Ο Πάνος Βλάχος φωτογραφήθηκε αποκλειστικά για το Andro στο ξενοδοχείο Herodion, από το Taphteam.

Κάπως ανάποδα ξεκινήσαμε, αφού με ρωτά εκείνος γιατί να δίνει συνεντεύξεις αφού δεν θέλει – είτε γιατί προσπαθούν να εκμαιεύσουν κάτι για την προσωπική του ζωή, είτε γιατί θέλουν ένα σχόλιο για κάποιον άλλο. Εξηγώ πως με ενδιαφέρει να τον γνωρίσω, να τον συστήσω στον κόσμο, να προχωρήσουμε τις σκέψεις μας σε μονοπάτια απάτητα, αφού ο κάθε άνθρωπος έχει κάτι καινούργιο να σου δώσει.

Του κάνει η απάντηση, και ξεκινάμε να μιλάμε: Σύντομα θα καταλάβω πως αυτό το αγόρι, αυτός ο άνδρας, αυτός ο φωτεινός άνθρωπος θα μου δώσει πολλά περισσότερα από… κάτι. Θα με εκπλήξει, θα με συγκινήσει βαθιά, θα με πικάρει αν πρέπει, θα με κουνήσει από τη θέση ισορροπίας, θα επιμείνει, θα διαμαρτυρηθεί. Θα είναι ειλικρινής ως το κόκκαλο, ευθύς και απόλυτος.

Και όμως πάντα πρόθυμος για διάλογο, για τα όσα γύρω μας και μέσα μας ανθίζουν και σαπίζουν, για όσα με τα χέρια και την ψυχή μας χαϊδεύουμε ή τσαλαπατάμε. Με ελπίδα και φως. Με πίστη στον άνθρωπο, στο καλό, στην άλλη πλευρά της μιζέριας και της ευθυνοφοβίας. Χωρίς χαζοχαρές αλλά με ανάσες ψυχής. Το γεγονός ότι ως ηθοποιός και τραγουδοποιός μαγεύει και σε ταξιδεύει – το «μαγεύει» δεν του αρέσει, δεν το ακούει και θα καταλάβετε γιατί – μοιάζει δευτερεύον όταν τον ακούς.

Η στάση ζωής και η τέχνη, η τέχνη και η στάση ζωής ανακατεύονται στον στρόβιλο της ψυχής και του μυαλού του και γίνονται ρόλοι, τραγούδια, ήχοι, παρλάτες. Ο Πάνος Βλάχος δεν ανεβαίνει στη σκηνή με ατζέντα, ανεβαίνει για τη σχέση, την επαφή, την ανταλλαγή. Με όλους και τον καθέναν ξεχωριστά. Και όταν τρέχει σαν Ιron Μan (στους 300 του κόσμου) απλώς προπονεί τον εαυτό του βάζοντάς τον στην άβολη θέση τού να λειτουργεί υπό πίεση για να μπορεί να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητα.

Δεν μπορώ ακόμη να εξηγήσω πώς τον έπλασαν έτσι. Μπορώ όμως να τον απολαμβάνω μαζί σας. Στις 30 Σεπτεμβρίου στο Faliro Summer Theater, στις «17 Κλωστές» στο Cosmote TV και ξανά στον «Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού», αυτή την αριστουργηματική παράσταση.

«Αντιστέκομαι στη βία με δημιουργία και ομορφιά»

«Επιλέγω να είμαι ευγνώμων που υπάρχω και δημιουργώ, γιατί δεν θέλω να καταστρέψω».

– Στην καινούργια σειρά της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και της Κάτιας Κισσονέργη, «17 κλωστές», αυτή τη φοβερή αληθινή ιστορία που έκανε βιβλίο ο Πάνος Δημάκης, υποδύεστε έναν άνθρωπο που έχει υποστεί εκφοβισμό κατ’ επανάληψη και οδηγείται τελικά στο έγκλημα.

Πράγματι είναι μια φοβερή ιστορία και μάλιστα μιλάει για πράγματα που με ενδιαφέρουν. Δηλαδή, ο τρόπος αφήγησης της ιστορίας που σχετίζεται με τον τρόπο της Μιρέλλας αλλά κυρίως ο βασικός λόγος να την αφηγηθεί ο Σωτήρης Τσαφούλιας είναι κάτι που με τριβελίζει ως ερώτημα και αφορά τη σχέση του ανθρώπου με την κοινή γνώμη και πώς η κοινή γνώμη διαμορφώνει μια κοινή συνείδηση, η οποία είναι μια ταφόπλακα, την οποία, στον πραγματικό κόσμο οι άνθρωποι δεν μπορούν να σηκώσουν. Η βασική ιδιότητα του πρωταγωνιστή της ιστορίας είναι καλλιτέχνης, ο οποίος έχει επιλέξει να δημιουργεί και όχι να σκοτώνει, κι έτσι για μια ακόμη φορά ήρθε μπροστά μου κάτι που απασχολούσε πάντα τις συζητήσεις μου με φίλους και αφορά έναν κόσμο που μας σκοτώνει μέσω της κοινής γνώμης. Χαίρομαι, λοιπόν, όταν με επιλέγουν για να αποδώσω ιστορίες που με αφορούν και ως άνθρωπο.

– Η βία γύρω μας είναι πολύ έντονη σήμερα. Σε τι κόσμο νιώθετε πως ζούμε τελικά;

Με πετυχαίνετε σε μια φάση που, γενικώς, δεν εκφράζω αισιοδοξία στους δικούς μου ανθρώπους. Όμως έχω επιλέξει συνειδητά, εδώ και αρκετό καιρό, να μην έχω απάντηση στην ερώτηση «σε τι κόσμο ζούμε;». Σίγουρα πάντως δεν ντρέπομαι γι’ αυτόν τον κόσμο, ούτε ντρέπομαι για τη χώρα μου. Επιλέγω να είμαι ευγνώμων που υπάρχω και δημιουργώ, γιατί δεν θέλω να καταστρέψω. Παρατηρώ τι γίνεται, στέκομαι απέναντι από κάποια πράγματα και ενδεχομένως να τα πολεμάω. Αλλά για αυτή τη μάχη και τη βία που έχει ο κόσμος, εγώ δεν ντρέπομαι. Προσπαθώ να αντισταθώ με δημιουργία και ομορφιά και να μην μεταφέρω την ιδεολογία τού ότι ντρέπομαι για τη χώρα μου, την ιδεολογία της ασχήμιας και της βρωμιάς και της βίας που υπάρχει, γιατί πιστεύω ότι αυτό ενισχύει τον διχασμό και τη συλλογική θλίψη που έχουμε.

– Δεν ήταν πάντα έτσι. ‘Η ήταν;

Αν μιλάγαμε πριν από κάποια χρόνια, θα έλεγα ότι, πράγματι, δεν είχαν βγει στο φως και δεν συζητιόντουσαν ευρέως κάποια πράγματα όπως ο κίνδυνος που υπάρχει στον Αμαζόνιο, ο κίνδυνος για τις γυναίκες που τους κόβουν την κλειτορίδα, τις γυναίκες που κακοποιούνται παντού… και άλλα πολλά.  Από τη στιγμή που σήμερα όλα αυτά είναι απολύτως φανερά, και επίσης γνωρίζουμε ότι υπάρχει διαφθορά, ότι υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας, γνωρίζουμε τον θάνατο, σταμάτησα να λέω «κοίτα, καίγεται η χώρα» -αφού καίγεται κάθε δυο μήνες, και πλημμυρίζει κάθε τρεις, και εγκλωβίζεται κάθε τέσσερις… Δεν θέλω να ενισχύεται μια θλίψη που ενδυναμώνει ένα καθεστώς βίας, το οποίο εγώ θέλω να αλλάξω. Η σκέψη αυτή, δε, ενδυναμώνεται μεταξύ ανθρώπων που μπορεί να είναι ομοϊδεάτες της μη βίας, οι οποίοι επειδή δεν έχουν πού να διοχετεύσουν τον θυμό τους, προσπαθούν να απευθύνονται σε ανθρώπους οι οποίοι δεν ευθύνονται -από τη στιγμή μάλιστα που όλα είναι φανερά και εκείνοι που ευθύνονται για αυτές τις καταστροφές κάνουν αντιπολίτευση οι ίδιοι στον εαυτό τους, μια και δεν υπάρχει άλλος κανένας.

– Ο ένας πολεμάει τον άλλον στις μέρες μας. 

Γενικά, οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτόν τον κόσμο μάχονται ο ένας με τον άλλον, με παράδειγμα, «δεν ντρέπεστε να ανεβάζετε φωτογραφίες στα social media, τη στιγμή που η Ελλάδα καίγεται;». «Έχουμε εθνικό πένθος, δεν επιτρέπεται να παίζετε θέατρο». Εγώ πιστεύω ότι με όλο αυτό που συμβαίνει, μόνο εικόνες από διακοπές πρέπει να δείχνουμε στον κόσμο. Γιατί η ασχήμια δεν έχει λύση -από τη στιγμή που μας δείχνουν τι έγινε στη Θεσσαλία αλλά όχι και ποιοι ευθύνονται για αυτό. Μας λένε μόνο, κοιτάξτε που καίγεται ο Έβρος, κοιτάξτε που πεθαίνουν κάποιοι μετανάστες. Τα γνωρίζουμε ότι συμβαίνουν, αλλά η αναπαραγωγή της ασχήμιας ενισχύει ένα αίσθημα δικό μας το οποίο αντί να το στρέψουμε προς μια δημιουργία και μια αλλαγή, το στρέφουμε σε έναν άνθρωπο ο οποίος προσπαθεί να ζήσει. Δεν είναι «όλοι μαζί μπορούμε», είναι «όλοι μαζί πρέπει να ζήσουμε», γιατί διαφορετικά παύει η ζωή σε αυτή τη χώρα.

«Η συλλογική θλίψη που έχουμε βαθιά μέσα μας δεν μας αφήνει να χαρούμε για την ίδια την ύπαρξή μας».

«Πιστεύω ότι η πληροφορία που δέχεται η κοινή γνώμη σε σχέση με το τι σημαίνει ζωή και πραγματικότητα μπορεί να προέλθει μόνο από την τέχνη».

– Όλο αυτό μάς γεμίζει και μια συλλογική ενοχή -που ζούμε, που υπάρχουμε, που χαιρόμαστε για κάτι και μάς δημιουργεί μια φοβερή εσωτερική μάχη.

Ακριβώς, η συλλογική θλίψη που έχουμε βαθιά μέσα μας δεν μας αφήνει να χαρούμε για την ίδια την ύπαρξή μας. Αν ένας άνθρωπος έχει μια οικογένεια, δεν μπορεί να τη χαρεί; Δεν είναι όλοι οι Έλληνες υποχρεωμένοι να αλλάξουν τον κόσμο. Υποχρεωμένος είναι κάθε άνθρωπος να ζήσει τη ζωή του με ηθική, με ομορφιά, με ευτυχία και ισορροπία, χωρίς να κάνει κακό στους άλλους. Δεν είναι υποχρεωμένος ένας άνθρωπος που παλεύει σε μια δύσκολη χώρα να επιβιώσει και να βγάλει τον μήνα, να πρέπει να είναι και υπόδειγμα συλλογικότητας και να βγαίνει να διαδηλώνει κάθε μήνα για όλα τα κακά που συμβαίνουν και η χώρα αυτή καταστρέφεται. Κάποια στιγμή ο ιστορικός του μέλλοντος θα πει, πέθαναν 300 άνθρωποι στη Μεσόγειο, κάποιοι άλλοι χάνονταν σε πλημμύρες, η κοινή γνώμη τι έλεγε γι’ αυτά; Η κοινή γνώμη έχει φάει τέτοια προπαγάνδα, που πλέον δεν μετακινείται και δεν συγκινείται με τίποτα. Και εγώ πιστεύω ότι αν έχω ένα λόγο να σηκώνομαι το πρωί είναι για να κάνω έναν άνθρωπο που είναι αποδέκτης της δουλειάς μου, έστω να αισθανθεί.

Παρ’ όλα αυτά το θέατρο πράγματι έχει τη δύναμη να «μετακινεί» τους ανθρώπους -τουλάχιστον σε μένα αυτό συμβαίνει. Επίσης η σκηνή σού εξηγεί πολλά πράγματα που στη ζωή μπορεί να μην τα δεχόσουν.

Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό αλλάζει κάτι συλλογικά ή αν δίνει έστω μια ελπίδα να αλλάξει κάτι. Πιστεύω όμως ότι η πληροφορία που δέχεται η κοινή γνώμη σε σχέση με το τι σημαίνει ζωή και πραγματικότητα μπορεί να προέλθει μόνο από την τέχνη. Είναι ένα τραγούδι που θα γράψει κάποιος, μια παράσταση, μια ταινία, ένα λογοτεχνικό έργο; Αν πάψουν αυτές οι φωνές και το μόνο που μείνει να αναπαράγεται είναι η καμένη γη, τότε θα αφανιστούμε. Γιατί οι άνθρωποι που ευθύνονται για αυτή την καμένη γη και κατάφεραν να κάνουν αυτή την προπαγάνδα κανονικότητα, μας έπεισαν ότι ζητάμε γενικά δικαιοσύνη -χωρίς να καταλαβαίνουμε συγκεκριμένα τι ακριβώς διεκδικούμε. Χρειάζεται όμως άλλος τρόπος πλέον, γιατί έχουμε περάσει από όλα τα στάδια -από τον Γρηγορόπουλο μέχρι σήμερα έχουμε περάσει από άπειρη βία. Τώρα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που η μάχη γίνεται στην πληροφορία. Δεν μπορεί όμως σε αυτό το παιχνίδι εμείς να συμμετέχουμε με σφεντόνα, όταν ο άλλος κάνει τέτοια προπαγάνδα καθημερινά.

– Γιατί «Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού» είχε τόσο μεγάλη επιτυχία; Εσείς τι πιστεύετε -πέρα από τη δική σας εμφάνιση, που ήταν καταπληκτική;

Πρώτα απ’ όλα θέλω να πω ότι δεν συμφωνώ με την κρίση σας για τη δική μου παρουσία. Αν σε κάτι αντιστέκομαι και αν κάτι νικάμε και απολαμβάνουμε εμείς ως άνθρωποι είναι να μην υπάρχει ο χαρακτηρισμός τού τι είσαι εσύ. Γιατί διαφορετικά δεν γίνεται τέχνη, γίνεται αγώνας δρόμου. Από κει και πέρα θεωρώ ότι το έργο είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο επειδή ο Γιάννης Κακλέας μετέφερε την ανάγκη να δημιουργήσουμε στο τώρα μία ιστορία η οποία επαναλαμβάνεται και να την πούμε ως δημιουργοί πια και όχι ως εκτελεστικά όργανα. Εμπνευσμένος από τον τρόπο που γράφω τραγούδια, που είναι λίγο άναρχος, και κείμενα, επέλεξε ο Κακλέας να ειπωθεί μια ιστορία σε μια υβριδική παράσταση, για μια υβριδική εποχή.

– Τι εννοείτε υβριδική εποχή;

Λέγοντας υβριδική εποχή εννοώ ότι δεν είναι συγκεκριμένη, δεξιά, αριστερή ή κεντρώα, αλλά ένα πράγμα που μπλέκεται και θολώνει και δεν βγαίνει ένα ζήτημα. Το ζήτημα του Ντάριο Φο, που είναι να ρεντικουλάρουμε την εξουσία και την αδικία, που ο Φο το έκανε συγκεκριμένο, στη δική μας ιστορία μπλέκεται. Ο Φο λέει ότι υπάρχει ένας θάνατος που επαναλαμβάνεται. Το πήρε αυτό ο Κακλέας και είπε ότι το βέλος μας θα έχει αποδέκτη, αλλά η παράσταση θα ρεντικουλάρει τα κακώς κείμενα από τους ανθρώπους που θα εκτελέσουν αυτό το έργο ως δημιουργοί. Δηλαδή σε αυτή την παράσταση ο καθένας έφερε τον εαυτό του, ακόμη και ο συνθέτης της μουσικής της παράστασης, ο Βάιος Πράπας, έφερε τον εαυτό του ως δημιουργό κάθε λέξης. Όλοι οι ρόλοι έφεραν το προσωπικό τους υπαρξιακό θέμα στην ομπρέλα της αδικίας. Δεν ξέρω λοιπόν γιατί το έργο είχε επιτυχία αλλά ξέρω το πώς το φτιάξαμε. Ο τρόπος που το έχτισε ο Κακλέας ήταν κάτι που εγώ δεν το έχω ξανασυναντήσει. Ο ρόλος που παίζω δεν είναι απλώς ένας ρόλος, αλλά όχημα για να καταθέσω τους προβληματισμούς μου, κάτι που είναι δύσκολο. Συνέβη και στις «17 κλωστές» του Τσαφούλια, αλλά στο συγκεκριμένο βοηθούσε η ιστορία και μετά άπλωσε πάρα πολύ.

«Με εξαίρεση την ηθοποιία, σε όλα υπόλοιπα κομμάτια της ζωής μου έπρεπε να παίρνω βαθμούς -αν είμαι καλός μαθητής, αν είμαι καλός σύντροφος, καλό παιδί, να αξιολογούμαι στα πάντα».

«Στην οικογένειά μας δεν είχαμε κανέναν καλλιτέχνη αλλά υπάρχει η καλλιτεχνική ευαισθησία».

– Στις «17 κλωστές» πώς έγινε δηλαδή;

Ο Σωτήρης είναι ένας άνθρωπος τον οποίο θαυμάζω για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Και αυτό μου κάνει εξαιρετικά εύκολο το να συνδεθώ για το πώς θα πούμε μια ιστορία. Από την αρχή, για εκείνον και για μένα, αυτή η ιστορία σήμαινε το ίδιο πράγμα. Φυσικά την έγραψε καταπληκτικά η Μιρέλλα Παπαοικονόμου, αλλά δεν θα ήταν τίποτα εάν ο δημιουργός της δεν είχε συγκεκριμένο λόγο να την πει. Πρόκειται για έναν βαθύ ιδεολογικό λόγο ύπαρξης και αντίστασης στην κοινή γνώμη, η οποία κατασπαράζει. Και επειδή εγώ τα βλέπω όλα τα πράγματα ως καλλιτέχνης, ζω τον ρομαντισμό του ότι αξίζει να έχουμε μια ύπαρξη που να δημιουργεί και όχι να καταστρέφει.

 – Πού μεγαλώσατε;

Μεγάλωσα στη Βούλα, κοντά στη θάλασσα. Έχω πάρει πολλή αγάπη από τους γονείς μου και από τους παππούδες μου. Στην οικογένειά μας δεν είχαμε κανέναν καλλιτέχνη αλλά υπάρχει η καλλιτεχνική ευαισθησία. Η μητέρα μου με πήγαινε στο θέατρο και ως έφηβο, αλλά δεν υπήρχε ένας καλλιτεχνικός πυρήνας. Εγώ όμως είχα μέσα μου μια τεράστια ενέργεια, που δεν ήξερα πώς να τη διοχετεύσω. Αυτή η ενέργεια, ευτυχώς ή δυστυχώς, κάπου πήγε στον αθλητισμό -έπαιζα ποδόσφαιρο- και ακόμα μεγαλύτερη ενέργεια, στην τέχνη.

 – Η αγάπη σας για τη μουσική;

Δεν είχα φανταστεί ούτε ότι θα εξελίξω ούτε ότι θα δημιουργήσω μέσα από αυτά τα πράγματα. Δεν το είχα στόχο ποτέ. Είμαι ερασιτέχνης οργανοπαίχτης, έπαιζα κλασική κιθάρα, την οποία όμως είχα σταματήσει πάρα πολλά χρόνια γιατί ασχολιόμουν με το ποδόσφαιρο. Σπούδασα ναυτιλιακά, χωρίς όμως να τελειώσω τις σπουδές μου, ούτε τις σπουδές υποκριτικής στο Νέο Ελληνικό Θέατρο του Γιώργου Αρμένη, επειδή κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου δούλευα και δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τα μαθήματα. Γι’ αυτό κάποια στιγμή πήγα στην Αμερική να σπουδάσω, για να καλύψω αυτό το κενό. Στο θέατρο έπαιξα πριν πάω στη δραματική σχολή, σε ένα έργο του Νίκου Καλογερόπουλου, που κάναμε περιοδεία. Ήταν σαν να τελείωσα μια σχολή πριν πάω στη σχολή.

«Δεν θέλω να ενισχύεται μια θλίψη που ενδυναμώνει ένα καθεστώς βίας, το οποίο εγώ θέλω να αλλάξω».

«Το μόνο που με νοιάζει είναι να γράψω ένα τραγούδι, να παίξω σε μια παράσταση. Δεν θέλω η απήχηση να αλλάξει τον λόγο για τον οποίο κάνω αυτά τα πράγματα».

– Πώς έτυχε να σας πάρει;

Έπαιζα σε μία ερασιτεχνική θεατρική παράσταση, το «Ξύπνα Βασίλη» του Ψαθά, και κατά τύχη με είδε εκεί ο Βασίλης Χριστομόγλου και με πρότεινε στον Νίκο Καλογερόπουλο. Από τότε άλλαξε η ζωή μου, γιατί αποφάσισα να παρατήσω τα ναυτιλιακά και να πάω να κάνω περιοδεία ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Μπήκα απότομα σε έναν κόσμο ανθρώπων που έγραφαν τραγούδια και μου φαινόταν κάτι πολύ εξωτικό. Εγώ έπαιζα μικρούς ρόλους, έφτιαχνα τα σκηνικά και πέρασα μαζί τους εκείνη την περίοδο. Ετσι μετά ακολούθησα αυτόν τον δρόμο, σπούδασα υποκριτική και το ένα έφερε το άλλο.

– Δεν σκεφτήκατε δηλαδή αν είστε καλός σε αυτό, είπατε, πάμε!

Ποτέ δεν με ενδιέφερε το αν σε αυτό το κομμάτι είμαι καλός. Νομίζω ότι ήταν η μεγαλύτερη ελευθερία που μου δόθηκε. Σε όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της ζωής μου έπρεπε να παίρνω βαθμούς -αν είμαι καλός μαθητής, αν είμαι καλός σύντροφος, καλό παιδί, να αξιολογούμαι στα πάντα. Το μόνο κομμάτι που δεν χωράει αξιολόγηση, γι’ αυτό και δεν μ’ αρέσει να μου λένε «είσαι καταπληκτικός» είναι η δουλειά μου. Μέσα από αυτήν επιλέγω να χαϊδέψω τον άλλον -όποιον μπορεί να αντιληφθεί αυτό το χάδι. Έτσι ένιωσα τέτοια ασφάλεια και τόση ελευθερία. Ακόμα και τώρα στα τραγούδια που φτιάχνω, προσπαθώ να μη με επηρεάσει το αν αυτά που κάνω έχουν μια μεγαλύτερη απήχηση από ό,τι είχαν πριν από πέντε χρόνια. Το μόνο που με νοιάζει είναι να γράψω ένα τραγούδι, να παίξω σε μια παράσταση. Δεν θέλω η απήχηση να αλλάξει τον λόγο για τον οποίο κάνω αυτά τα πράγματα.

«Την καριέρα του Τομ Χάρντι δεν μπορώ να την κάνω. Αλλά κανένας λόγος δεν με εμποδίζει από το να έχω την ίδια ακριβώς ιδεολογία με εκείνον».

– Στο εξωτερικό γιατί πήγατε; Ζήσατε στην Αμερική χρόνια.

Πήγα γιατί μου είχε μείνει αμανάτι να κάνω κι άλλες σπουδές και ήταν και ένα διάστημα που κάποια πράγματα που έκανα εδώ είχε κλείσει ο κύκλος τους. Επίσης είχα μεγάλη διάθεση να δω καινούρια πράγματα και να μάθω. Πήγα στη Νέα Υόρκη με σκοπό να μείνω έξι μήνες, πέρασαν οκτώ μήνες, έχοντας ήδη υπογράψει στο Εθνικό για τους «Ορνιθες» του Καραθάνου, αλλά τότε έκλεισα μια διαφήμιση και βρήκα ατζέντη και αποφάσισα να κάτσω λίγο παραπάνω να δω τι γίνεται. Έτσι έμεινα γύρω στα πέντε-έξι χρόνια, Νέα Υόρκη και μετά στο Λος Άντζελες, σπουδάζοντας, δουλεύοντας -τα πάντα.

«Η Αμερική σού δίνει ένα χώρο να πετύχεις αυτό που νομίζεις, αλλά παράλληλα σου δίνει μια μεγάλη ελευθερία του να υπάρχεις ολοκληρωτικά», λέει ο Πάνος Βλάχος στη συντάκτρια του Andro, Μία Κόλλια.

– Εκεί ήταν ένας άλλος κόσμος βέβαια, πώς είδατε τα πράγματα;

Τι να πρωτοπώ για την Αμερική; Νομίζω ότι αυτή η εμπειρία με βοήθησε πολύ στο να βρίσκεις ένα χώρο που είναι βέβαιο ότι θα αποτύχεις, αν βάλεις συγκεκριμένο στόχο. Αυτό βέβαια το βλέπω τώρα, αλλά γενικά όσο κι αν προσπαθώ να προγραμματίζω τα πράγματα, τελικά δεν θέλω να τα προγραμματίζω αλλά θέλω να πηγαίνω έτσι. Η Αμερική σού δίνει ένα χώρο να πετύχεις αυτό που νομίζεις, αλλά παράλληλα σου δίνει μια μεγάλη ελευθερία του να υπάρχεις ολοκληρωτικά. Αυτό νομίζω το κάνει και το τραγούδι και η συγγραφή, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να γράψεις καλύτερα από τον Ντοστογιέφσκι ή από τον Χατζιδάκι για παράδειγμα. Δεν γίνεται. Αυτό που γίνεται όμως είναι να υπάρξεις το ίδιο ελεύθερα με εκείνους. Την καριέρα του Τομ Χάρντι, ας πούμε, δεν μπορώ να την κάνω, υπάρχουν ένα εκατομμύριο λόγοι που με εμποδίζουν. Αλλά κανένας λόγος δεν με εμποδίζει από το να έχω την ίδια ακριβώς ιδεολογία με εκείνον. Το ίδιο συμβαίνει και στον αθλητισμό. Δεν μπορώ εγώ να τρέξω όπως ο Έλιοτ Κιπτσόγκε, ο κορυφαίος μαραθωνοδρόμος, αλλά μπορώ να ζήσω με την ιδεολογία της ύπαρξης που έχει αυτός, που είναι ο πρωταθλητισμός της ζωής.

«Η αντοχή που μαθαίνεις στον Μαραθώνιο, το τρίαθλο και όλα αυτά θα ήταν μαζοχισμός αν δεν σε βοηθούσε να αντέχεις τους ρυθμούς της καθημερινότητας».

«Η κούραση με βοηθάει. Πετάει περιττές σκέψεις, με ξεπλένει από άχρηστα στοιχεία, όλα όσα λειτουργούν σαν θεωρίες συνωμοσίας εναντίον του εαυτού σου».

– Η Αμερική όμως είναι ένας ανοιχτός κόσμος που σου δίνει ευκαιρίες, δεν σου κλείνει τις πόρτες, έτσι δεν είναι;

Διαφωνώ και πολεμώ οποιονδήποτε λέει ότι υπάρχουν μέρη που σου κλείνουν τις πόρτες, εκτός αν είσαι σε δικτατορικό καθεστώς. Το λέω με κίνδυνο να παρεξηγηθώ, αλλά δεν μου αρέσει να συνομιλώ με ανθρώπους που πιστεύουν ότι κλείνουν πόρτες. Για μένα δεν υπάρχουν πόρτες, ούτε μπορεί κάποιος να τις κλείσει.

– Πείτε μου για την παράσταση που ετοιμάζετε στο Faliro Summer Theater στις 30 Σεπτεμβρίου.

Γενικά δεν είχα παρουσία επί σκηνής σε συναυλία και αυτό έγινε πέρυσι πρώτη φορά, που είχαμε την ανάγκη με τον Βάιο Πράπα, ο οποίος είναι και προσωπικός μου φίλος 19 χρόνια, να παίξουμε. Έχοντας βγάλει λοιπόν τρεις δίσκους, τέσσερις μαζί με τον «Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού», δεν ήξερα αν τα τραγούδια μου έχουν συναντήσει ακροατήριο και ξεκινώντας δειλά δειλά είδα ότι υπάρχει πολύ μεγάλο ακροατήριο. Πάνω σε αυτό χτίστηκε μία ομάδα η οποία κινείται πάρα πολύ ελεύθερα, χωρίς να υπάρχει μια σοβαροφάνεια αν είμαι έντεχνος ή τι είμαι, σε ένα πάρτι που μπορεί και να ξεφεύγω και να λέω κείμενα ή τραγούδια που δεν έχω εκδώσει ακόμα, ή να συνομιλώ με το κοινό για ώρα. Έτσι ξεκίνησε, όταν παίζαμε τις Tρίτες στο Faust, και είχα την ελευθερία να ζήσω επί σκηνής τη μουσική όπως θα ήθελα εγώ να περνάω καλά. Εχουμε παίξει στην Τεχνόπολη, όπου ήρθαν 4.000 άνθρωποι και ήταν μια απίστευτη εμπειρία για μένα, και στις 30 Σεπτεμβρίου θα παίξουμε στο Faliro Summer Theater. Εμένα με πήγε στη σκηνή η πρώτη ύλη, το περιεχόμενο των τραγουδιών. Δεν είναι ότι χρησιμοποίησα ένα σόου για να περάσω κάποια τραγούδια που έχω γράψει. Αυτά τα τραγούδια αποτελούν μια προσωπική μου αφήγηση, που κάπως δένεται με τον αυτοσχεδιασμό που κάνω σε κείμενα και σε σχέση με τον κόσμο.

– Τον χειμώνα θα κάνετε θέατρο;

«Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού» θα πάει φέτος για τρίτη σεζόν. Θα αλλάξουν μόνο δύο συνεργάτες, αλλά και το ίδιο το έργο είναι τέτοιο που μετατρέπεται συνεχώς.

– Γιατί Μαραθώνιοι; Γιατί Iron Man;

Η κούραση με βοηθάει. Πετάει περιττές σκέψεις, με ξεπλένει από άχρηστα στοιχεία, όλα όσα λειτουργούν σαν θεωρίες συνωμοσίας εναντίον του εαυτού σου. Όταν τρέχεις, ο εγκέφαλος επικεντρώνεται στην επιβίωση της στιγμής και έτσι οδηγεί στην καθαρότητα της σκέψης μου και συνεπώς της δημιουργίας. Η αντοχή που μαθαίνεις στον Μαραθώνιο, το τρίαθλο και όλα αυτά θα ήταν μαζοχισμός αν δεν σε βοηθούσε να αντέχεις τους ρυθμούς της καθημερινότητας.

 

Διαβάστε ακόμα: Φαίδων Παπαμιχαήλ – συνέντευξη. Ο οσκαρικός σκηνοθέτης που διαπρέπει στο Χόλιγουντ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top