Η Βάσια Ζαχαροπούλου και ο Πάρις Παρασκευάδης είναι οι δύο πρωταγωνιστές της θεατρικής παράστασης «The last five years». (Φωτογραφία: Βαλέρια Ισάεβα)

Νιάτα, φιλοδοξία, έρωτας, γάμος, καταξίωση, απογοήτευση… Το «The Last Five Years» ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ και φέρνει επί σκηνής μια νεοϋορκέζικη ιστορία έρωτα και χωρισμού μέσα από μία χρονικά αντισυμβατική αφήγηση. Το έντονα συναισθηματικό μιούζικαλ δωματίου σε στίχους και μουσική του Τζέισον Ρόμπερτ Μπράουν αναγνωρίστηκε ένα από τα δημοφιλέστερα οφ-Μπρόντγουεϊ θεάματα λαμβάνοντας και το βραβείο Drama Desk.

Στην ελληνική παραγωγή τους πρωταγωνιστικούς – και μόνους – ρόλους ενσάρκωσαν η Βάσια Ζαχαροπούλου και ο Πάρις Παρασκευάδης, με τόση επιτυχία που η παραγωγή ανέβηκε και φέτος. Λίγο πριν τις τρεις καταληκτικές παραστάσεις (29-31 Μαρτίου 2024), οι δύο καλλιτέχνες μάς αποκαλύπτουν τα δικά τους συναισθήματα γύρω από αυτή την -από κάθε άποψη- σημαντική εμπειρία.

Το «The Last Five Years» του Τζέισον Ρόμπερτ Μπράουν φέρνει επί σκηνής μια νεοϋορκέζικη ιστορία έρωτα και χωρισμού μέσα από μία χρονικά αντισυμβατική αφήγηση. (Φωτογραφίες: Βαλέρια Ισάεβα)

Το «The Last Five Years» του Τζέισον Ρόμπερτ Μπράουν περιγράφουν έναν κύκλο έρωτα, γάμου και χωρισμού που διαρκεί πέντε χρόνια. Επιτρέψτε μου να ρωτήσω πρώτα τη Βάσια: αν δεν κάνω λάθος, από την τελευταία μας συνέντευξη, αυτό δεν είναι ακριβώς το διάστημα που είσαι παντρεμένη και νέα μαμά;

ΒΖ: Με μικρή χρονική απόκλιση ενός έτους είναι αυτό το διάστημα, πράγματι! Έκανα κι εγώ τους συσχετισμούς μου με την προσωπική μου ζωή όταν «γνώριζα» καλύτερα την Κάθυ. Η αλήθεια είναι πως πριν τον γάμο μου δεν είχα κάνει σχέση που να ξεπέρασε την πενταετία. Η πενταετία ήταν στο μυαλό μου ως ένα διάστημα που μία σχέση θα έδειχνε αν θα προχωρήσει ή όχι. Ο βασικός διαφοροποιητικός παράγοντας είναι η έλευση ενός παιδιού σε ένα ζευγάρι. Και αναφέρομαι στην έλευση γιατί η επιθυμία για την απόκτηση ενός παιδιού μπορεί να δημιουργηθεί από έναν μεγάλο έρωτα, αλλά να μην είναι εν τελεί τόσο πραγματική. Και ειδικά σε νεότερες ηλικίες που όλα είναι πιο ρομαντικά, πιο αθώα και παράλληλα πιο επιπόλαια κάποιες φορές. Η πραγματική δοκιμασία είναι μετά τον ερχομό ενός παιδιού. Η Κάθυ και ο Τζέιμι πιστεύω ότι αν βρίσκονταν δέκα χρόνια μετά από τον χωρισμό τους θα γελούσαν κοιτώντας τα όσα πέρασαν και πιθανώς να αναρωτιόντουσαν γιατί δεν κατάφεραν να σώσουν τη σχέση τους.

«Το κοινό γνωρίζει εξαρχής το φινάλε. Αυτό δημιουργεί άλλη συναισθηματική φόρτιση κατά την παρακολούθηση της παράστασης. Ακόμη και οι πιο ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού σε συγκινούν γιατί γνωρίζεις ότι δεν θα κρατήσουν».

Το έντονα συναισθηματικό μιούζικαλ δωματίου σε στίχους και μουσική του Τζέισον Ρόμπερτ Μπράουν αναγνωρίστηκε ένα από τα δημοφιλέστερα οφ-Μπρόντγουεϊ θεάματα λαμβάνοντας και το βραβείο Drama Desk. (Φωτογραφίες: Βαλέρια Ισάεβα)

– Το έργο έγραψε ο εξ ολοκλήρου (στίχους και μουσική) ο Τζέισον Ρόμπερτ Μπράουν και θεωρείται ότι έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα  – σε βαθμό που η πρώην σύζυγός του τον μήνυσε και τον ανάγκασε να αλλάξει ένα από τα τραγούδια.  Είναι δηλαδή ένα μη ανώδυνο έργο.

ΠΠ: Είναι αλήθεια! Φαντάζομαι πως λόγω των ξεκάθαρων αναφορών θα ήταν αρκετά επώδυνο για την πρώην σύζυγο του Τζ. Ρ. Μπράουν να βλέπει τον χωρισμό της σε μιούζικαλ! Μάλιστα το νέο τραγούδι που αντικατέστησε το παλιό, αν και διαφορετικό όσον αφορά τη μελωδία, έχει αρκετές ομοιότητες στον τρόπο με τον οποίο ο Τζέιμι διηγείται εκείνη τη στιγμή, το ότι πιθανώς ξεκινά να ερωτεύεται την Κάθυ. Φυσικά από τους στίχους έχουν αφαιρεθεί επίμαχες πληροφορίες όπως ότι η Κάθυ είναι καθολική και ιρλανδέζικης καταγωγής (όπως και η πρώην σύζυγος του Τζ. Ρ. Μπράουν).

– Συγκεκριμένα το άλλαξε με ένα νέο τραγούδι, το «Shiksa Goddess». Είναι μια αμερικάνικη έκφραση που περιγράφει μια όμορφη, αλλά μη εβραία κοπέλα που αρέσει σε κάποιο εβραιόπουλο. Είναι μια κατάσταση οικεία στο νεοϋερκέζικο κοινό, στην πόλη όπου γράφτηκε και παρουσιάστηκε το έργο. Πόσο οικουμενικά είναι τέτοια θέματα;

ΠΠ: Είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη λέξη (Shiksa) δεν θα ήταν καθόλου αντιληπτή από το ελληνικό κοινό για αυτό και δεν την συναντάμε καθόλου στην ελληνική απόδοση του Δημήτρη Δημόπουλου. Παρόλα αυτά η αναλογία της μάνας που θέλει το καλύτερο για το γιο της και πολλές φορές θέλει να έχει τον πρώτο λόγο στη γυναίκα που θα διαλέξει είναι ένα οικουμενικό θέμα. Αυτό νομίζω πως έχει καταφέρει και ο Δημήτρης με την απόδοση του συγκεκριμένου τραγουδιού. Επίσης ένα παράδειγμα είναι π.χ. πως κάπου σίγουρα υπάρχει μια Ελληνίδα μάνα που δε θα ήθελε ο γιος της να παντρευτεί μια ξένη (λέω «κάπου» γιατί ευτυχώς σιγά σιγά δεν μας απασχολούν τέτοια θέματα!), αυτό λοιπόν ακριβώς λέει και ο Τζείμι πως απασχολεί τη μητέρα του. Η Κάθυ είναι καθολική ενώ ο Τζείμι εβραίος, όποτε στα μάτια της μητέρας του η Κάθυ είναι μια ξένη.

«Είναι πολύ πιο δύσκολο να ξεκινάς από απογοήτευση και να οδεύεις προς τη χαρά, παρά το αντίστροφο».

Η Βάσια Ζαχαροπούλου ενσαρκώνοντας την Κάθυ. (Φωτογραφία: Βαλέρια Ισάεβα)

– Ποια είναι τα μουσικά χαρακτηριστικά του έργου; Προσωπικά βρίσκω ότι έχει έναν μινιμαλιστικό χαρακτήρα -και σκηνικά, αφορά δύο μόνο άτομα- και σίγουρα δεν ανήκει στην παράδοση του μεγάλου κλασικού μιούζικαλ.

ΒΖ: Πολύ σωστά. Διαφέρει κατά πολύ. Αυτό διαφαίνεται σε πολλά χαρακτηριστικά του: στον αριθμό των συμμετεχόντων, όπως αναφέρεις, στην ενορχήστρωσή του και την επιλογή των μουσικών οργάνων που κάνει ο συνθέτης, στη σεναριακή του απλότητα. Εκεί που υπερβάλλει είναι στις φωνητικές απαιτήσεις των ερμηνευτών του. Ο Brown απαιτεί φωνητική ευελιξία από τους ηθοποιούς-τραγουδιστές του και δεξιοτεχνία από τους έξι μουσικούς που καλούνται να ερμηνεύσουν την μουσική του. Έχει πολύ δύσκολες τραγουδιστικές γραμμές, πάρα πολύ δύσκολο πιάνο, συνεχείς ρυθμικές αλλαγές που απαιτούν εξαιρετικό συντονισμό.

ΠΠ: Ναι, συμφωνώ πως έχει μινιμαλιστικό χαρακτήρα μόνον όσον αφορά τους χαρακτήρες του έργου που είναι δύο. Μουσικά όμως σίγουρα δεν πρόκειται για μια μινιμαλιστική προσέγγιση από πλευράς του Τζ. Ρ. Μπράουν, μιας και έχουμε ένα πάντρεμα πολλών διαφορετικών μουσικών ειδών όπως ποπ, ροκ, τζαζ, φολκ και κάντρι. Ναι, σίγουρα διαφέρει σε πολλά από ένα συνηθισμένο μιούζικαλ και αυτό σίγουρα έχει να κάνει πρωτίστως με το ότι έχουμε μόνο δύο ανθρώπους επί σκηνής αλλά και με τον ιδιαίτερο τρόπο που αφηγούνται οι δυο ήρωες την ίδια ιστορία.

«Όταν παρατηρούμε σαν θεατές έναν όμορφο αγνό έρωτα που μας κάνει να χαμογελάμε, μας βασανίζει στη συνέχεια ένα επώδυνο “γιατί”! Γιατί να χωρίσουν;».

– Πράγματι, το κείμενο έχει και ένα παράξενο παιχνίδι με το χρόνο – η ιστορία πάει ταυτόχρονα προς τη μία και την άλλη κατεύθυνση, και οι δύο πρωταγωνιστές συναντώνται χρονικά μόνο μία φορά, στη μέση του έργου. Αυτό όμως δεν δυσκολεύει τον θεατή.

ΠΠ: Ναι, νομίζω πως άσχετα με τη σειρά των γεγονότων (ότι δηλαδή ο Τζέιμι αφηγείται από την αρχή προς το τέλος και η Κάθυ αντίθετα) βλέπουμε πολύ καθαρά στιγμές από τη σχέση τους και ξέρουμε ότι έχουν χωρίσει από το πρώτο κιόλας τραγούδι της Κάθυ. Έτσι, με την επιλογή της παράλληλης αντίθετης χρονικά αφήγησης και ξέροντας ότι πρόκειται για έναν χωρισμό από την αρχή, μπορούμε να γνωρίσουμε καλύτερα τους ήρωες και να δούμε τη συναισθηματική τους διαδρομή πιο καθαρά. Επίσης, αυτό το χρονικό παιχνίδι είναι που κάνει και απίστευτα δυνατή τη μία και μοναδική στιγμή που τελικά οι δυο ήρωες συνυπάρχουν σκηνικά και χρονικά.

ΒΖ: Δυσκολεύει πολύ την Κάθυ αυτό βέβαια. Ως Κάθυ το να ξεκινήσω το τραγούδι μου και την αφήγηση μου διηγούμενη το τέλος ουσιαστικά της παράστασης ήταν από τα πιο δύσκολα tasks που είχα. Ξεκινάς με «θερμοκρασία» φινάλε. Και συνεχίζεις αντίστροφα. Είναι πολύ πιο δύσκολο να ξεκινάς από απογοήτευση και να οδεύεις προς τη χαρά, παρά το αντίστροφο. Αυτή η αντισυμβατική δομή όμως είναι που κάνει το κοινό κοινωνό σε όσα συμβαίνουν. Το κοινό γνωρίζει εξαρχής το φινάλε. Αυτό δημιουργεί άλλη συναισθηματική φόρτιση κατά την παρακολούθηση της παράστασης. Ακόμη και οι πιο ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού σε συγκινούν γιατί γνωρίζεις ότι δεν θα κρατήσουν.

Ο Πάρις Παρασκευάδης ως Τζέιμς. (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)

– Και όλο αυτό συμβαίνει μέσα σε μία συνεχή, διαρκή μουσική κίνηση που φαίνεται να κυκλοφορεί, να πηγαίνει συνέχεια προς… κάπου.

ΒΖ: Αυτή η «συνέχεια» στην οποία αναφέρεσαι κρατάει τον ακροατή σε εγρήγορση και δίνει ροή στο έργο που ουσιαστικά είναι μόνο τραγούδι με ελάχιστες πρόζες που δεν είναι καν διάλογοι αλλά μικροί μονόλογοι. Μιάμιση ώρα μουσικής που δεν προκαλεί κόπωση στον θεατή γιατί αφενός είναι πολύ έξυπνα γραμμένο το έργο μουσικά, αφετέρου μέσα στην μουσική γίνεται η αφήγηση των πάντων. Και όλο αυτό πηγαίνει προς τον θεατή και την προσωπική θύμηση του.

ΠΠ: Υπάρχει μια διαρκής μουσική κίνηση προς το τέλος και ιδιαίτερα στο τελευταίο τραγούδι του έργου όπου, αν και σε εντελώς αντίθετα χρονικά σημεία, ο Τζέιμι και η Κάθυ τραγουδούν μαζί. Είναι σαν ένας συμβολισμός για τη συνέχεια της ζωής του Τζέιμι χωρίς την Κάθυ αλλά και για τις στιγμές της Κάθυ που πρόκειται να ζήσει με τον Τζέιμι. Ο Τζέιμι αποχαιρετά για πάντα την Κάθυ ενώ αυτή τον αποχαιρετά για πρώτη φορά με σκόπο να τα πούνε ξανά την επομένη μέρα.

«Επειδή περνώ το μεγαλύτερο μέρος του έργου μόνος μου σκηνικά, ανυπομονώ και ευχαριστιέμαι κάθε βράδυ τη στιγμή που συνυπάρχουμε επιτέλους σκηνικά με τη Βάσια και τραγουδάμε το ντουέτο του γάμου».

«Έχουν γραφτεί αμέτρητα έργα που βασίζονται σε θλιβερές ιστορίες αγάπης και έρωτα με κακό τέλος, και πάντα θα γράφονται γιατί πάντα θα απασχολούν και θα αφορούν». (Φωτογραφία: Βαλέρια Ισάεβα)

– Η επανάληψη της παράστασης και η προσέλευση του κοινού δείχνουν την επιτυχία του έργου και των συντελεστών. Εσείς τι ευχαριστηθήκατε περισσότερο σε αυτό το έργο σαν ερμηνευτές;

ΠΠ: Νιώθω πολύ ευγνώμων που μας δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσουμε το έργο αυτό για δεύτερη φορά και νιώθω πως και η δική μου προσέγγιση αλλά και η παράστασή μας συνολικά έχουν ωριμάσει με ωραίο τρόπο. Ευχαριστιέμαι πολύ τη μουσική του Τζ. Ρ. Μπράουν (που με ενθουσιάζει με τον ίδιο τρόπο κάθε βραδιά) αλλά και το γεγονός ότι έχω την ορχήστρα τόσο κοντά μου όταν τραγουδώ (κάτι που δεν συμβαίνει καθόλου συχνά στα ανεβάσματα μιούζικαλ). Αυτή η μειωμένη απόσταση νομίζω μας φέρνει πιο κοντά και μας κάνει να συνυπάρχουμε πιο αρμονικά.

ΒΖ: Προσωπικά ευχαριστήθηκα τη διαδικασία και τους συνεργάτες μου. Οι πολύωρες μουσικές μας πρόβες με τον μαέστρο μας Μιχάλη Παπαπέτρο ήταν άκρως απολαυστικές και κοπιαστικές ταυτόχρονα. Η μουσική του J. R. Brown και η εξαιρετική απόδοση στα ελληνικά του Δημήτρη Δημόπουλου με την καθοδήγηση του Μιχάλη με οδήγησαν στον λεπτομερή σχεδιασμό του χαρακτήρα μου ως Κάθυ. Οι μετέπειτα σκηνικές μας πρόβες ολοκλήρωσαν το αποτέλεσμα το οποίο με φοβερή λαχτάρα παρουσιάσαμε πρώτη φορά πέρυσι και με την ίδια λαχτάρα το παρουσιάζουμε πάλι φέτος.

ΠΠ: Επίσης λόγω του ότι περνώ το μεγαλύτερο μέρος του έργου μόνος μου σκηνικά, ανυπομονώ και ευχαριστιέμαι κάθε βράδυ τη στιγμή που συνυπάρχουμε επιτέλους σκηνικά με τη Βάσια και τραγουδάμε το ντουέτο του γάμου.

ΒΖ: Ναι!

– Και τι σας στεναχωρεί;

ΒΖ: Ακριβώς αυτό που το κάνει απόλυτα ρεαλιστικό και δίνει στον καθένα την ικανότητα να ταυτίζεται με τα όσα περνούν οι δύο ήρωες. Έχουν γραφτεί αμέτρητα έργα που βασίζονται σε θλιβερές ιστορίες αγάπης και έρωτα με κακό τέλος, και πάντα θα γράφονται γιατί πάντα θα απασχολούν και θα αφορούν. Ο Τζέιμι αναφέρει χαρακτηριστικά στο γράμμα που αφήνει στην Κάθυ: «Δεν γινόταν να σωθείς, κι ας μου το ζητούσες». Όταν παρατηρούμε σαν θεατές έναν όμορφο αγνό έρωτα που μας κάνει να χαμογελάμε, μας βασανίζει στη συνέχεια ένα επώδυνο «γιατί»! Γιατί να χωρίσουν; Αγαπιόντουσαν, ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, ανέπνεαν ο ένας για τον άλλο. Τί πήγε λάθος; Και μετά το «γιατί» έρχεται να μας βασανίσει το «κρίμα…».

ΠΠ: Ακριβώς έτσι!

 

Διαβάστε ακόμα: «Μία Μέρα» – Μια φιλία που μοιάζει με έρωτα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top