Οι Τρωάδες, η Ανδρομάχη, η Ελένη μαζί με την Εκάβη αποτελούν των κύκλο τραγωδιών του Ευριπίδη οι οποίες έχουν ως βάση τους μύθους και τις ιστορίες του Τρωικού Πολέμου. Ο Ευριπίδης εμπνεύστηκε τις τραγωδίες του από τους μύθους του Πολέμου που περιγράφουν τα βάσανα των ηττημένων. Όταν παίζονται αυτές οι τραγωδίες, η Ελλάδα έχει πνιγεί στο αίμα του Πελοποννησιακού πολέμου και φάνταζε από άκρου σ’ άκρον ένα απέραντο σφαγείο, χωρίς κανέναν νικητή και όλους ηττημένους.
Οι Έλληνες μετά τον δεκαετή πόλεμο επιστρέφουν στην πατρώα γη αποδεκατισμένοι αλλά νικητές. Μαζί τους σέρνουν σκλάβες τις Τρωαδίτισσες. Στο βασίλειο του Πολυμήστορα στη Θράκη στρατοπεδεύουν για να ξεκουραστούν. Το φάντασμα του Αχιλλέα ζητά να θυσιάσουν την κόρη της Εκάβης την Πολυξένη, πάνω στον τάφο του. Βγαίνει η Εκάβη αλαφιασμένη από βαθύ εφιάλτη. Ο Χορός την ενημερώνει γι αυτά που πρόκειται να συμβούν. Φτάνει και η Πολυξένη και πληροφορείται τι την περιμένει. Ο Οδυσσέας όπου δυστυχία είναι πρώτος, φτάνει να πάρει τη νεαρή. Η Εκάβη τον εκλιπαρεί να λυπηθεί το σπλάχνο της. Ο Οδυσσέας και οι δικοί του παίρνουν την Πολυξένη. Οι Έλληνες σαν να μην είχαν χορτάσει δέκα χρόνια αιματοχυσιών, σφάζουν το αθώο κορίτσι στη μνήμη του αρχηγού τους. Σε λίγο έρχεται ο Ταθύλβιος και περιγράφει την βαρβαρότητα της σφαγής της νεαρής γυναίκας.
Μια Τρωαδίτισσα σκλάβα, πηγαίνοντας στη θάλασσα να φέρει νερό να ξεπλύνουν το άψυχο σώμα της θυσιασμένης Πολυξένης, βρίσκει το σώμα του Πολύδωρου, του μικρότερου γιου της Πολυξένης, να το έχει ξεβράσει το κύμα. Ο Πρίαμος είχε στείλει τον Πολύδωρο στον Πολυμήστορα για να τον προστατεύσει από την μήνι των Αχαιών, αλλά ο βασιλιάς της Θράκης μόλις η Τροία έπεσε βρήκε την ευκαιρία, σκότωσε τον μικρό γιο της Εκάβης και του έκλεψε τα χρήματα που του είχε δώσει ο πατέρας του. Η Τρωαδίτισσα σκλάβα φέρνει τυλιγμένο σε μια κουβέρτα το άψυχο σώμα. Η δόλια Εκάβη νομίζει πως είναι η Πολυξένη, ξεσκεπάζει τη σορό και οι αρμοί της λύνονται, βλέποντας το πτώμα του μικρού γιου της.
Η Εκάβη μέσα στην μαυρίλα της σκλαβιάς βιώνει τον αβάστακτο χαμό των παιδιών της. Η απόγνωση την οδηγεί στην ανάγκη για εκδίκηση. Η σκλαβωμένη βασίλισσα ζητά τη βοήθεια του Αγαμέμνονα για να πάρει εκδίκηση. Ο αρχηγός των Ελλήνων αρνείται να την βοηθήσει φανερά, αλλά αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην βασανισμένη Εκάβη, να καταστρώνει το πανούργο αλλά κυρίως το αποτελεσματικό της σχέδιο. Ακολουθούν τα γεγονότα πυκνά με αρμονική εσωτερική αλληλουχία. Καλεί, η Εκάβη, στη σκηνή της τον Πολυμήστορα με τα παιδιά του για να του αποκαλύψει, τάχα, το μέρος που είναι κρυμμένος ο θησαυρός στο Ίλιον. Όλα τα υπόλοιπα είναι αποτέλεσμα της μανίας, της εκδίκηση και του μίσους μιας αφανισμένης βασίλισσας στην αβάσταχτη έρημο της σκλαβιάς. Η Εκάβη του Ευριπίδη είναι η τραγωδία της σκλαβιάς…
Ωιμέ, τι κακό πράμα να είσαι σκλάβος
και να βαστάς τα’ αβάσταχτα…
… βογκάει ο Χορός που αποτελείται από σκλάβες Τρωαδίτισσες.
Η Εκάβη, μέσα στον ανείπωτο πόνο παγιδεύει τον Πολυμήστορα και τα μικρά παιδιά του. Σκοτώνει πρώτα τα παιδιά και μετά τυφλώνει τον Πολυμήστορα, αφήνοντάς τον να ζει. Ο τυφλός Πολυμήστορας προλέγει την μετά Θάνατον αποκτήνωση της Εκάβης που θα γίνει Σκύλλα με πύρινα μάτια και το μνήμα της θα είναι σήμα-φόβητρο των ναυτικών. Προλέγει επίσης και την δολοφονία του Αγαμέμνονα και της ερωμένης του Κασσάνδρας από την γυναίκα του, Κλυταιμνήστρα.
Ο θεατρικός οργανισμός KMTD Productions το καλοκαίρι του 2023 παρουσιάζει από τον Ιούλιο το εμβληματικό έργο του Ευριπίδη «Εκάβη» και στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου την Παρασκευή 11 και το Σάββατο 12 Αυγούστου, σε μετάφραση Ελένης Βαροπούλου και σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη. Στο ρόλο της Εκάβης η Ελένη Κοκκίδου.
Στην πρώτη – και ιδιαίτερα σκληρή για τους Αθηναίους – περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431- 420 π. Χ.) ο Ευριπίδης επιχειρεί να καταγράψει και να δείξει στους συμπολίτες του – και σε όλους τους Έλληνες – την αποκτήνωση του ανθρώπου που μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος. Σημειώνουν οι συντελεστές της παράστασης.
Εικοσιτέσσερις αιώνες μετά, το διαχρονικό έργο του Ευριπίδη γίνεται επίκαιρο όσο ποτέ. Καθημερινά φτάνουν στις οθόνες μας εικόνες από πολέμους, εικόνες αφόρητης βίας και σπαραγμού από κάθε σημείο του κόσμου. Το παράλογο του πολέμου μοιάζει να αφορά μόνο αυτούς που το ζουν, για όλους τους άλλους περιορίζεται σε μια στεγνή, εικονική και ακίνδυνη πληροφορία. Θάβεται ανάμεσα σε πλήθος ειδήσεων, αποκόβεται από το βίωμα του πένθους. Εξοικειωνόμαστε έτσι με την εικόνα και την πληροφορία της βίας, εκπαιδευόμαστε στον θάνατο, αλλά ξεμάθαμε να πενθούμε.
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ιωσήφ Ιωσηφίδης (Ταλθύβιος), Μαρίνα Καλογήρου (Πολυξένη), Ελένη Κοκκίδου (Εκάβη), Θανάσης Κουρλαμπάς (Οδυσσέας), Ερρίκος Μηλιάρης (Φάντασμα Πολύδωρου), Ηλεάνα Μπάλλα (Θεράπαινα), Άκης Σακελλαρίου (Πολυμήστορας), Αλέκος Συσσοβίτης (Αγαμέμνονας).
Η μετάφραση της “Εκάβης” από την Ελένη Βαροπούλου έδωσε νέα πνοή στο κλασικό αριστούργημα του Ευριπίδη. Η ποιητική γλώσσα ανέδειξε τα οικουμενικά θέματα της απώλειας, της εκδίκησης και του ανυποχώρητου ανθρώπινου πνεύματος. Η μετάφραση της Βαροπούλου, σε συνδυασμό με την απόδοση των ηθοποιών, μας μετέφερε στον χρόνο, επιτρέποντάς να βιώσουμε τη διαχρονική δύναμη της τραγωδίας.
Η σκηνοθεσία της Βουλγαράκη επέδειξε βαθύ σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο, ενώ παράλληλα εμφύσησε στην παραγωγή μια φρέσκια και σύγχρονη ματιά. Η σκηνοθέτις ισορρόπησε επιδέξια στιγμές μεγαλείου με ήσυχες, οικείες σκηνές, διασφαλίζοντας ότι ο συναισθηματικός αντίκτυπος του έργου δεν επισκιάστηκε ποτέ από το θέαμα. Η προσοχή της σκηνοθεσίας στη λεπτομέρεια ήταν εμφανής στον τρόπο με τον οποίο οι ηθοποιοί αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους, με αποτέλεσμα μια απρόσκοπτη και ενδιαφέρουσα παράσταση.
Υπήρξαν κάποια ζητήματα ρυθμού στην παράσταση τα οποία δεν επιλύθηκαν σε καμιά στιγμή της παράστασης, αν και ο καλοδουλεμένος χορός κράτησε την ένταση σε ικανοποιητικά επίπεδα. Από τις αρχικές σκηνές μέχρι τις σπαρακτικές στιγμές μητρικής αγωνίας, η Κοκκίδου διέσχισε την οδυνηρή κάθοδο του χαρακτήρα στην απόγνωση και την εκδίκηση με βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η φωνή και τα μάτια της μετέδιδαν όγκους απελπισίας, επιτρέποντας στο κοινό να νιώσει μια στενή σχέση με την αφανισμένη βασίλισσα.
Η Μαρίνα Καλογήρου ως Πολυξένη (η μικρότερη από τις κόρες του βασιλιά Πρίαμου και της Εκάβης) εκφράζει με επάρκεια την απελπισία και με ορμή την γενναιότητα της νέας γυναίκας. Ο Αλέκος Συσσοβίτης εμφανίζεται πειστικός ως ένας Αγαμέμνονας άβουλος, αστόχαστος και παθητικός, ένας αρχιστράτηγος χωρίς ισχύ, καθαρή σκέψη και γνώμη.
Ο Πολυμήστορας του Άκη Σακελλαρίου γίνεται εύκολα ο μισητός, συναρπαστικός προδότης που απαιτεί το έργο. Πολύ καλός ήταν και ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ως Ταλθύβιος, όπως και ο Θανάσης Κουρλαμπάς στον ρόλο του παμπόνηρου, τυχοδιώκτη και λαοπλάνου Οδυσσέα καθώς και η Ηλεάνα Μπάλλα στο ρόλο της θεράπαινας.
Η δημιουργική χρήση του φωτισμού και η μινιμαλιστική σκηνογραφία επέτρεψαν στους ηθοποιούς να λειτουργήσουν, τονίζοντας τη συναισθηματική ένταση της αφήγησης.
Ενώ η “Εκάβη” είναι μια ιστορία βαθιάς θλίψης και οδύνης είναι επίσης ένας ύμνος της δύναμης και της ανθεκτικότητας του ανθρώπινου πνεύματος μπροστά στην απροσμέτρητη τραγωδία. Η απόδοση αυτής της κλασικής τραγωδίας ήταν μια ισχυρή υπενθύμιση της διαρκούς δύναμης του θεάτρου να γοητεύει και να συγκινεί το κοινό του. Η παράσταση παρ’ ότι δεν απογειώνεται, καταφέρνει να αποδώσει με σαφήνεια και με αποχρώσεις την οδύνη και τον αφανισμό της “Εκάβης”.
Σε όλους τους πολέμους, από τον Τρωικό μέχρι σήμερα, το ελατήριο δεν υπήρξε ποτέ η δόξα, αιτία δεν στάθηκε ποτέ η τιμή, αφορμή δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η φήμη, το κυριότερο κίνητρο υπήρξε πάντα η κλοπή, η αρπαγή, η λεηλασία. Γι αυτούς τους λόγους η κάθε εποχή έχει τον δικό της Μεσαίωνα, τη δική της βαρβαρότητα, τη δική της απανθρωπιά. Γι αυτό δεν υπάρχει πόλεμος που να αξίζει ούτε σταγόνα από το αίμα που ποτίζει τη γη και τις σελίδες της ιστορίας.
Διαβάστε ακόμα: Eίδαμε τη «Μήδεια». Γιατί δίχασε η παράσταση του Kάστορφ;