Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου. Ηρώδειο. Συναυλία για τα σαράντα χρόνια από τη δημιουργία του «Ρεμπέτικου». Η παράσταση έχει μόλις ολοκληρωθεί και ο Σταύρος Ξαρχάκος υποκλίνεται στο κοινό, γνωρίζοντας μια πρωτοφανή αποθέωση από πέντε χιλιάδες και πλέον όρθιους θεατές.
Για μια στιγμή ανατρίχιασα. Σηκώθηκαν αυτές οι χιλιάδες κόσμου και έδειξαν έναν συνδυασμό αγάπης και σεβασμού τέτοιου, που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί. Μπροστά μου έβλεπα έναν μύθο εν πλήρει λειτουργία. Αναρωτήθηκα, αίφνης, πόσοι σπουδαίοι καλλιτέχνες είχαν την τύχη να αποθεωθούν και να αναγνωριστούν όσο ήταν εν ζωή. Σίγουρα όχι πολλοί.
«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα’ πες με το πρώτο σου το γάλα». Με τους θεϊκούς στίχους του Νίκου Γκάτσου και το τραγούδι «μάνα μου Ελλάς» επέλεξε να αρχίσει αλλά και να ολοκληρώσει τη μεγάλη συναυλία ο Σταύρος Ξαρχάκος. Ίσως γιατί οι στίχοι αυτοί παραμένουν διαχρονικοί και επίκαιροι όσο ποτέ. Ίσως πάλι για να μας υπενθυμίσει πως αντλώντας παραδείγματα από το παρελθόν, μπορείς να βρεις χρήσιμα διδάγματα για το παρόν και το μέλλον.
Κακά τα ψέματα, το «Ρεμπέτικο» είναι η ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Από την Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά μέχρι την κατοχή και τον εμφύλιο, ο ελληνισμός βρισκόταν σε μια συνεχή δοκιμασία. Τα βιώματα αυτά, που έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη και το θυμικό του λαού μας, μετέτρεψαν τραγούδια όπως «το δίχτυ» ή «το πρακτορείο» σε αδέσποτες σφαίρες που σημαδεύουν κατευθείαν την ψυχή και τη μνήμη μας. Όχι γιατί έχουμε ζήσει οι ίδιοι όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα, αλλά επειδή τα έζησαν οι πρόγονοι μας. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας. Και μέσα απ’ αυτούς, ακουμπούν και αφορούν κι εμάς, δείχνοντας μας ποιοι είμαστε και από πού προερχόμαστε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, ακούγοντας αυτές τις θρυλικές μουσικές, δεν έπαψα να παρατηρώ τον Ξαρχάκο. Έκανα μια ανόητη σκέψη· στα 84 του χρόνια πια, όντας ο κορυφαίος εν ζωή Έλληνας συνθέτης, με τη θέση του στην πολιτισμική ιστορία του τόπου μας εξασφαλισμένη και περίοπτη, τι ανάγκη έχει να διευθύνει ο ίδιος την ορχήστρα. Θα μπορούσε κάλλιστα να απολαμβάνει το μεγαλειώδες δημιούργημα του από την πρώτη σειρά του Ηρωδείου, δίπλα στην οικογένεια και τους αγαπημένους του.
Εκείνος όμως ήταν στο πάλκο. Παρών. Καθοδηγούσε και εμψύχωνε τους μουσικούς και του τραγουδιστές με τέτοιο πάθος, που θύμιζε νεαρό φέρελπι συνθέτη στα πρώτα του βήματα κι όχι έναν ζωντανό μύθο που έχει πατήσει τις πιο ψηλές κορυφές της τέχνης. Εκεί όμως έγκειται η μεγαλοσύνη του Ξαρχάκου. Αυτό το πάθος του για δημιουργία, για πρωτοπορία και εν τέλει για την ίδια τη ζωή, τον σφυρηλάτησε και τον ανύψωσε σε αυτό που σήμερα είναι.
Τι σημαίνει, άραγε, να είναι κανείς συνθέτης; Mέχρι πρότινος ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί. Ο Ξαρχάκος όμως, μέσω της μουσικής του, μου έδωσε την απάντηση. Είναι εκείνος που παίρνει πράγματα -φαινομενικά- ετερόκλιτα ή και αντίθετα μεταξύ τους και τα συνθέτει. Κάτω από ένα κοινό αίσθημα. Κάτω από ένα κοινό όραμα. Με τη μουσική του πέτυχε το ακατόρθωτο· να συνθέσει την ανατολή με τη δύση. Τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη με τον Μπαχ και τον Βιβάλντι. Την παράδοση με το νεωτερικό βίο. Το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον.
Στο ανκόρ της βραδιάς, ο συνθέτης μοιράστηκε μαζί μας μια νεανική του ιστορία. Όταν 19χρονος ακόμα μαθητής του Ωδείου Αθηνών, σύχναζε στο Φαληρικό Δέλτα και ο αξέχαστος ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου τον έπιασε και του είπε «γιατί δεν γράφεις κανένα τραγουδάκι Σταυράκη». Αφού μας χάρισε το πρώτο αυτό ρεμπέτικο τραγούδι που έγραψε, κλείνοντας έτσι τη συναυλία, γύρισε προς τον κόσμο και είπε χαμογελώντας «έτσι από Σταυράκης έγινα Σταύρος».
Ευχαριστούμε μαέστρο.
//O Δημήτρης Τζανιδάκης είναι Οικονομολόγος και Πολιτικός Επιστήμονας.