Η ταινία του Σέρρα δεν είναι πορνό, αλλά τα πάθη του σώματος αναφλέγονται επαρκώς (lesinrocks.com).

Δεν πολυακούστηκε, αλλά φέτος στις Κάννες, πέρα από τα κλασικά, μύρισε θειάφι. Κι αυτό χάρη στην ταινία «Ελευθερία» του Ισπανού Albert Serra. Η οποία βραβεύτηκε με το ειδικό βραβείο της Επιτροπής του τμήματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Θέμα της, μια νύχτα ξεσαλώματος του 1774, μέσα σ’ ένα δάσος όπου συναντιώνται οι λιμπερτίνοι αριστοκράτες που είχαν διωχθεί από τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄, εξαιτίας της τρυφηλότητάς τους. Ώσπου να γίνουν ασμένως αποδεκτοί στην αυλή του Φρειδερίκου Β’ της Πρωσίας. Η μεγάλη επιτυχία της οφείλεται στο γεγονός ότι κατάφερε να σοκάρει τους αστούς, πράγμα που στις μέρες μας δεν είναι και λίγο. Θρυαλλίδα.

Παρόντες φίλοι στην αίθουσα Debussy, όπου γινόταν η προβολή, μου μετέφεραν το πόσο διασκέδασαν με τη δήθεν τάχα μου σεμνοτυφία των σκανδαλισμένων. Ένα ζευγάρι μεσηλίκων γρύλλιζε με αποτροπιασμό μπροστά στη θέα ενός απλού δαγκώματος γυναικείου κώλου. Δεν ήταν τόσο η σκηνή όσο ότι παρόντες στην αίθουσα ήταν ο Ισπανός υπουργός Πολιτισμού και ο πρόεδρος του Φεστιβάλ με βραδινό ένδυμα. Ένας άλλος, βγαίνοντας, λακοστάκι ριγμένο στους ώμους, παραπονιόταν στη γυναίκα του: «Δεν ήταν καν πορνό. Πανάσκημοι όλοι τους».

Ναι, το φιλμ του Σέρα δεν είναι πορνό. Εκείνη τη σεληνιασμένη νύχτα, σ’ ένα δάσος που κολυμπάει σ’ ένα μαγικό φως, τα κορμιά των ηθοποιών ξεπροβάλλουν αργά μέσα από την οργιώδη βλάστηση, πλησιάζονται, αρχίζουν να επιδίδονται στις πρακτικές τους πάνω σε κουτσές καρέκλες: πιεστικά χάδια, επίμονα αγγίγματα, το πράγμα σιγά-σιγά αναφλέγεται, πεινασμένες αιδοιολειχίες, σοδομισμοί, «χρυσά ντους», ακόρεστα πάθη εν χορδαίς και οργάνοις… Και σταματάω εδώ, γιατί είμαι διακριτικός.

Η «Ελευθερία» είναι στην πραγματικότητα μια παθιασμένη προσπάθεια του σκηνοθέτη να αναμετρηθεί με την αδυνατότητα προσαρμογής του έργου του Σαντ στον κινηματογράφο.

Αλλά σημασία δεν έχει το τι κάνουν όσο ο πολύ ιδιαίτερος τρόπος των λήψεων και το πώς ενεργούν μέσα σου. Ακόμα και οι πιο βίαιες κινήσεις ασκούνται με μια ολύμπια ηρεμία, σχεδόν τρυφερή, γιατί είναι απελευθερωμένες από κάθε ηθικό ή συναισθηματικό βάρος. Και όλη η ταινία είναι ήρεμη και αδυσώπητη (περιλαμβανομένης και μιας συζήτησης περί των ημερών μας) κι αυτό χάρη στον τρόπο της να περιγράφει ένα πλήθος σεξουαλικών πρακτικών, αλλά και σχέσεων εξουσίας, όπου νέοι και γέροι, άσχημοι κι ωραίοι, άνδρες και γυναίκες, αφεντικά και υπηρέτες δεν παύουν να εναλλάσσουν ρόλους, ώσπου να καταργήσουν τα σύνορα στα οποία βασίζονται όλες οι μορφές πουριτανισμού και εκμετάλλευσης. Σε αυτό έγκειται και η υπέρτατη και φοβερή ελευθερία όλου αυτού του εσμού που κατέχει το πώς να μεταστρέψει υποταγή και ταπείνωση σε ηδονή.

Όλη η ταινία ακροβατεί διανύοντας την απόσταση μεταξύ αυτού που βλέπεις κι αυτό που βρίσκεται μέσα σου, ανάμεσα στο σωματικό οργασμό και τη διανοητική απόλαυση.

Η ελευθεριότητα που διαπραγματεύεται η ταινία του Καταλανού δεν είναι λοιπόν μια ασέλγεια. Αντίθετα, παραπέμπει μάλλον στη στυγερότητα και στεγνότητα του Σαντ -επαναληπτική, αυστηρή. Η «Ελευθερία» (μεταφορά στην οθόνη θεατρικού έργου του ιδίου, το οποίο ανέβηκε το 2018 στο Volksbühne του Βερολίνου) είναι στην πραγματικότητα μια παθιασμένη προσπάθεια του σκηνοθέτη να αναμετρηθεί με την αδυνατότητα προσαρμογής του έργου του Σαντ στον κινηματογράφο.

Η ελευθεριότητα που διαπραγματεύεται η ταινία του Καταλανού δεν είναι λοιπόν μια ασέλγεια. Αντίθετα, παραπέμπει μάλλον στη στυγερότητα και στεγνότητα του Σαντ (parismatch.com).

Ο Σέρα απαντάει (και στο άγαρμπο «120 Μέρες στα Σόδομα» του Παζολίνι) δίνοντας θέση στο λόγο, σύμφωνα και με την άποψη του συγγραφέα ότι η ηδονή ξεκινάει από την ακοή. Οι λιμπερτίνοι μας συζητάνε, αφηγούμενοι ο ένας στον άλλο ένα μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκαν. Και καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο λόγος είναι εκείνος που βάζει μπρος τη μηχανή των φαντασιώσεων. Συνοδεία μιας ονειρικής και υπνωτιστικής μουσικής.

Άλλο χαρακτηριστικό του μαρκησίου που υιοθετεί ο σκηνοθέτης: Όλα τούτα δεν είναι και πολύ ερεθιστικά, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο. Κατά πρώτον, γιατί το σεξ γρήγορα γίνεται νοσηρό και σκατολογικό. Τρέφεται κυρίως από αυτά που το σώμα αρνείται, φτάνοντάς το στα άκρα – κάποιος φαντασιώνεται ότι τρώει τα σκατά κάποιου άλλου, ο οποίος έχει φάει τον εμετό μιας βασανισμένης. Ώσπου η ηδονή να βιωθεί ως ένας επαναλαμβανόμενος θάνατος.

Όλη η ταινία ακροβατεί διανύοντας την απόσταση μεταξύ αυτού που βλέπεις κι αυτό που βρίσκεται μέσα σου, ανάμεσα στο σωματικό οργασμό και τη διανοητική απόλαυση. Πέρα από το πλαστικό μεγαλείο τους, η δύναμη των πλάνων του Σέρα έγκειται στο ότι διαρκώς υπαινίσσονται -με τους φωτισμούς τους, το ρυθμό τους, το καδράρισμά τους- πώς το ουσιώδες δεν είναι ορατό. Ακόμα και η θέαση των πιο ξεδιάντροπων πράξεων δεν αρκεί να εξηγήσει πού γεννιούνται και πού πάνε όλες αυτές οι μυστικές ηδονές. Ακριβώς το αντίθετο της πορνογραφίας.

Καθηλωμένοι μπροστά σε αυτά τα κορμιά, σάρκινα και φαντασματικά συνάμα, παίρνουμε μέρος σ’ ένα τελετουργικό ή μια ιερουργία. Και όπως λέει ο ίδιος ο Σέρα: «Από ένα σημείο και μετά, αδυνατείς να διακρίνεις μεταξύ του τι είδες, τι άκουσες, τι ένιωσες και τι φαντάστηκες».

Καθηλωμένοι μπροστά σε αυτά τα κορμιά, σάρκινα και φαντασματικά συνάμα, παίρνουμε μέρος σ’ ένα τελετουργικό ή μια ιερουργία (festival-cannes.com).

Στην ταινία, συμμετέχει κι αυτό το εξωπραγματικό ον που ακούει στο όνομα Χέλμουτ Μπέργκερ (στα 75 του πλέον, απορώ ακόμα πώς έχει επιβιώσει).

 

Διαβάστε ακόμα: Πάνε 90 χρόνια κι ο «Ανδαλουσιανός σκύλος» γαβγίζει ακόμα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top