O ανατριχιαστικός Κόμης Ορλόκ έχει βγει στο δρόμο προς άγρα θυμάτων.

Σκηνή που μπορεί να σε στοιχειώσει: τη στιγμή που η νεαρή Έλεν, ολότελα αποκαμωμένη, με τις φρένες της να μοιάζουν με γυμνά καλώδια και τον τρόμο να ανεβαίνει πάνω της σαν κισσός, έρχεται αντιμέτωπη με τον Κόμη Ορλόκ.

Μόνη στο πνιγηρό από την αρρώστια δωμάτιό της αισθάνεται από απόσταση τα γαμψά νύχια των χεριών του Ορλόκ να χαϊδεύουν επιθετικά την κοιλιά, το στέρνο, τον λαιμό της. Είναι η στιγμή που πρέπει να ολοκληρωθεί η προφητεία και να θυσιαστεί. Είναι ο μόνος τρόπος να σωθεί ολόκληρη η πόλη της Βρέμης που βουτήχτηκε στο θανατικό έπειτα από την έλευση του Ορλόκ.

Ο σκηνοθέτης Φρίντριχ Μουρνάου βούτηξε για τα καλά στον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ και αναδυόμενος δημιούργησε τον δικό του ερεβώδη χαρακτήρα.

Με τους διάφορους Leatherface, Μάικλ Μάγερς, Φρέντι Κρούγκερ να έχουν φτάσει την έννοια του τρόμου σ’ ένα φρικιαστικό απόγειο, η σκοτεινή παρουσία του βαμπιρένιου (sic) Κόμη ενδέχεται σήμερα να μην μας προκαλεί τόσα ρίγη στην πλάτη και να μην μας κόβει την ανάσα. Εντούτοις, υπήρξε ο πρώτος διδάξας στην τελετουργία του απόλυτου φόβου.

Λες και αναδύεται από ένα έρεβος.

Αν τώρα μνημονεύουμε ταινίες όπως το Hellraiser, τον Εξορκιστή, τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών ή τον Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι, ως τις ταινίες που έδωσαν υποστασιακή μορφή στους ανθρώπινους φόβους και μετέτρεψαν τους θεατές τους σε αθύρματα πνιγμένα στα λασπώδη νερά της ξέφρενης διαταραχής, τότε θα πρέπει να αναλογιστούμε πως όλα ξεκίνησαν από τον Νοσφεράτου. Αν μη τι άλλο, τα στερνά οφείλουν να τιμούν τα πρώτα.

Πρόκειται για μια ταινία (στη χορεία των καλτ, πλέον) που φέτος κλείνει 100 χρόνια ζωής κι ακόμη μνημονεύεται ως αρχετυπική του είδους. Ο σκηνοθέτης Φρίντριχ Μουρνάου βούτηξε για τα καλά στον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ και αναδυόμενος από τα φρικώδη σκοτάδια του βιβλίου, δημιούργησε τον δικό του ερεβώδη χαρακτήρα. Ολα τούτα συνέβησαν το 1922 οπότε και προβλήθηκε πρώτη φορά η ταινία.

Αν και ταινία του βωβού κινηματογράφου, ο Νοσφεράτου σε κεντρίζει με την υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών.

Τα προβλήματα, ωστόσο δεν έλειψαν κατά την παραγωγή της ταινίας. Διότι άλλο η ιδέα που μπορεί να έχει ένας ευφυής και πρωτοπόρος σκηνοθέτης κι άλλο η σκληρή πραγματικότητα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Το γεγονός ότι η λέξη «Δράκουλας» ή κάποιο παράγωγό της δεν υπάρχει στην ταινία δεν πρέπει να θεωρείται ατόπημα του Μουρνάου.

Αριστερά: ο σκηνοθέτης Φρίντριχ Μουρνάου. Δεξιά: ο ηθοποιός Μαξ Σρεκ που υποδύθηκε τον Νοσφεράτου.

Ο γερμανός σκηνοθέτης είχε να αντιμετωπίσει την Φλόρενς Στόκερ, γυναίκα του Μπραμ Στόκερ, έπειτα από τον θάνατο του συζύγου της αλυσόδεσε τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του, με αποτέλεσμα ουδείς να μπορεί να τα μεταφέρει στον κινηματογράφο δίχως τη δική της συγκατάθεση. Την οποία, φυσικά, και δεν έδωσε ποτέ στον Μουρνάου.

Εκείνος, όμως, θέλοντας να παρακάμψει την πείσμωνα δύναμη της χήρας Στόκερ, λοξοδρόμησε ονομάζοντας τον ήρωά του Κόμη Ορλόκ και αλλάζοντας κάπως την ιστορία του γνωστού μας Βρυκόλακα. Η Στόκερ όχι μόνο δεν υπέστειλε τη σημαία των διεκδικήσεών της, αλλά το 1924 απαίτησε να καταστραφούν όλα τα αντίτυπα της ταινίας υποστηρίζοντας πως παραβίαζαν τα πνευματικά δικαιώματα του βιβλίου του άντρα της.

Το πόσο επιτυχημένο ήταν το εγχείρημα του Μουρνάου φαίνεται από το πλήθος των μιμητών που βρήκε στο μέλλον.

Ο Μουρνάου αναγκάστηκε, τελικά, να συμβιβαστεί, αλλά ευτυχώς για όλους μας η καλή νεράιδα της 7η τέχνης έσωσε κάποιες κόπιες που έφτασαν ως εμάς. Θα ήταν ολότελα κρίμα να χαθεί από προσώπου γης αυτό το πρώιμο αριστούργημα τρόμου. Ή, μάλλον, τούτη η συμφωνία τρόμου όπως είναι ολόκληρος ο τίτλος της ταινίας.

Αν και ταινία του βωβού κινηματογράφου, ο Νοσφεράτου σε κεντρίζει με την υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών που μη έχοντας άλλο εκφραστικό μέσο μετατρέπουν τα σώματά τους σε αντηχεία αυξανόμενου τρόμου και οδύνης.

Η ταινία αντιμετώπισε την έχθρα της χήρας του Μπραμ Στόκερ.

Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός φτάνει σε θαυμαστά επίπεδα σ’ αυτή την ταινία. Πρόκειται για την πρώτη ταινία του είδους που βγάζει τους πρωταγωνιστές έξω από τα στούντιο και συνδυάζει τα επιτηδευμένα οξυκόρυφα σκηνικά με τα φυσικά ντεκόρ. Το πόσο επιτυχημένο ήταν το εγχείρημα του Μουρνάου φαίνεται από το πλήθος των μιμητών που βρήκε στο μέλλον.

Το να θέλεις να δαγκώσεις έναν κύκνειο γυναικείο λαιμό είναι μια πράξη καθόλα ερωτική.

Το μόνο που δεν κόπιαραν οι κατοπινοί σκηνοθέτες που «ασπάστηκαν» τον θρύλο του Δράκουλα είναι η φιγούρα του Κόμη Ορλόκ. Όχι ότι ο Μαξ Σρεκ δεν έπαιξε υποδειγματικά το ρόλο του, απλώς αυτή η πρώτη εκδοχή έχανε ως προς τις συνδηλώσεις της.

Σε αντίθεση με τους Bela Lugosi, Christopher Lee και Gary Oldman που μετάγγισαν (πόσο ταιριαστό το ρήμα) στον χαρακτήρα κάποια μορφή γοητείας. Μάλιστα, αυτή η γοητεία δεν είχε να κάνει με την κομψότητα και τον ρομαντισμό, αλλά και με υπόγεια, αλλά απόλυτα κατανοητή, σεξουαλική πτυχή. Τι στο καλό, το να θέλεις να δαγκώσεις έναν κύκνειο γυναικείο λαιμό είναι μια πράξη καθόλα ερωτική.

O μετέπειτα Δράκουλας κατά Μπέλα Λουγκόζι.

Σε αντίθεση με τον Σρεκ που έχει φτενή, πλην τρομακτική, φάτσα. Είναι φτιαγμένος με ατρακοειδή νύχια, στραβούς κυνόδοντες, μυτερά αυτιά και γενικώς περισσότερο θυμίζει τρωκτικό και λιγότερο άνθρωπο.

Αν και η ταινία σήμερα διαβάζεται περισσότερο ως ανατριχιαστική παρά ως τρομακτική, ο Ορλόκ παραμένει ένα από τα σπουδαία, ανησυχητικά αξιοθέατα του κινηματογράφου, ενώ η φυσική ερμηνεία του Σρεκ δίνει συχνά την όψη ότι αιωρείται κάπου πολύ μακριά από την κανονική πραγματικότητα.

Ο Ορλόκ δεν αναδύεται από τις σκιές, αλλά είναι η σκιά. Την μεταφέρει όπου θέλει, τη διατάζει, την μετατρέπει σε όργανο φόβου.

Ο Ορλόκ δεν αναδύεται από τις σκιές, αλλά είναι η σκιά. Την μεταφέρει όπου θέλει, τη διατάζει, την μετατρέπει σε όργανο φόβου. Φιδοσέρνεται πάνω από την πόλη, σκαρφαλώνει στους τοίχους και τα σώματα του άμοιρων ανθρώπων. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι ταυτίζεται με την πανούκλα που ενσκήπτει στη Βρέμη.

Άλλωστε, το όνομα Νοσφεράτου, σύμφωνα με μια θεωρία, παραπέμπει στο ελληνικό «νοσοφόρος». Κάτι που μπορεί να ταυτιστεί με την πλοκή της ταινίας, καθώς η Βρέμη καταλύεται από τον θάνατο όταν ο Κόμης θα κάνει την εμφάνισή του.

To επίσημο πόστερ της ταινίας.

Το Nοσφεράτου δεν ήταν η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του Δράκουλα. Το 1921 είχε γυριστεί μιας ουγγρικής παραγωγής ταινία του βωβού κινηματογράφου με το ίδιο θέμα. Επίσης, δεν είναι η πιο γνωστή με πρωταγωνιστή τον αιμοδιψή Κόμη.

Αυτό που κάνει το Νοσφεράτου μια ταινία – υπόδειγμα, είναι το απόκοσμο ύφος που αναδίδει.

Η εκδοχή του Tod Browning με πρωταγωνιστή τον Bela Lugosi εξακολουθεί να θεωρείται ως η οριστική εκδοχή της λαϊκής φαντασίας (ένα εντυπωσιακό κατόρθωμα μέχρι τότε, δεδομένου ότι η ταινία είναι σχεδόν ενός αιώνα παλιά και επίσης ξεφεύγει από το μυθιστόρημα του Στόκερ, δουλεύοντας περισσότερο από μια παλαιότερη σκηνική προσαρμογή).

Αυτό που κάνει, όμως, το Νοσφεράτου μια ταινία υπόδειγμα είναι το απόκοσμο ύφος που αναδίδει. Μπορεί να μας λείπει το ηχόχρωμα των φωνών, μπορεί οι αποχρώσεις να μας φαίνονται παράξενες, ωστόσο όλες αυτές οι «ελλείψεις» είναι που την έκαναν μια κλασική καλτ ταινία γεμάτη δύναμη και ζωντάνια.

Είναι το αντίθετο της σύγχρονης κινηματογραφικής ταπισερί. Αυτό ισχύει, φυσικά, για πολλές βωβές ταινίες, αλλά η γκροτέσκα φιγούρα του Νοσφεράτου κατέχει υψηλή θέση στην πυραμίδα αντίστοιχων ταινιών του παλαιού κινηματογράφου. Δοκιμάστε ακόμη και τώρα να την δείτε και σίγουρα το φρικώδες στοιχείο της θα σας κατακλύσει ξανά και ξανά. Αξεπέραστη!

 

Διαβάστε ακόμα: Φρανσουά Τριφό. 90 χρόνια από τη γέννηση του σκηνοθέτη που αγαπούσε τις γυναίκες.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top