H Margot Robbie στη νέα, woke “Barbie” (2023)

Τα τελευταία χρόνια, ένα φαινόμενο που έχει γίνει πλέον σύνηθες είναι η κυκλοφορία σχεδόν κάθε ταινίας υψηλού προφίλ να συνοδεύεται από μια αναπόφευκτη, αλλά πάντοτε έντονη αντιπαράθεση για το κατά πόσο η ταινία χαρακτηρίζεται από το λεγόμενο woke culture. Για την ακρίβεια, έχουμε φτάσει στο εξωφρενικό σημείο οπού και μόνο η προσδοκία μιας woke ταινίας, (το live action remake της Χιονάτης και των 7 Νάνων), είναι αρκετή για να πυροδοτήσει την παραγωγή μιας εναλλακτικής, μη woke ταινίας με το ίδιο θέμα ως απάντηση (το Snow White and the Evil Queen, δημιουργικό τέκνο του Daily Wire).

Και ακόμα κι αν εξαιρέσει κανείς τη ακραία αυτή περίπτωση, αν κοιτάξει τις μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές του 2023, όπως τη live action Μικρή Γοργόνα της Disney, τη Barbie, το Indiana Jones and the Dial of Destiny, και πιο πρόσφατα το The Marvels, θα συναντήσει παντού την ίδια αμφιλεγόμενη κατάσταση. Και ειδικά μετά την εισπρακτική αποτυχία του τελευταίου, φαινομενικά μια ακόμα σε μια διαρκώς αυξανόμενη λίστα, το ερώτημα που γεννάται μέσα από βίντεο, άρθρα, clickbait και πολέμους στα χαρακώματα των ιντερνετικών σχολίων είναι το εξής: Ευθύνεται η woke κουλτούρα για το θάνατο του mainstream cinema;

Για να απαντηθεί όμως αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να εξηγήσουμε τί είναι το περιβόητο woke culture όπως συναντάται στον κινηματογράφο; Ο όρος woke, που πρωτοεμφανίστηκε το 1962, και άρχισε τελικά να χρησιμοποιείται ευρέως κατά την δεκαετία των 2010s, αναφέρεται τυπικά στην επαγρύπνηση εναντίων φυλετικών διακρίσεων και προκαταλήψεων καθώς και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Στον κινηματογράφο, η woke κουλτούρα είναι, για τους υποστηρικτές της, μια προσπάθεια αποκατάστασης της ιστορικής αδικίας, που χαρακτηρίζεται από την περαιτέρω εκπροσώπηση περιθωριοποιημένων μειονοτήτων (πχ, γυναικών, Αφρο-Αμερικανών, μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, κλπ.), συχνά με την τοποθέτηση τους σε ρόλους που στο παρελθόν καλύπτονταν ως επί το πλείστο από λευκά, ετεροφυλοφιλικά άτομα.

Ο κόσμος παραμένει πρόθυμος να δει woke ταινίες blockbuster, με την προϋπόθεση ότι είναι αρκετά ποιοτικές και καλογραμμένες, αντί να βασίζονται σε κουρασμένα κλισέ και τακτικές.

H Liu Yifei στη “Mulan” (2020).

Για τους πολέμιούς της, αποτελεί στην καλύτερη μια επιφανειακή τακτική marketing και μια άτσαλη προσποίηση κοινωνικής ευαισθησίας, ενώ στη χειρότερη φαντάζει μια προσπάθεια επιβολής νεοφιλελεύθερων ιδεολογιών και μοντέρνας πολιτικής ορθότητας, μια απόπειρα καταστροφής του παρελθόντος και της πολιτισμικής κληρονομιάς μέσω της αλλοίωσης υπαρχόντων κοινωνικών προτύπων. Παραδόξως όμως, ακόμα και υποστηρικτές των όσων πρεσβεύει η woke κουλτούρα στο σινεμά έχουν πλέον αμφιβολίες για το κατά πόσο ο αντίκτυπος είναι θετικός. Γυρνάμε έτσι στο αρχικό ερώτημα, για το «κατά πόσο το woke culture σκοτώνει το σινεμά». Η απάντηση ωστόσο, είναι πιο περίπλοκη από ότι φαίνεται.

Ένα στοιχείο που χρησιμοποιείται συχνά ως επιχείρημα για να υποστηρίξει ότι η απάντηση είναι «ναι», είναι οι εισπρακτικές αποδόσεις της εκάστης «woke» ταινίας που κυκλοφορεί. Το επιχείρημα αυτό, που συνοψίζεται τυπικά με τη φράση “Get woke, Go broke”, και προϋποθέτει ουσιαστικά ότι η εισπρακτική πορεία μιας ταινίας επηρεάζεται αρνητικά και άμεσα από το πόσο εντάσσεται στα πλαίσια του woke culture, που θεωρητικά θα κάνει το κοινό να το απορρίψει. Υπάρχουν πράγματι παραδείγματα που επιφανειακά τουλάχιστον μοιάζουν να επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη. Τόσο το Indiana Jones, που βγήκε το καλοκαίρι, όσο και το πρόσφατο The Marvels, απέτυχαν οικτρά στα ταμεία και κατηγορήθηκαν έντονα για το wokeness τους, και πιο συγκεκριμένα για τους «δυναμικούς» γυναικείους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες που περιλάμβαναν.

Ως απάντηση, οι υποστηρικτές της woke κουλτούρας, συχνά και οι ίδιες οι εταιρείες παραγωγής κατηγορούν το κοινό για οπισθοδρομικότητα και αντιδραστικότητα στο στον προοδευτισμό του Σε αυτή την περίπτωση όμως, πώς εξηγεί κανείς τον πάταγο που έκανε το Barbie, μια ταινία με γυναίκες να αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο μπροστά και πίσω από την κάμερα, και μια ταινία με έκδηλο φεμινιστικό χαρακτήρα που παρόλα αυτά κατέληξε να βγάζει πάνω από  ένα δισεκατομμύριο δολάρια;

Xρειαζόμαστε, στο 2023, μια Λατίνα Χιονάτη; Η απάντηση είναι, όσο χρειαζόμαστε και μια λευκή Χιονάτη. Μπορεί και καθόλου…

Aπό το “Indiana Jones and the Dial of Destiny” (2023).

Και πως αντίστοιχα εξηγείται η επιτυχία που έχουν σημειώσει ταινίες όπως του Jordan Peele, που επίσης έχουν κατηγορηθεί ως προϊόντα woke κουλτούρας λόγω του κοινωνικού υπόβαθρου που πραγματεύονται; Συμπερασματικά λοιπόν, φαίνεται ότι το woke culture από μόνο του δεν επαρκεί για να εξυψώσει ή να θάψει μια ταινία στο box office. Αλλά είναι επίσης εμφανές ότι εν μέρει απορρίπτεται από το κοινό. Τί είναι λοιπόν αυτό με το οποίο ο κόσμος δυσανασχετεί αναφορικά με το woke culture;

Σε απλά λόγια, δύο πράγματα, η επιφανειακή επανάληψη και η υποκρισία. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο, παίρνοντας ως παράδειγμα τον σχετικά πρόσφατο σάλο που δημιούργησε το live action remake της Χιονάτης και των 7 Νάνων, και πιο συγκεκριμένα οι δηλώσεις της Λατίνο-Αμερικανίδας πρωταγωνίστριας, Rachel Zegler, η οποία εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της προς την πρωτότυπη ταινία του 1937 και δήλωσε ότι την ικανοποίησή της για το ρόλο της στο να δοθεί μια δυναμική μοντέρνα ανατροπή στο ξεπερασμένο παραμύθι, με τη δικιά της Χιονάτη να λαμβάνει το ρόλο της ηγέτιδας-πολεμίστριας «που είναι προορισμένη να ενσαρκώσει». Στον ηράκλειο αυτό άθλο (μεταξύ άλλων), δικαιολόγησε και το αίτημά της να πληρώνεται για κάθε ώρα που η ταινία θα προβάλλεται σε πλατφόρμες streaming (μια τουλάχιστον προβληματική δήλωση αν λάβει κανείς υπόψιν την απεργία ηθοποιών και σεναριογράφων που λάμβανε χώρα την ίδια εποχή)

Η αντίδραση που προκάλεσαν αυτά τα σχόλια ήταν τέτοια που για ένα διάστημα το ίντερνετ κατακλύσθηκε από ψευδείς ειδήσεις που ανέφεραν ότι η νεαρή ηθοποιός απολύθηκε, και όπως ήδη προαναφερθεί, προκάλεσε την παραγωγή μιας εναλλακτικής ταινίας από το Daily Wire. Τα τελευταία ήταν προφανώς υπερβολικές αντιδράσεις, για κάτι που μπορεί να ήταν απλά μερικές άστοχες δηλώσεις λόγω του άγχους που επιφέρει η συμμετοχή σε μεγάλες παραγωγές. Αλλά είναι εμφανές ότι στην περίπτωση αυτή κανείς δε φάνηκε να είναι θετικός στα woke στοιχεία που πρεσβεύει η Zegler και η ταινία γενικότερα.

Ο κόσμος χρειάζεται κάτι περισσότερο από κουρασμένα σεναριακά κλισέ και κενές ψευδοφεμινιστικές καρικατούρες. Χρειάζεται πιο δημιουργικές ιστορίες με πολυδιάστατους γυναικείους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες.

Αριστερά η Rachel Zegler ως woke Χιονάτη και δεξιά η Brett Cooper στο “Snow White and the Evil Queen” (© The Daily Wire).

Ο λόγος είναι απλός. Η συγκεκριμένη «μπογιά» έχει πλέον παλιώσει. Η ιστορία της πριγκίπισσας-πολεμίστριας έχει ειπωθεί τόσες φορές που πλέον ούτε κάτι πρωτότυπο, ούτε κάτι επαναστατικό είναι. Η ίδια η ιδέα της Χιονάτης ως πολεμίστριας είχε ήδη φτάσει στους κινηματογράφους το 2011 με το Snow White and the Huntsman, σχηματική και ανέμπνευστη ταινία που ακόμα και αυτή η κεντρική της ιδέα ήταν ουσιαστικά παραλλαγή του ίδιου concept στο οποίο πάτησε το 2010 η  live action Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων της Disney (μια ταινία οριακά ξεχασμένη, αλλά της οποίας η επιτυχία υπήρξε καταλυτική για να αρχίσει το τσουνάμι των live action remake της Disney που μας μαστίζει μέχρι σήμερα).

Ακόμα και τότε, αυτό το storyline γυναικείας χειραφέτησης είχε πάψει να είναι κάτι καινούργιο (το Beauty and the Βeast το είχε κάνει πίσω στο 1993 εξάλλου) κι έκτοτε έχει επαναληφθεί δεκάδες φορές, κάποιες επιτυχώς, κάποιες όχι. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για ιστορίες γυναικείας χειραφέτησης. Κάθε άλλο, και ίσως τις χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό το λόγο το κοινό χρειάζεται κάτι περισσότερο από κουρασμένα σεναριακά κλισέ και κενές ψευδοφεμινιστικές καρικατούρες. Χρειάζεται πιο δημιουργικές ιστορίες με πολυδιάστατους γυναικείους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες.

Εδώ έρχεται να «κουμπώσει» η πρόσφατη επιτυχία της Barbie, μιας ταινίας που για όλα της τα στραβά, είχε πράγματι μια σεναριακά ανεπτυγμένη, «τρισδιάστατη» πρωταγωνίστρια και παράλληλα μια ιστορία πιο σύνθετη από ότι ίσως θα περίμενε κανείς, και που όπως φαίνεται κέρδισε το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού. Συνεπώς μπορούμε μάλλον να πούμε ότι το κοινό αυτό δεν είναι απαραίτητα ενάντια σε στοιχεία που περιλαμβάνει το woke culture, όπως ο φεμινισμός και η χειραφέτηση, αλλά τα κριτήριά του πλέον φαίνονται να έχουν γίνει αρκετά πιο αυστηρά. Οι ίδιοι θεατές που υποστήριξαν το δημιουργικό και σχετικά καινούργιο που αντιπροσωπεύει η Barbie μπορούν κάλλιστα να απορρίψουν τις βαρύγδουπες δηλώσεις για τον εν τέλει επιφανειακό προοδευτισμό της Χιονάτης.

Τη στιγμή που η Marvel δόξαζε και άρμεγε εμπορικά τον θρίαμβο του «Black Panther» στις ΗΠΑ, προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρύψει το χρώμα του πρωταγωνιστή της ταινίας από τις Κινέζικες αφίσες.

Η κινεζική αφίσα (αριστερά) του “Black Panther”(© Disney)

Πριν αφήσουμε τη Χιονάτη, αξίζει να αναφερθεί και ένα ακόμα γεγονός. Στα πλαίσια της κριτικής που ασκήθηκε, κάποιοι έσπευσαν να κατηγορήσουν τους κριτές για ρατσισμό και αντίδραση στην πρόσληψη μιας Λατινο-Αμερικάνίδας ηθοποιού σε έναν παραδοσιακά λευκό ρόλο. Είναι αλήθεια ότι το φαινόμενο αυτό, που ορίζεται ως «race/gender swapping» (όταν ένας ρόλος παίζεται από κάποιον ηθοποιό διαφορετικού χρώματος/φύλου), έχει δεχθεί κριτική. Και είναι δυστυχώς επίσης αλήθεια ότι υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων που θα εναντιωθεί σε οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή λόγω των προκαταλήψεών του. Αλλά αυτός ο υποθετικός μαζικός ρατσισμός σίγουρα δεν επηρέασε την εισπρακτική επιτυχία της  Μικρής Γοργόνας την άνοιξη του 2023, παρά το ότι συνοδεύτηκε από αντίστοιχες διαμάχες για το χρώμα της πρωταγωνίστριας. Συνεπώς που οφείλεται η κριτική; Η απάντηση είναι και πάλι η παθητική επανάληψη.

Το ζήτημα του race swapping δεν είναι κάτι καινούργιο. Το περιβόητο debate περί «μαύρου James Bond» το πιο γνωστό ίσως παράδειγμα, τραβάει κυριολεκτικά χρόνια και στο μεταξύ έχουν μεσολαβήσει αμέτρητα άλλα (remake Ghostbusters (2016), remake Resident Evil (2022), κλπ.). Δεν εντυπωσιάζει πλέον ένα ακόμα race/gender swapped remake. Στην ερώτηση για το αν χρειαζόμαστε, στο 2023, μια Λατίνα Χιονάτη, η απάντηση είναι όσο χρειαζόμαστε και μια λευκή Χιονάτη. Μπορεί και καθόλου.

Η Rachel Zegler έχει κάποιο δίκιο στο ότι η πρωτότυπη ιστορία είναι κάπως ξεπερασμένη. Αλλά στην περίπτωση αυτή γιατί να μη δούμε μια πρωτότυπη ιστορία με πρωταγωνίστρια μια Λατίνα γυναίκα, μια ιστορία με τις δικές της ιδιαιτερότητες, αντί για ένα ακόμα άψυχο remake; Και για να διευρύνουμε το ερώτημα, δεν είναι κάπως υποκριτικό ότι το Hollywood, που τόσο αρέσκεται στο να κηρύττει την εκπροσώπηση μειονοτήτων, προτιμά να κρατά τις μειονότητες αυτές σε ένα «πάγκο αναπληρωματικών» για εμπορικά αναγνωρίσιμους «λευκούς ρόλους», αντί να ρισκάρει να επενδύσει χρηματικά σε νέες ιστορίες και νέους χαρακτήρες που έχουν να διηγηθούν;

«Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», το “μακρινό” 2010 (© Disney).

Και στις δύο αυτές ερωτήσεις η απάντηση περιλαμβάνει φυσικά τον οικονομικό παράγοντα, και αυτό με τη σειρά του μας φέρνει στο δεύτερο αρνητικό στοιχείο που το κοινό έχει συνδέσει με το woke culture στον κινηματογράφο. Την υποκρισία. Το Hollywood είναι φυσικά μια γιγάντια μηχανή που στοχεύει στη μεγιστοποίηση του κέρδους της. Δεν λέμε κάτι καινούργιο εδώ. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, φαίνεται να θέλει να είναι ταυτόχρονα κάποιου είδους πυλώνας ηθικής και προοδευτισμού, όσο ασύμβατο κι αν είναι αυτό με τον πρωταρχικό του στόχο. Η προσπάθεια να συνδυαστούν τα δύο αυτά ασύμβατα οδηγεί σε κάποιες πραγματικά τραγελαφικές καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν το Hollywood προσπαθεί να συνδυάσει την woke κουλτούρα (όπως την εκπροσώπηση εθνικών μειονοτήτων) του με τα οικονομικά του συμφέροντα στη παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα στην Κίνα.

Ας πάρουμε το παράδειγμα του Black Panther (2018) που αναφέρθηκε πιο πάνω. Μια ταινία που πραγματικά εκθειάστηκε ως η πρώτη με πρωταγωνιστή έναν μαύρο υπερήρωα (κάτι που φυσικά απαιτούσε να ξεχαστεί η ύπαρξη του Blade (1998), που τεχνικά κατέχει αυτό τον τίτλο). Κι όμως, τη στιγμή που η Marvel δόξαζε και άρμεγε εμπορικά αυτό τον θρίαμβο στις ΗΠΑ, προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρύψει το χρώμα του πρωταγωνιστή της ταινίας από τις Κινέζικες αφίσες, προφανώς για να μη θίξει τα ρατσιστικά αισθήματα του πληθυσμού εκεί.

Η πιο τραγική δε περίπτωση είναι αναμφίβολα αυτή του live action remake της Mulan (2020), όπου η Disney επιχείρησε να δώσει τα woke πειστήριά της δηλώνοντας περηφάνια για το γεγονός ότι παρήγαγε μια ταινία υψηλού budget με Ασιάτιδα πρωταγωνίστρια, την ίδια στιγμή που γύρναγε σκηνές στην επαρχία της Σινστιάνγκ στην Κίνα, όπου βρίσκονται τα στρατόπεδα αναμόρφωσης των Ουιγούρων Μουσουλμάνων και ευχαριστούσε τοπικά μέλη της κυβέρνησης που συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή. Υπάρχει άραγε κάτι πιο οξύμωρο από μια εταιρεία που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί και βοηθάει τις μειονότητες, να δίνει ευχαριστίες σε ένα καθεστώς που προσπαθεί ενεργά να εξολοθρεύσει τις μειονότητές του;

Ο υποθετικός μαζικός ρατσισμός σίγουρα δεν επηρέασε την εισπρακτική επιτυχία της  «Μικρής Γοργόνας, παρά το ότι συνοδεύτηκε από αντίστοιχες διαμάχες για το χρώμα της πρωταγωνίστριας.

Η Halle Bailey ως μαύρη «Μικρή Γοργόνα» (© Disney)

Αντίστοιχα τραγικωμική είναι και η κατάσταση όσον αφορά την εκπροσώπηση μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Για παράδειγμα, Πόσες δηλώσεις είχαν γίνει, πόσα clickbait άρθρα είχαν γραφτεί για το πρώτο, ιστορικό λεσβιακό φιλί σε ταινία Star Wars εν αναμονή του Rise of Skywalker το 2019; Ο σκηνοθέτης, J.J. Abrams επανέλαβε με στόμφο την ανάγκη για εκπροσώπηση, μόνο για να απογοητεύσει τους πάντες μια στιγμιαία σκηνή που περιλάμβανε δύο τριτοτέταρτους χαρακτήρες, στρατηγικά σύντομη ώστε να μπορεί να κοπεί από αντίγραφα της ταινίας που θα προβληθούν σε πιο συντηρητικές χώρες όπως η Σιγκαπούρη, υπάρχουν πραγματικά πολλά παρόμοια παραδείγματα, αλλά το πρόβλημα είναι εμφανές. Το Hollywood είναι οκ με την εκπροσώπηση και το woke, μονάχα όσο αυτό συμβαδίζει με τα οικονομικά του συμφέροντα. Και ως αποτέλεσμα, το κοινό σταδιακά απορρίπτει το woke culture, βλέποντας το, στην καλύτερη ως μια υποκριτική τακτική αναζήτησης προσοχής.

Γυρνώντας λοιπόν στο αρχικό ερώτημα, μπορούμε να πούμε ότι η woke κουλτούρα σκοτώνει το mainstream cinema; Μάλλον όχι. Ο κόσμος παραμένει πρόθυμος να δει woke ταινίες blockbuster, με την προϋπόθεση ότι είναι αρκετά ποιοτικές και καλογραμμένες, αντί να βασίζονται σε κουρασμένα κλισέ και τακτικές όπως το race/gender swapping, που έχουν χάσει το ριζοσπαστικό τους χαρακτήρα χρόνια τώρα.  Κουράστηκε όμως να βλέπει τις ίδιες, κενές ιστορίες χειραφέτησης να πλασάρονται ως επαναστατικές στιγμές, και σίγουρα κουράστηκε να καλείται να εξυμνήσει με το πορτοφόλι του την «προοδευτισμό» εταιριών των οποίων η ηθική πυξίδα είναι τόσο σταθερή όσο μια ρουλέτα.

 

Διαβάστε ακόμα: Ήρθε το τέλος για τους κινηματογραφικούς υπερήρωες; 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top