Γιώργος Κοτσιφάκης «Δεν διάλεξα εγώ το χορό. Αυτός με διάλεξε»
Σε ένα από τα διαλείμματα της διεθνούς περιοδείας του με την ομάδα του Jan Fabre, ο ταλαντούχος 25χρονος χορευτής φωτογραφίζεται αποκλειστικά για το Andro και μας λέει: «Με ενθουσιάζει και με συγκινεί να παίζω με τη φυσική και τη μουσική χρησιμοποιώντας το σώμα μου».
Σε τι φάση σε πετυχαίνουμε αυτή τη στιγμή;
Μόλις επέστρεψα από την Αμβέρσα όπου είχα παραστάσεις με την ομάδα του Jan Fabre με τον οποίο συνεργάζομαι τα τελευταία δυο χρόνια. Βρίσκομαι σε παγκόσμια περιοδεία και αυτό θα πει απανωτά ταξίδια σε τακτά διαστήματα. Επίσης, εδώ και δυο μήνες κάνω πρόβες για τη νέα παραγωγή του χορογράφου Αντώνη Φωνιαδάκη «Wisteria Maiden», μαζί με άλλους επτά άνδρες χορευτές από διάφορα μέρη της Ευρώπης. Η θεματολογία της βασίζεται στο γιαπωνέζικο παραδοσιακό θέατρο kabuki και θα κάνουμε πρεμιέρα στο Βελιγράδι στις 12 Απριλίου, στο πλαίσιο του Belgrade Dance Festival.
Γιατί χορεύεις;
Τι σημαίνει για σένα ο χορός;Κατά ένα μυστήριο λόγο δεν τον επέλεξα ποτέ συνειδητά. Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω ακόμη σε αυτή την ερώτηση. Νιώθω πως αυτός με διάλεξε και όχι εγώ. Με ενθουσιάζει και με συγκινεί να παίζω με τη φυσική και τη μουσική χρησιμοποιώντας το σώμα μου.
Πώς και πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με το χορό;
Ξεκίνησα όταν ήμουν πέντε χρονών ‒με θυμάμαι να σπρώχνω έπιπλα στην άκρη, να βάζω δίσκους κλασσικής μουσικής και να λυσσομανάω. Μια μέρα στην τηλεόραση είχε τη σειρά «Το δις εξαμαρτείν» και έπειτα από ένα φαντασμαγορικό show, σύμφωνα με τα λεγόμενα των γονιών μου, αποφάσισαν να με πάνε να με… κοιτάξουν ειδήμονες. Έτσι βρέθηκα στο Λύκειο Ελληνίδων, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Οι γονείς μου, και οι δυο αθλητές (μαμά πρωταθλήτρια στα 100μ και μπαμπάς ποδοσφαιριστής), δεν είχαν σκεφτεί ποτέ να με γράψουν στο μπαλέτο. Η κυρία Ντίνα Βασιλάκη είναι αυτή που με «γράπωσε» τότε και με δίδαξε τα πρώτα βήματα.
Πώς σου φάνηκε η σχολή μπαλέτου;
Η σχολή μου άρεσε πολύ, αλλά έξω από αυτήν τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ήμουν το μόνο αγοράκι στην τάξη και μην ξεχνας ότι μιλάμε για το Ηράκλειο της Κρήτης. Δεν ένιωθα ξεχωριστός, ένιωθα ντροπή. Στο σχολείο μου έλεγαν, για παράδειγμα, «κάνε μας μια πιρουέτα», ή με φώναζαν μπαλαρίνα. Κατά τ’ άλλα ένιωθα μια χαρά, έπαιζα ποδόσφαιρο, είχα φίλους. Οι γονείς μου είναι και οι δύο αθλητές οπότε έκανα ενόργανη, στίβο, όλα τα σπορ. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα στο γυμνάσιο όπου «έφαγα» αρκετό bullying με αποτέλεσμα να κλειστώ στον εαυτό μου και να μη μιλάω για το χορό. Έγινα πιο μοναχικός. Όταν οι συμμαθητές μου πήγαιναν βόλτες με τα μηχανάκια, εγώ καθόμουν μόνος μου σπίτι, κατέβαζα τραγούδια από το youtube και αντέγραφα τα βίντεο κλιπ. Στο λύκειο όμως, απέκτησα άλλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και στις δυνάμεις μου, ένιωσα ότι είμαι ξεχωριστός, αυτή τη φορά όμως με την καλή έννοια. Είναι πολύ γελοίο αυτό που συμβαίνει ‒και συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα‒ το να θεωρούμε δηλαδή ότι το μπαλέτο είναι μόνο για κορίτσια. Το μπαλέτο είναι η βάση για κάθε είδος χορού.
Ποιες είναι οι πιο σημαντικές συνεργασίες που είχες ως σήμερα;
Όλες μου οι δουλειές είναι εξίσου σημαντικές, διότι δίχως όλες αυτές μαζί δεν θα ήμουν αυτός που είμαι σήμερα. Αυτές που ξεχωρίζω λίγο περισσότερο και που θεωρώ ότι άνοιξαν ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή μου, είναι με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στο «2» όταν ήμουν 18 χρονών, με τον Αντώνη Φωνιαδάκη στη solo performance «All Things Are Quiet Silent», που χόρεψα πέρυσι το καλοκαίρι και φυσικά η συνεργασία μου με τον Jan Fabre στην πεντάωρη παράσταση «The Power of Theatrical Madness», χάρη στην οποία έχω ταξιδέψει και εξακολουθώ να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο.
Διαβάστε επίσης: Ο Ιβάν ξέρει το δρόμο
Πες μας μια πολύ έντονη στιγμή από κάποια παράσταση.
Στην πρεμιέρα του γνωστού Impulstanz Festival στη Βιέννη, το καλοκαίρι του 2012, παίζαμε στην πεντάωρη παράσταση του Fabre, στο κτίριο του τεράστιου Burgtheater. Στα πρώτα 20 λεπτά, όπου αναπαρίσταται η δολοφονία αληθινών βατράχων επί σκηνής και ενώ εγώ στέκομαι πλάτη στο κοινό γυμνός, με μια κορόνα στο κεφάλι, νιώθω ριπές από παπούτσια και προγράμματα του φεστιβάλ να χτυπούν το πίσω μέρος του σώματός μου και ακούω βαριές βρισιές στα γερμανικά, που στόλιζαν το σκηνοθέτη μου. Τη στιγμή εκείνη πίστεψα πως θα ανέβουν άνθρωποι στη σκηνή, εξοργισμένοι με την «σικέ» δολοφονία των ψυχρόαιμων ζώων. Αφού χάσαμε 460 θεατές απ’ τους 1270 σε εκείνα τα λεπτά και ενώ άκουγα τις πόρτες να χτυπάνε με τρομερό βρόντο, η σκηνή συνεχίστηκε με ένα αργεντίνικο τανγκό που χορεύω με τον Gilles Pollet «μεταμφιεσμένοι» σε γυμνούς βασιλιάδες. Μόλις τελειώσαμε, δεν ακουγόταν κιχ. Λίγες στιγμές αργότερα, όλοι ξέσπασαν σε δυνατά χειροκροτήματα. Το κοινό ήταν τόσο ζωντανό και τόσο διχασμένο, που έκανε αυτή τη νύχτα αξέχαστη.
Έχεις σπουδάσει με υποτροφία και στο Άμστερνταμ. Πώς είναι τα πράγματα εκεί σε σχέση με την Ελλάδα;
Όταν πήγα στην Ολλανδία το 2011, ήταν τότε που άρχιζε να «σκεβρώνει» η χώρα μας. Ήταν πολύ καλό το timing για μένα και έκανα πράγματα που δεν θα τα γνώριζα ποτέ εδώ. Αλλά θεωρώ πως το ζήτημα στην Ελλάδα, σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι ότι υπάρχει κώλυμα στο πώς θα επιτευχθούν νέες καταστάσεις στο χώρο της τέχνης. Το καλλιτεχνικό και τεχνικό επίπεδο των χορευτών στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με αυτό πολλών άλλων χορευτών στο εξωτερικό. Απλώς, εδώ στερούμαστε βασικές υποδομές και χρηματική υποστήριξη. Έξω γίνεται τέχνη για την τέχνη, ενώ εδώ η τέχνη προκύπτει απ’ τις καθημερινές ανάγκες της ζωής μας.
Τι θυσίες απαιτεί η ζωή του χορευτή;
Μέχρι και τα 25 δεν απαιτεί κάποια τρομερή θυσία. Δεν στερήθηκα ποτέ τίποτα από φαγητά και κραιπάλες. Παρόλα αυτά, επαγγελματισμός, φροντίδα, σεβασμός στο σώμα και τακτική εξάσκηση είναι πράγματα σημαντικά για έναν χορευτή που σέβεται και υπηρετεί σωστά την τέχνη του. Τώρα, από εκεί και πέρα, κάπου στα 30 φαντάζομαι ότι θα πρέπει να κοιμάσαι νωρίς, να τρως υγιεινά, να προσέχεις τους τραυματισμούς σου και να κάνεις φρόνιμη διαχείριση της ενέργειάς σου.