίκι με τα Lego και τα Playmobil. Τα έστηνα και μετά δεν έπαιζα, καλούσα τους γονείς μου ή φίλους να έρθουν να τους πω τι γίνεται σε αυτά που είχα φτιάξει. Ετσι και στο θέατρο υπάρχει το ότι θέλεις κάτι να πεις, αλλά, ας μην κρυβόμαστε, υπάρχει και ένα εγωιστικό φίλτρο πίσω από αυτό. Εγώ εδώ και κάποια χρόνια μιλάω για τη μοναξιά, μιλάω για το πώς μπορούμε να είμαστε πλήρεις ως οντότητες αλλά ταυτόχρονα να έχουμε επαφή. Το «Μπιλ και Λου», το «Andy», το «Closer» και το «Into the Woods» φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Και όμως, εγώ διακρίνω σε όλα τη μοναξιά ως κοινό παρονομαστή, παρ’ όλο που αυτό δεν έγινε ηθελημένα. Φυσικά αυτό το φίλτρο το διακρίνω εγώ, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να δει κάτι άλλο -και αυτό είναι ευλογία για μένα ως σκηνοθέτη.

-Το «Into the Woods» είναι νέα σας παράσταση;

Το «Into the Woods» είχε ανέβει στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής μόνο για οκτώ παραστάσεις ακριβώς πριν από την Covid, οπότε και σταμάτησε. Είναι ίσως η ναυαρχίδα των μιούζικαλ του Στίβεν Σόντχαϊμ. Θεωρείται λυρικό θέατρο και έχει τρομερό βαθμό δυσκολίας. Ο Σόντχαϊμ παίρνει τους γνωστότερους ήρωες παραμυθιών -Κοκκινοσκουφίτσα, Σταχτοπούτα, Τζακ και η φασολιά του, Ραπουνζέλ- και τους βάζει να αλληλεπιδράσουν. Το μότο του έργου είναι «Πρόσεχε τι εύχεσαι», οπότε έχουμε ένα πρώτο μέρος που έχει happy end και στο δεύτερο μέρος γίνεται ανθρωποφαγικό. Αυτό φέτος θα το ανεβάσουμε πάλι στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, τα Χριστούγεννα, και το περιμένω πώς και πώς.

Όταν μια σχέση έχει πρόβλημα, πρέπει να τη φτιάξεις, όχι να την πετάξεις. Γιατί το εύκολο είναι να την πετάξεις και να πας στην επόμενη.

Ο θίασος του “Closer”: Μιχάλης Λεβεντογιάννης, Ναταλία Σουίφτ, Βίκυ Παπαδοπούλου, Σπύρος Σταμούλης. ©Patroklos Skafidas

-Τι υπόβαθρο έχουν συνήθως τα έργα σας;

Συνήθως είναι κοινωνικό, τελευταία όμως έχω περάσει και στο ψυχολογικό, συναισθηματικό φίλτρο. Επίσης, πολύ ξώφαλτσα, υπάρχει και μια πολιτική υπόνοια.

-Πώς βλέπετε την αποδοχή ή μη της ομοφυλοφιλίας στις μέρες μας ή την υπερβολή για τον καθορισμό του φύλου;

Όσον αφορά το πρώτο, σίγουρα είναι μια πιο αποδεκτή πραγματικότητα, αλλά έχουμε δρόμο ακόμα. Ακόμα περιμένουμε τον γάμο, ή το να δεχτούμε ότι ένα παιδί μπορεί να μεγαλώσει με αγάπη από ένα ομόφυλο ζευγάρι. Γενικά υπάρχουν πισωγυρίσματα -και όχι μόνο σε μας, ακόμη και στην Αμερική υπάρχουν πολιτείες που δεν δέχονται τις εκτρώσεις. Για τον καθορισμό των φύλων, όπου πράγματι υπάρχει μια υπερβολή, θα έλεγα ότι για να κερδηθεί κάτι, πρέπει πρώτα να φτάσουμε στα άκρα. Όπως και το Pride, στην αρχή μού φαινόταν πολύ «φτερά και πούπουλα». Οταν όμως το σκέφτηκα καλύτερα, συνειδητοποίησα ότι πρέπει να κάνεις κάτι πολύ μεγάλο και πολύ έντονο μέχρι να ακουστεί και να χωνευτεί. Σήμερα βλέπω πολλά νέα παιδιά, που λένε ότι θα δηλώσουν «non binary» -το έχουν δει και στο Netflix-, χωρίς όμως να είναι μια συνειδητοποιημένη απόφαση. Οπότε γίνεται μόδα το να βάφουμε όλοι τα νύχια μας. Δεν το θεωρώ κακό, αλλά κάποια στιγμή θα ξεφουσκώσει.

-Μήπως μια ακραία δράση δημιουργεί ακραία αντίδραση και γι’ αυτό έχουμε πισωγυρίσματα;

Μπορεί να συμβαίνει και αυτό. Αλλά από την άλλη, όταν η «συνταγή» ήταν πιο ήπια, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Τίποτα βέβαια δεν είναι προαποφασισμένο, έτσι προκύπτουν, μέσα από καρδιοχτύπια, και κάποια στιγμή ανάγονται σε μόδες και τάσεις, γίνονται σίριαλ και σιγά σιγά όλο και περισσότερος κόσμος γίνεται πιο δεκτικός.

 –Ποια είναι η γνώμη σας για τον κύριο Κασσελάκη;

-Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή έχουμε ανοιχτά gay αρχηγό αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον σύντροφό του στο προσκήνιο, είναι, όπως και να το κάνουμε, ένα θετικό βήμα για την κοινωνία. Είναι κάτι που δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα συνέβαινε -και μάλιστα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα το από πού και πώς ήρθε αυτός ο άνθρωπος δεν το ξέρουμε, και όλο αυτό το τηλεοπτικό σόου που παρακολουθούμε, θα δούμε πού θα βγει.

Εχω μια κρυφή ελπίδα ότι όπως φτάσαμε στο να είναι τόσο τρέντι ο βιγκανισμός, κάποια στιγμή θα φτάσουμε στο «εγώ ζω χωρίς κινητό».

Με τη Ναταλία Σουίφτ στο backstage της φωτογράφισης του “Closer”. ©Patroklos Skafidas

-Οι γυναίκες που είναι γκέι και το δημοσιοποιούν ανοιχτά πάντως είναι πολύ λιγότερες…

Ναι, πράγματι έτσι είναι, σε σημείο που νομίζεις ότι οι γκέι άντρες είναι συντριπτικά περισσότεροι. Ακόμη και στη μυθοπλασία, οι γκέι άντρες εμφανίζονται κατά 85% περισσότερο από τις γκέι γυναίκες. Στον ελληνικό κινηματογράφο ή στα σίριαλ των 90s θα έβλεπες την καρικατούρα ενός γκέι άντρα -λάθος και μη πολιτικά ορθό αλλά θα το έβλεπες. Λεσβία δεν θα έβλεπες ποτέ -ούτε ως καρικατούρα. Το ίδιο και στη μουσική σκηνή. Θα ήταν καλό όμως να μπορούσαν αυτές οι γυναίκες να το πουν δημόσια, μια που έχουν και το βήμα και την αναγνωρισιμότητα, γιατί θα βοηθούσαν πάρα πολλά παιδιά που είναι φοβισμένα.

-Στις μέρες μας υπάρχει και πολλή βία -ενήλικη και ανήλικη- και θεωρώ ότι σε αυτό έχει συμβάλει πολύ και το Internet. Ποια είναι η γνώμη σας;

Εχω μια κρυφή ελπίδα ότι όπως φτάσαμε στο να είναι τόσο τρέντι ο βιγκανισμός, κάποια στιγμή θα φτάσουμε στο «εγώ ζω χωρίς κινητό». Οσον αφορά τη βία, θεωρώ ότι πάνω απ’ όλα είναι έλλειψη παιδείας -ούτε μοναξιά ούτε φτώχεια. Το Internet είναι ένα παρκάρισμα, είτε για τον ενήλικο που βυθίζεται είτε για το παιδί που το βάζουν οι γονείς του μπροστά στην οθόνη για να ησυχάσουν οι ίδιοι. Ατελείωτες χαμένες ώρες στασιμότητας, καμία εξέλιξη.

-Μιλήστε μου λίγο και για το «Closer»… Αγαπημένη ταινία.

Από τις 4 Νοεμβρίου, λοιπόν, θα παρουσιάζουμε το έργο του Πάτρικ Μάρμπερ «Closer» στο Θέατρο Χώρα, με τους Μιχάλη Λεβεντογιάννη, Βίκυ Παπαδοπούλου, Ναταλία Σουίφτ και Σπύρο Σταμούλη. Είναι ένα έργο που μιλάει για τις σχέσεις και το πόσο δύσκολες είναι -και σε σχέση με τη βία που είπαμε, και με την ταχύτητα, και κυρίως η 90s γενιά που έμαθε να καταναλώνει και για πρώτη φορά, αντί να φτιάχνει κάτι, να το πετάει. Η Νικολακοπούλου είχε πει κάποια στιγμή ότι η γιαγιά της της έλεγε, «αγάπη μου, εμείς τα πράγματα μάθαμε να τα φτιάχνουμε. Οταν κάτι χαλάει, το φτιάχνουμε, δεν το πετάμε». Οταν λοιπόν μια σχέση έχει πρόβλημα, πρέπει να τη φτιάξεις, όχι να την πετάξεις. Γιατί το εύκολο είναι να την πετάξεις και να πας στην επόμενη. Οπότε στο έργο προσπαθώ να δώσουμε την εποχή, δεν αρνούμαστε ότι το «Closer» είναι ένα έργο των 90s, για να δούμε και να εξετάσουμε τη διαδρομή από το τότε στο σήμερα και στο πώς οδηγηθήκαμε στο Tinder. Τα τέσσερα πρόσωπα που παίζουν στο έργο δεν μπορούν να ζευγαρώσουν, είναι ένα τετράγωνο με τέσσερις πλευρές ανοιχτές. Θέλουν την αλήθεια αλλά δεν υπολογίζουν το τίμημά της, κάνουν όλα τα πιθανά λάθη, πέφτουν σε όλες τις παγίδες -είναι τέσσερις επιτυχημένοι άνθρωποι, απολύτως αποτυχημένοι.

-Ποια είναι η σχέση σας με την επιτυχία και την αποτυχία;

Η επιτυχία είναι πολύ γλυκιά και ειδικά όταν έχεις παλέψει και έχεις κουραστεί, την επιθυμείς πολύ. Κάποια στιγμή, έρχεται η ώρα που μετράς την επιτυχία διαφορετικά. Εγώ για πολύ καιρό ήλπιζα να μπορέσω να αποδείξω ποιος είμαι, να μπω στη λυρική, να κάνω το φεστιβάλ στην Επίδαυρο και πολλά ακόμα. Όταν αυτά γίνονται, έρχεσαι και χαλαρώνεις και λες, «και; τι άλλαξε;». Στο μόνο που εξυπηρετεί η επιτυχία είναι στις επιλογές. Αποτυχία στη δουλειά μου δεν έχω γνωρίσει, ευτυχώς οι παραστάσεις μου πάνε παραδόξως καλά. Την αποτυχία τη νιώθω κάπου βαθιά μέσα μου -πολλή αυτοτιμωρία και αμφισβήτηση. Επίσης δεν αγαπώ το σώμα μου και είναι κι αυτό μια αποτυχία που έχει «γράψει» μέσα μου ξεκάθαρα.

 

// Ο Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος φωτογραφήθηκε από τον Πάτροκλο Σκαφίδα στο backstage της φωτογράφισης της νέας του παράστασης «Closer» που κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Χώρα στις 4 Νοεμβρίου.

 

Διαβάστε ακόμα: Πάνος Βλάχος: «Δεν ντρέπομαι για τη χώρα μου. Είμαι ευγνώμων που υπάρχω και δημιουργώ».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top